Αλέκος Παναγούλης: 47 από τον θάνατο του ανυποχώρητου υπερασπιστή της Δημοκρατίας


Εάν πεις σε κάποιον «πες μου ένα από τα σύμβολα του αντιδικτατορικού αγώνα» η απάντηση που θα σου δώσει είναι ο Αλέκος Παναγούλης. Η Πρωτομαγιά πέρα από μέρα γιορτής είναι και ημέρα μνήμης του Αλέκου Παναγούλη. Του ανυποχώρητου υπερασπιστή της Δημοκρατίας, του αυθεντικού λαϊκού ήρωα, του παρ’ ολίγον «τυραννοκτόνου».

Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες γύρω από το πορτραίτο του ατσάλινου ήρωα που δεν λύγισε ακόμα και όταν υπέστη φρικαλέα βασανιστήρια στο κολαστήριο του ΕΑΤ – ΕΣΑ. Ακόμα και ο «αόρατος δικτάτωρ» Δημήτρης Ιωαννίδης σε συνομιλία που είχε με τον αρχιβασανιστή της ΕΣΑ Θεόδωρο Θεοφιλογιαννάκο, φάνηκε εντυπωσιασμένος από την αντοχή του Παναγούλη και του είπε «φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δε μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του».

Ο Αλέκος Παναγούλης γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1938 και ήταν ο δεύτερος γιος  της Αθηνάς Κακαβούλη (1908-1991) και του Βασιλείου Παναγούλη, αξιωματικού του στρατού ξηράς. Είχε άλλα δύο αδέρφια τον Γιώργο, αξιωματικό του στρατού ξηράς, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν μυστηριωδώς τον Νοέμβριο του 1967 και μέχρι σήμερα θεωρείται αγνοούμενος και τον Στάθη.

Το 1940 η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη του πολέμου με αποτέλεσμα τα πρώτα παιδικά του χρόνια να τα περάσει στη Λευκάδα, τόπο καταγωγής της μητέρας του. Τα χρόνια πέρασαν και μόλις τέλειωσε το σχολείο εισήχθη στο τμήμα Μηχανολόγων – Μηχανικών του ΕΜΠ. Έντονα πολιτικοποιημένος από τα νεανικά και φοιτητικά του χρόνια και βαθιά δημοκράτης εντάχθηκε στη νεολαία της Ένωσης Κέντρου, την ΟΔΕΚ.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 τον βρήκε στα χακί, καθώς υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Συγκεκριμένα βρισκόταν στο 85ο Σύνταγμα Πεζικού στη Βέροια. Βαθιά ελεύθερο πνεύμα και πιστός στα δημοκρατικά ιδεώδη πολύ γρήγορα πέρασε στην «παρανομία». Λιποτάκτησε από τον στρατό και δημιούργησε την οργάνωση «Εθνική Αντίσταση». Η πιο δυναμική ομάδα της οργάνωσης ήταν ο «Λαϊκός Αντιστασιακός Οργανισμός Σαμποτάζ». Κατάφερε να φτάσει κρυφά στην Κύπρο όπου εκεί είχε επαφές με πολιτικούς παράγοντες του νησιού, προσδοκώντας τη βοήθεια και τη στήριξή τους στην αντίσταση κατά της χούντας, ενώ παράλληλα κατέστρωσε σχέδια δράσης, τα οποία σκόπευε να θέσει σε εφαρμογή μόλις θα επέστρεφε στην Ελλάδα.

Η απόπειρα δολοφονίας ενός «τυράννου»

Λίγους μήνες μετά γύρισε και πάλι με άκρα μυστικότητα στην Αθήνα και έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο δολοφονίας του Παπαδόπουλου. Τ

ο πρωί της 13ης Αυγούστου 1968, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν προς την Αθήνα από το Λαγονήσι. Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, που ξεκίνησε όπως συνήθως, από την έπαυλή του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου.

Προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα και σε απόσταση 10 μέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η φάλαγγα κινείτο κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου, πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας, μια ισχυρή εκκωφαντική έκρηξη έγινε μέσα στη σήραγγα και άνοιξε δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου.

