Αυξάνονται διαρκώς τα άτομα που περνάνε την COVID-19 για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες
Οι περιπτώσεις ανθρώπων που φαίνονται να μολύνονται ξανά από τον κορονοϊό και να περνάνε για δεύτερη φορά τη νόσο Covid-19, αν και παραμένουν σχετικά σπάνιες, είναι ολοένα συχνότερες σε όλο τον κόσμο.
Η εξέλιξη αυτή προβληματίζει τους επιστήμονες, καθώς αποτελεί ένδειξη ότι σε μια μειονότητα ανθρώπων -αλλά όχι στους περισσότερους- η φυσική ανοσία εξασθενεί σχετικά γρήγορα.
Ενδεικτική και καθόλου μοναδική, σύμφωνα με το «Science», είναι η περίπτωση της 22χρονης Ολλανδέζας νοσοκόμου Σέιν ντε Γιονγκ, η οποία διαγνώστηκε με κορονοϊό στις 17 Απριλίου, είχε ήπια συμπτώματα επί δύο εβδομάδες, στη συνέχεια ανέρρωσε και βγήκε αρνητική σε νέο τεστ στις 2 Μαΐου, οπότε επέστρεψε στη δουλειά της σε ένα νοσοκομείο του Ρότερνταμ. Αλλά τα συμπτώματα της επανεμφανίστηκαν (δύσπνοια, ναυτία, μυϊκοί και κοιλιακοί πόνοι, καταρροή, ανοσμία, διάρροια), στις 3 Ιουλίου έκανε νέο τεστ και διαγνώστηκε ξανά με κορονοϊό. «Μου κάνετε πλάκα!», ήταν η αντίδραση της, όπως είπε η ίδια.
Αναφορές για τέτοια περιστατικά είναι ολοένα συχνότερες. Η δεύτερη λοίμωξη στο ίδιο άτομο και μάλιστα σε σύντομο χρόνο υποδηλώνει ότι σε ορισμένους ανθρώπους ο οργανισμός τους δεν έχει διατηρήσει αρκετά αντισώματα για να κρατήσει μακριά τον κορονοϊό SARS-CoV-2. Ειδικά γι’ αυτούς τους ανθρώπους τίθεται πιο επιτακτικά το ερώτημα πόσο θα τους βοηθήσουν τα εμβόλια και πόσο θα διαρκεί η ανοσία τους μετά τον εμβολιασμό.
«Το ερώτημα που όλοι θέλουν να απαντήσουν, είναι αν η δεύτερη λοίμωξη θα είναι συνήθως λιγότερο σοβαρή ή όχι και τι μπορούν να μας διδάξουν αυτές οι επαναμολύνσεις για την ανοσία γενικότερα απέναντι στον SARS-CoV-2», δήλωσε ο λοιμωξιολόγος Ντέρεκ Κάμινγκς του Πανεπιστημίου της Φλόριντα. Φαίνεται πάντως, όπως αναμενόταν, πως μια δεύτερη λοίμωξη είναι πιο ελαφριά από την πρώτη, καθώς η τελευταία έχει δημιουργήσει κάποια αμυντικά «αναχώματα», ανεπαρκή μεν για να αποφευχθεί η επαναλοίμωξη, αλλά επαρκή συνήθως για να είναι ελαφρύτερα τα συμπτώματα τη δεύτερη φορά.
Ο λοιμωξιολόγος Αντόνιο Μπερτολέτι του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης εκτιμά ότι «οι περισσότερες επαναμολύνσεις με το νέο κορονοϊό θα είναι ασυμπτωματικές», ενώ θεωρεί ακόμη και θετική μια επαναληπτική λοίμωξη, «επειδή συνεχίζει να ενισχύει και να εκπαιδεύει το ανοσοποιητικό σύστημα».
Η πρώτη περίπτωση πιθανής επαναληπτικής λοίμωξης αναφέρθηκε από Νοτιοκορεάτες επιστήμονες τον Απρίλιο, αλλά η πρώτη επιβεβαιωμένη περίπτωση υπήρξε στο τέλος Αυγούστου και αφορούσε έναν 33χρονο από το Χονγκ Κονγκ, ο οποίος είχε αρχικά διαγνωστεί με κορονοϊό τον Μάρτιο και βρέθηκε ξανά θετικός σε τεστ που του έγινε στις 15 Αυγούστου στο αεροδρόμιο του Χονγκ Κονγκ, έχοντας πιο ήπια συμπτώματα από ό,τι την άνοιξη. Από τότε, έχουν υπάρξει τουλάχιστον άλλες 24 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις επαναμόλυνσης, αλλά οι επιστήμονες είναι βέβαιοι ότι ο πραγματικός αριθμός είναι σαφώς μεγαλύτερος.
