Ο καταθλιπτικός με την ίδια του την ύπαρξη διασπείρει την ανησυχία, αφού «δεν το παλεύει αρκετά», «εγκαταλείπει την προσπάθεια» και κινείται ενάντια στο πνεύμα της εποχής που δίνει την εντολή: «προχώρα προς τα μπρος», «απλά κάν’ το», κτλ. Δημιουργείται λοιπόν το εξής παράδοξο: ενώ ο σύγχρονος πολιτισμός δεν μπορεί να αγαπά τους καταθλιπτικούς, είναι ο ίδιος που παράγει ολοένα και περισσότερους, παράγει δηλαδή όλο και περισσότερο αυτό που απωθεί.
Εδώ που τα λέμε, πώς να μην λυγίσει κανείς μπροστά στη δυσφορία που του επιφυλάσσει ο σύγχρονος πολιτισμός; Η υπερκόπωση του ανταγωνισμού, η ακόρεστη δίψα της μαζικής κατανάλωσης, ο ατομικισμός που έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία, η υποβάθμιση των κοινωνικών δεσμών, η τυραννία της αρχής της απόλαυσης που επιβάλλει την «ευτυχία παντού και πάντα», η γενικευμένη απώλεια του νοήματος, το ατέρμονο κυνήγι του χρόνου, η υπερπληθώρα των ready made αντικειμένων που φέρνουν τελικά την πλήξη είναι ορισμένα μόνο από τα σημεία των καιρών που οδηγούν τις «ωραίες ψυχές» στο να καταθλίβονται.
Έτσι, κάθε ανεπάρκεια σε σχέση με την υποχρέωση να είναι κανείς ευτυχισμένος, αφού «σημασία έχει πάνω από όλα να περνάμε καλά», θα ονομάζεται εφεξής «κατάθλιψη» που χρήζει ιατρικής και ψυχολογικής παρέμβασης.
Καθώς λοιπόν η θλίψη είναι ντροπή, αδικαιολόγητη και κατά συνέπεια παθολογική, τι άλλο απομένει σε αυτόν που την αισθάνεται από το να απευθυνθεί στον ειδικό, ακόμη και να ζητήσει χημική αγωγή. Άλλωστε η επιστήμη έχει να προσφέρει μία λύση, αφού βρήκε τον ένοχο για τη γένεση της κατάθλιψης και ο οποίος δεν είναι παρά το μονοαμινικό έλλειμμα της σεροτονίνης.