Ήταν φανερό ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, αλλά καθυστέρησε ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αμέσως η φάλαγγα σταμάτησε, οι άνδρες της ασφάλειάς του δικτάτορα έτρεξαν επί τόπου, ενώ ειδοποιήθηκε από τον ασύρματο η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής και σε λίγα λεπτά κατέφτασε ισχυρή δύναμη που απομόνωσε την περιοχή. Έπειτα από συστηματική έρευνα, ανακαλύφτηκε ο Παναγούλης, ντυμένος με μαγιό και κρυμμένος κάτω από ένα βράχο. Ο ίδιος παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Είπε μόνο ότι δεν είχε συνεργούς. Μόνο έπειτα από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητά του.

 

Ο Παναγούλης οδηγήθηκε στο άντρο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ. Την ανάκρισή του ανέλαβε ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές, ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ενώ το ίδιο βράδυ κατέφτασε επειγόντως από τη Δράμα, όπου βρισκόταν, ο διοικητής της ΕΣΑ και αργότερα οργανωτής της προδοσίας της Κύπρου, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης.

«Ύστερα από αυτή την πρώτη φορά, τον ξαναείδα στις 28 Αυγούστου, δηλαδή 15 μέρες αργότερα. Ήταν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου με είχαν πάει πληγιασμένο, σε κωματώδη κατάσταση, επειδή αρνιόμουν να πάρω τροφή. Μετά συνήλθα από το κώμα, με είχαν αλυσοδεμένο στο κρεβάτι. Ο Ιωαννίδης ζύγωσε, μαζί με τον αρχηγό των βασανιστών μου, τον Θεοφιλογιαννάκο, κι αμέσως ο Θεοφιλογιαννάκος ρίχτηκε επάνω μου φωνάζοντας: “Μίλα. μίλα ή θα σε κάνω να μιλήσεις εγώ. Μην πιστέψεις ότι θα γλυτώσεις, επειδή είσαι στο νοσοκομείο” Μην έχοντας τη δύναμη να του απαντήσω, τον έφτυσα στο πρόσωπο. Ο Θεοφιλογιαννάκος απάντησε με μια φοβερή γροθιά. Το αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα κι από τη μύτη μου, μα ο Ιωαννίδης σήκωσε το χέρι, σάμπως αγανακτισμένος ή σα να ήθελε να τον σταματήσει και είπε: “Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του”. Έπειτα στράφηκε σε μένα, και πάντα ψύχραιμος και ήρεμος, πρόσθεσε: “Θα σε τουφεκίσω”…»
, δήλωσε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στην Καθημερινή μετά την πτώση της χούντας.

Οι αρχές κατόρθωσαν να συλλάβουν πολλούς από τους συναγωνιστές του Παναγούλη και γενικά η προανάκριση αποκάλυψε όλο το μηχανισμό και το δίκτυο της απόπειρας. Το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1968 και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 20 Οκτωβρίου.

Σε αυτό γινόταν λόγος για τις λεπτομέρειες της απόπειρας που οργάνωσε ο Παναγούλης μαζί με τον Ζαμπέλη και τον Λεκανίδη, αλλά και για το ρόλο του

Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, σκοτεινής φυσιογνωμίας, υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου, για τον οποίον το πόρισμα ανέγραφε μεταξύ άλλων τα εξής:

«”Η ενεργός ανάμιξις τούτου εις τον αποκλειστικόν εφοδιασμόν της οργανώσεως, διά παντοειδούς στρατιωτικού υλικού, το οποίον αποστέλλει δι’ επισήμου οδού εις την Ελλάδα και η εν γένει οικονομική ενίσχυσις ταύτης, τυγχάνει σκανδαλώδης και προκαλεί κατάπληξιν, διότι σπανίως, αν μη ουδέποτε, εμφανίζεται εις πρόσωπα κατέχοντα επισήμους θέσεις. Έχει το ψευδώνυμον “Ακρίτας”, είναι ο στρατιωτικός αρχηγός της οργανώσεως “Ελληνική Αντίσταση”… Επίσης καλύπτει απολύτως και τον καταζητούμενον Α. Παναγούλην, κατά την πρώτην μετάβασιν τούτου εν Κύπρω, ότε παρέμεινεν εκεί επί εν περίπου εξάμηνον, τελικώς δε τον εφοδιάζει με γνήσιον κανονικόν διαβατήριον….».