Πότε θεωρείται επίσημα επαναληπτική λοίμωξη
Για να θεωρηθεί κάποιος ασθενής επίσημα ως περιστατικό επαναληπτικής λοίμωξης, πρέπει να βγει θετικός σε δεύτερο μοριακό τεστ PCR και αφού έχει μεσολαβήσει ένα αρνητικό τεστ, καθώς επίσης μια χρονική περίοδος χωρίς συμπτώματα.
Όμως, σύμφωνα με την ιολόγο Σαντάλ Ρόισκεν του Ολλανδικού Εθνικού Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας και Περιβάλλοντος (RIVM), τα πράγματα μπορεί να μην είναι πάντα ξεκάθαρα: ένα δεύτερο θετικό τεστ -ακόμη κι αν έχει προηγηθεί ένα αρνητικό ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο τεστ- μπορεί να οφείλεται στο ότι ο ασθενής είχε στην αναπνευστική οδό του ένα υπόλειμμα μη αναπαραγόμενου ιικού RNA από την αρχική λοίμωξη του ή μπορεί να είχε μολυνθεί από δύο διαφορετικά στελέχη κορονοϊού ταυτόχρονα (πράγμα σπάνιο αλλά όχι αδύνατο) ή επειδή ο οργανισμός του είχε καταστείλει, αλλά ποτέ δεν είχε εξαλείψει τον κορονοϊό, συνεπώς επί της ουσίας δεν πρόκειται για νέα λοίμωξη, αλλά για τα «μεθεόρτια» της πρώτης.
Προκειμένου να είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα, πολλοί επιστήμονες θέλουν να δουν δύο πλήρεις «αναγνώσεις» γονιδιώματος του κορονοϊού, τόσο με βάση το πρώτο θετικό όσο και το δεύτερο θετικό δείγμα, για να βεβαιωθούν ότι όντως επρόκειτο για διαφορετική λοίμωξη και όχι για συνέχιση της πρώτης. Αλλά, σύμφωνα με τον αιματολόγο Πολ Μος του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ, «αυτός ο πήχης είναι πολύ ψηλός. Σε πολλές περιπτώσεις, το γενετικό υλικό απλώς δεν είναι διαθέσιμο». Αλλά και να ήταν, πολλά εργαστήρια δεν έχουν τον χρόνο εν μέσω πανδημίας για να κάνουν συγκριτική γενετική μελέτη ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο δείγμα.
Έτσι, ο αριθμός των γενετικά επιβεβαιωμένων επαναμολύνσεων θεωρείται πολύ μικρότερος από τον αριθμό των ύποπτων περιπτώσεων: ενδεικτικά η Ολλανδία έχει βρει 50 τέτοια ύποπτα περιστατικά, η Βραζιλία 95, η Σουηδία 150, το Μεξικό 285 και το Κατάρ 243.
Στους άλλους τέσσερις πιο άκακους κορονοϊούς που προκαλούν κοινό κρυολόγημα, οι επαναλοιμώξεις συμβαίνουν κατά μέσο όρο μετά από 12 μήνες, σύμφωνα με την ιολόγο Λία βαν ντερ Χουκ του Ιατρικού κέντρου του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, η οποία εκτιμά ότι κάτι ανάλογο περίπου θα συμβεί τελικά και με το νέο κορονοϊό, καθώς ολοένα περισσότεροι πρώην ασθενείς θα χάνουν τη φυσική ανοσία τους. «Καλύτερα να προετοιμαζόμαστε για ένα κύμα επαναλοιμώξεων στη διάρκεια των επόμενων μηνών. Αυτά είναι κακά νέα για όσους ακόμη πιστεύουν στη ανοσία της αγέλης μέσω φυσικών λοιμώξεων», ανέφερε.
Άλλοι επιστήμονες είναι λιγότερο απαισιόδοξοι. Πρόσφατες έρευνες Αμερικανών ερευνητών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα αντισώματα μετά από φυσική ανοσία μπορούν να διατηρηθούν για τουλάχιστον έξι μήνες και πιθανώς σε αρκετές περιπτώσεις για χρόνια, αν όχι για δεκαετίες, σύμφωνα με τον Σέιν Κρότι του Ινστιτούτου Ανοσολογίας La Jolla της Καλιφόρνια.
Όπως εξάλλου είχε παρατηρηθεί στις νόσους SARS και MERS, επίσης από κορονοϊούς, οι άνθρωποι που αρρώστησαν πιο σοβαρά, έχουν μετά ισχυρότερη φυσική ανοσία, ενώ όσοι αρρώστησαν «στο πόδι», εμφανίζουν λιγότερα αντισώματα.
Όμως δεν είναι όλες οι επαναληπτικές λοιμώξεις πιο ήπιες από τις αρχικές. «Βλέπουμε όλους τους διαφορετικούς συνδυασμούς», τόνισε η Ρόισκεν. Μεταξύ άλλων, υπάρχει ο κίνδυνος μια εσφαλμένη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος κατά την πρώτη λοίμωξη να οδηγήσει σε επιδείνωση της δεύτερης.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