Ο Γεωρκάτζης παραιτήθηκε αλλά τον κάλυψε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Μακάριος, μη αποδεχόμενος την παραίτησή του. Η χούντα της Αθήνας όμως έστειλε τελεσίγραφο στον Κύπριο πρόεδρο, απειλώντας τον με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου. Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου έφυγε στο Λονδίνο και την 1η Νοεμβρίου έστειλε από εκεί νέα επιστολή παραίτησης, την οποία ο Μακάριος αυτή τη φορά αποδέχτηκε.

Στις 4 Νοεμβρίου άρχισε η δίκη του Παναγούλη και των άλλων συλληφθέντων μελών της οργάνωσής του. Ακόμη και στο εδώλιο του κατηγορουμένου ο  Παναγούλης βρισκόταν διαρκώς εν μέσω δύο ασφαλιτών. Η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου.

Καταδικάστηκε δις εις θάνατον

Ο Παναγούλης καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ο Λευτέρης Βερυβάκης, πολύ αργότερα υπουργός κυβερνήσεων του [ΠΑΣΟΚ, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκαν οι : Ιωάννης Κλωνιζάκης (24 χρόνια),Νικόλαος Λεκανίδης (23 χρόνια),Γεώργιος Ελευθεριάδης (18 χρόνια),Νικόλαος Ζαμπέλης (18 χρόνια),Γεώργιος Αβράμης (16 χρόνια),Στάθης Γιώτας (10 χρόνια).Οι Αρ. Κλωνιζάκης, Ι. Βαλασέλης και Α. Πρίντεζης καταδικάστηκαν σε ποινές 1-4 ετών με αναστολή, ενώ οι Μ. Παπούλιας, Α. Σιγάλας και Δ. Τιμογιαννάκης αθωώθηκαν.

«Πρόκειται για μια αληθινή πολιτική δολοφονία που προορίζεται να συγκαλύψει την αδυναμίας ενός καθεστώτος, το οποίο τίθεται πλήρως υπό αμφισβήτηση από τις επαναστατικές αντιδράσεις του ελληνικού λαού» δήλωσε για την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου ο Γάλλος Ντενί Λανγκλουά, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος παρακολούθησε τη δίκη ως παρατηρητής. Η εκτέλεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα σε τρία 24ωρα το αργότερα, αν δεν απονεμηθεί χάρη.

 

Ο Παναγούλης αρνήθηκε κατηγορηματικά να υποβάλει αίτηση χάριτος. Ξεσηκώθηκε παγκόσμια κατακραυγή και ασκήθηκαν σοβαρότατες διεθνείς πιέσεις στο καθεστώς των Απριλιανών προκειμένου να αποτραπεί η εκτέλεση. Η χούντα υπέκυψε και έτσι σιωπηρά η ποινή παρέμεινε ανεκτέλεστη. Ο Παναγούλης μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν στις φυλακές Μπογιατίου, χωρίς να θεωρείται πια μελλοθάνατος.

Όπως σημείωνε η Οριάνα Φαλάτσι στην συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι περιέγραφε τον Α. Παναγούλη ως εξής: «Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο».

 

Οι στιγμές φρίκης στα χέρια των βασανιστών του

Το 1975 πραγματοποιήθηκε η δίκη των βασανιστών της χούντας με τον Αλέκο Παναγούλη να είναι εκ των βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Ακόμα και σήμερα που έχουν περάσει 48 χρόνια από τη μαρτυρική του κατάθεση τα λόγια του ακούγονται συγκλονιστικά.

«Κύριε Πρόεδρε συνελήφθην το πρωί της 13ης Αυγούστου, στην παραλιακή οδό, στο σημείο που έγινε η απόπειρα εναντίον του Παπαδόπουλου. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι τη στιγμή που βγήκα από τις φυλακές μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να συναντήσω τον κατηγορούμενο Θεοφιλογιαννάκο», ξεκινούσε την συγκλονιστική αφήγησή του o Παναγούλης.

«Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος και στη συνέχεια προχωρήσαμε για να φτάσουμε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ», συνέχιζε.

«Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη», κατέληγε στην κατάθεσή του.

Οι αποδράσεις, η απομόνωση και η ποίηση

Ο Παναγούλης δραπέτευσε από τη φυλακή στις 5 Ιουνίου 1969, συνελήφθη όμως εκ νέου και οδηγήθηκε προσωρινά στο στρατόπεδο στου Γουδή για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περίμενε η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για εκείνον και ήταν σαν αντίγραφο τάφου. Επιχείρησε να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Ως διέξοδο έγραφε ποιήματα. Συνέχισε να γράφει ακόμα και όταν του κατέσχεσαν κάθε γραφική ύλη, χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.

Ο Παναγούλης όπως γράφτηκε και παραπάνω βασανιζόταν καθημερινά, με τα πιο ευφάνταστα, σκληρά και αποκρουστικής σύλληψης βασανιστήρια καθ΄ όλη την διάρκεια της κράτησης του. Η αυτοκυριαρχία του, η αυτοπειθαρχία του, το πείσμα στο να υπερασπιστεί αυτό που πίστευε και το χιούμορ που διέθετε λειτούργησαν σαν ασπίδες χάρη στις οποίες κατόρθωσε να επιβιώσει τον σωματικό και ψυχικό βιασμό.

Κατά πολλούς, στις φυλακές του Μπογιατίου έγραψε τα καλύτερα του ποιήματα στον τοίχο του κελιού του ή σε μικροσκοπικά παλιόχαρτα.Πολλά από τα ποιήματα του δεν διασώθηκαν. Αρκετά όμως από αυτά είτε κατάφερε να τα βγάλει από την φυλακή με διάφορους τρόπους είτε να τα ξαναγράψει αργότερα χάρη στο ισχυρό μνημονικό του.

Το 1972, ενώ ήταν ακόμη στη φυλακή, εκδόθηκε στο Παλέρμο η πρώτη ποιητική του συλλογή στα Ιταλικά Altri seguiranno: poesie e documenti dal carcere di Boyati (Άλλοι θα ακολουθήσουν: ποίηση και ντοκουμέντα από τις Φυλακές του Μπογιατίου) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Ιταλό πολιτικό Φερούτσιο Πάρη και τον Ιταλό σκηνοθέτη και καλλιτέχνη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το έργο του βραβεύτηκε, το 1973, με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Βιαρέτζιο (Premio Viareggio Internazionnale).

Μετά την απελευθέρωση του Παναγούλης εξέδωσε στο Μιλάνο την δεύτερή του ποιητική συλλογή στα Ιταλικά Vi scrivo da un carcere in Grecia (Σας γράφω μέσα από μια φυλακή στην Ελλάδα) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Είχε προηγηθεί η έκδοση στα ελληνικά τετραδίων όπως η συλλογή με τίτλο «Η Μπογιά».

Η  αμνηστία και η αυτοεξορία στη Φλωρεντία

Τον Αύγουστο του 1973 –μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης– απελευθερώθηκε βάση της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, κατόπιν της αποτυχημένης προσπάθειας του Γ. Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του. Αυτοεξορίστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στην Φλωρεντία της Ιταλίας, για να επαναδραστηριοποιηθεί στην αντίσταση, ουσιαστικά όμως συνέχισε την αντίσταση στην Ελλάδα ερχόμενος κρυφά όπου και οργάνωνε ομάδες αντίστασης.

Ο έρωτάς του με την Φαλάτσι

Λίγες μέρες αφότου πέρασε το κατώφλι των φυλακών συναντήθηκε με την διάσημη Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι. Το άστρο της ήταν μεγάλο εκείνη την εποχή. Είχε επιστρέψει από τον πόλεμο του Βιετνάμ και είχε βάλει στόχο να συναντήσει τον άνθρωπο – σύμβολο της Δημοκρατίας. Εν τέλει τα κατάφερε. Από τις πρώτες στιγμές φάνηκε η χημεία τους. «Δεν επεδίωξα να σκοτώσω. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω άνθρωπο. Επεδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο», αυτή η φράση ήταν η απαρχή ενός μεγάλου έρωτα που διακόπηκε απότομα την Πρωτομαγιά του 76.

Η επιστροφή στην Αθήνα και οι φάκελοι της ΕΣΑ

Τον Ιούλιο του 1974 η χούντα υπό το βάρος της προδοσίας της Κύπρου κατέρρευσε και η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε. Από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να προχωρήσει στην επανασύσταση της ΕΔΗΝ, της οποίας και παρέμεινε αρχηγός μέχρι και τον θάνατό του. Στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης, στις 17 Νοέμβρη του 74 εξελέγη βουλευτής Β’ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις. Η κυριότερη δέσμευσή του ως βουλευτής ήταν να αποκαλύψει τις σχέσεις που είχαν βουλευτές με τη χούντα. Αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής του. Ξεκίνησε έρευνες με αποτέλεσμα να έρθει σε ρήξη με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις καθώς φαινόταν να είχε στην κατοχή του αδειάσιστα στοιχεία που μιλούσαν για σχέσεις του Δημήτρη Τσάτσου – βουλευτή του κόμματός – με το καθεστώς των Απριλιανών. Παράλληλα συγκρούστηκε και με τον τότε υπουργό Εθνικής Άμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ. Αρνούμενος να βρίσκεται στην ίδια πλευρά με τον «προδότη» Δημήτρη Τσάτσο ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κ.Ο της Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις. Στη συνέχεια εάν και του ασκήθηκαν πιέσεις προκειμένου να κάνει πίσω όχι μόνο δεν το έκανε αλλά συνέχισε τον δρόμο που είχε χαράξει με σκοπό να φτάσει στο τέλος της διαδρομής.  Καθημερινά γινόταν δέκτης απειλών ακόμα και για τη ζωή του. Τίποτε, όμως δεν τον πτοούσε.

Στις 19 Απριλίου 1976 δημοσίευσε στον Τύπο ένα μέρος του αρχείο της ΕΣΑ που είχε περιέλθει στην κατοχή του.  Το συγκεκριμένο αρχείο περιελάμβανε καταλόγους με ανθρώπους που αντιστάθηκαν στη χούντα, έγγραφα που μιλούσαν για σχέσεις πολιτικών με το καθεστώς αλλά και εκθέσεις και αναφορές της χωροφυλακής. Λίγες μέρες μετά ο στρατιωτικός εισαγγελέας Μιχάλης Ζούβελος, έδωσε εντολή να σταματήσουν οι δημοσιεύσεις καθώς ήθελε να ελεγχθεί εάν τα αρχεία ήταν έγκυρα ή όχι.

Ο Παναγούλης ούτε και τότε έκανε πίσω. Αντιθέτως δήλωσε ότι θα έφερνε τα στοχεία που είχε στη Βουλή. Ωστόσο ο μέχρι τότε ανίκητος Αλέκος νικήθηκε από τον θάνατο.

Στο πάνθεον της Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας

Ξημέρωνε Πρωτομαγιά του 1976. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα  ο αλύγιστος Παναγούλης περνούσε στο πάνθεον της Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας. Εκείνο το ξημέρωμα κόπηκε άδοξα το νήμα της ζωής του καθώς κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, ενώ δίπλα του είχε ένα ή δύο αυτοκίνητα που έμοιαζαν να κάνουν κόντρα μαζί του.

Ο Παναγούλης έχασε τον έλεγχο του Fiat Mirrafiori που του είχε χαρίσει η σύντροφος του Οριάνα Φαλάτσι και καρφώθηκε σε ένα υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου, κάθετα στην πορεία του. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος. Ήταν μόλις 36 ετών.

Δευτερόλεπτα αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο. Ήταν μόλις 36 ετών.

Οι εκδοχές για τον θάνατό του

Εκείνη την περίοδο υπήρχαν αρκετές θεωρείες γύρω από το δυστύχημα που έκοψε το νήμα της ζωής του. Κάποιοι, μάλιστα μίλησαν ακόμα για δολοφονία.Συγκεκριμένα δήλωναν ότι το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέκο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Πάντως μέχρι και σήμερα που συμπληρώνονται 47 χρόνια από τον θάνατό του δεν έχει παρουσιαστεί κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει  αυτές τις εικασίες.

Στις 3 Μαΐου ένας 31χρονος άνδρας, ο Μιχάλης Στέφας, εμφανίστηκε στην αστυνομία πόλεων και δήλωσε ότι εκείνος ήταν που χωρίς δόλο προκάλεσε το ατύχημα. Μάλιστα όπως είπε φρέναρε απότομα με αποτέλεσμα ο Παναγούλης να μην μπορέσει να αντιδράσει. Έτσι λοιπόν επιβεβαίωνε την εκδοχή του δυστυχήματος. Σημειώνεται πως οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες της εποχής παρουσίασαν τον Στέφα ως μέλος του «Ρήγα Φεραίου».

«Περίεργο τροχαίο»

Ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς που ανέλαβε την υπόθεση αρχικά μιλούσε για δολοφονία: Όπως αναφέρει η «Μηχανή του Χρόνου», «ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο ώστε να μην μπορεί να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα».

Στις 5 Μαΐου παίχτηκε στη Μητρόπολη Αθηνών η τελευταία πράξη της πολυτάραχης ζωής ενός ήρωα όπως ήταν ο Παναγούλης. Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν εκεί για να πουν το δικό του αντίο σε έναν άνθρωπο που έδωσε τα πάντα για τη Δημοκρατία.

Παρόντες στην κηδεία του ήταν ο τότε πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, ο πρόεδρος της ιταλικής Βουλής, Σάντρο Περτίνι, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου, ο πρόεδρος της Ένωσης Κέντρου – Νέεα Δυνάμεις Γεώργιος Μαύρος, ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανώλης Γλέζος και άλλοι. Ωστόσο υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήταν παρόντες. Όπως ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής αλλά και ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος. Να σημειωθεί πως ούτε και οι Ένοπλες Δυνάμεις έστειλαν κάποιον εκπρόσωπό τους.

Το συγκεντρωμένο πλήθος την ώρα που το γυάλινο φέρετρο περνούσε το κατώφλι της Μητρόπολης εμφανώς οργισμένο φώναζε συνθήματα όπως «Ζει», «Αβέρωφ φασίστα παραιτήσου», «Έξω η CIA», «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι», «Ο λαός δεν ξεχνά, οργανώνεται, νικά». Από την πλευρά της η γυναίκα της ζωής του, η Οριάνα Φαλάτσι που είχε φτάσει λίγες ώρες πριν στην Αθήνα δήλωσε με νόημα πως «τώρα που σκοτώθηκε ο Αλέκος, θα γεννηθώ εγώ».

Ο Στέφας ένα χρόνο αργότερα κάθησε στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η δικαστική απόφαση έκανε λόγο για τροχαίο δυστύχημα. Ο Στέφας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 11 μηνών. Η ποινή του εξαγοράστηκε σε 150 δραχμές τη μέρα και πρόστιμο 3.000 δραχμών. Η οικογένεια του Παναγούλη μίλησε για απόφαση – παρωδία και αποχώρησε.  Μάλιστα η Αθηνά Παναγούλη είχε δηλώσει ότι «υποτιμώ τη νοημοσύνη ολόκληρης της υφηλίου, αν καταθέσω σε αυτό το δικαστήριο ότι ο γιος μου υπήρξε θύμα τροχαίου. Ήταν δολοφονία. Διέπραξαν ένα καθ’ όλα τέλειο έγκλημα».

Αντί επιλόγου: ΗΡΩΕΣ σαν τον Αλέκο Παναγούλη δεν θα ξεχαστούν ποτέ και θα μνημονεύονται για την ανδρεία τους για πάντα…

protothema.gr



agrinio24.gr