Γηροκομείο στα Χανιά: Σοκάρουν οι αποκαλύψεις πρώην εργαζόμενης – «Έκλαιγαν, τους πετούσαν στο πάτωμα»
Σοκ προκαλούν τα όσα είπε πρώην εργαζόμενη στο γηροκομείο στα Χανιά, τη στιγμή που οι επτά συλληφθέντες για την υπόθεση θα βρεθούν ενώπιον του ανακριτή την Παρασκευή και το Σάββατο.
Μιλώντας στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό CRETA και στην εκπομπή Live με την Αντιγόνη, η γυναίκα περιέγραψε όσα είδε μέσα στη δομή φροντίδας ηλικιωμένων, όπου δεκάδες ηλικιωμένοι φαίνεται πως οδηγήθηκαν στο θάνατο λόγω της κακομεταχείρισής τους.
Πρόκειται για πρώην εργαζόμενη του οίκου ευγηρίας, η οποία απολύθηκε αιφνιδιαστικά όπως η ίδια καταθέτει χωρίς ποτέ να της αποδοθούν τα δεδουλευμένα της. Η ίδια δηλώνει ότι η Διεύθυνση του οίκου ενοχλήθηκε, όταν άρχισε να ζητάει τα απαραίτητα για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, όπως καθαρά υποσέντονα, σαπούνι για τον καθαρισμό τους ή φαγητό για το οποίο οι ηλικιωμένοι εκλιπαρούσαν.
Η ίδια τονίζει πως ήδη από το 2009 προκύπταν στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στη μονάδα. «Από την αρχή λειτουργίας της δομής υπάρχουν καταγγελίες και τόσα εντάλματα. Όλο αυτό έχει μείνει στο συρτάρι, είναι ντροπή…Όσοι μιλήσαμε κυνηγηθήκαμε, περάσαμε ένα Γολγοθά 1,5 χρόνο τώρα. Το σοκαριστικό ήταν ότι ενώ βγήκαν πράγματα προς τα έξω, πολλοί άνθρωποι ενώ ξέρουν δεν μίλησαν και ενώ είχαν ανθρώπους του εκεί μέσα, εθελοτυφλούσαν εσκεμένα και άφησαν κάποιους λίγους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Αυτό για εμένα ήταν από τα πιο άσχημα που βίωσα».
Όπως τονίζει η ίδια την περίοδο που εργαζόταν στη δομή το προσωπικό ήταν ελάχιστο, μόλις 3 υπάλληλοι για 60 τρόφιμους, ενώ η διοίκηση της δομής και οι συνθήκες που είχε δημιουργήσει μέσα στη μονάδα δεν τους επέτρεπε να φροντίζουν τους ηλικιωμένους όπως θα έπρεπε. «Μας απομάκρυναν από κοντά τους, δεν μας άφηναν, τους κάπως ευαίσθητους βοηθούς νοσηλευτών μας απομάκρυναν από τους γέροντες μόνο και μόνο για να μην κλαίνε οι άνθρωποι και ζητούν βοήθεια. Δουλεύαμε σαν ρομπότ, μηχανικά μας έβαζαν οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός από το να ασχολούμαστε με τον άνθρωπο σαν άνθρωπο, με τις ανάγκες και την επικοινωνία που χρειάζονται. Παρακαλούσαν για λίγο νερό και περίμεναν ώρες μέχρι να βρούμε χρόνο να τους πάμε ένα ποτήρι νερό, έμεναν με τις ακαθαρσίες τους ώρες ολόκληρες είτε γιατί δεν είχαμε pampers, είτε γιατί δεν μπορούσαμε, είτε γιατί δεν μπορούσαμε να τους πάμε στην τουαλέτα εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε χρόνος, όλα γίνονταν γρήγορα, ειδικά η νυχτερινή βάρδια ήταν κόλαση, ένας νοσηλευτής για 60 τρόφιμους».
«Οι περισσότεροι ήταν ανήμποροι άνθρωποι, κατάκοιτοι. Είχαν και περιπατητικούς τους οποίους τους καθήλωναν, τους ακινητοποιούσαν για να μην είναι στα πόδια τους, για να μην τους ζαλίζουν, για να μπορούν να κάνουν την δουλειά τους τέλος πάντων, χωρίς να πρέπει να φροντίσουν και αυτούς. Τους αντιμετώπιζαν όπως τους άλλους με κατασταλτικά φάρμακα, καθηλωμένους σε αναπηρικά αμαξίδια δεμένους. πολλές φορές και πίσω στη μπάρα δεμένους ώστε να μην μπορεί το αμαξίδιο να φύγει γενικά στους διαδρόμους, στα δωμάτια, στους χώρους δεν υπήρχε άνθρωπος να κινείται αυτόνομα μόνος του, όλοι ήταν ακινητοποιημένοι», ανέφερε και τόνισε πως οι ηλικιωμένοι έφταναν υγιείς στην μονάδα και σε μία εβδομάδα άλλαζαν.
Όπως δήλωσε εργαζόμενοι στη δομή πήγαιναν να φτιάξουν τα σεντόνια στα κρεβάτια που ήταν ξαπλωμένοι οι ηλικιωμένοι και τα τίναζαν με τόση δύναμη που τους πετούσαν στο πάτωμα. «Τίναζαν τους ανθρώπους για να τους βάλουν λίγο πιο καλά και τα τίναζαν με τέτοια δύναμη και φόρα που έριχναν τους ανθρώπους κάτω. Αχ συγγνώμη μου έπεσες, καταλάθος έγινε αυτό. Φαίνεται πολύ καλά όταν κάνεις κάτι με πρόθεση και με αγάπη. Πολλές φορές άνοιγαν τα κεφάλια τους, έπεφταν άνθρωπο από τα χέρια μας από την ταχύτητα, ήμασταν υπό πίεση, έπρεπε να βγάλουμε πολλές δουλειές μέσα σε 8 ώρες».
«Πολλές φορές έβλεπα απόγνωση, τρόμο στα μάτια τους, μελαγχολία. Δεν θα ξεχάσω τα πεσμένα μάτια στο έδαφος, καρφωμένα στο πάτωμα, δεν κοιτιόντουσαν ούτε μεταξύ τους, δεν μιλούσε κανείς με κανέναν, ήταν άνθρωποι καταθλιπτικοί. Έρχονταν υγιείς και σε μια εβδομάδα δεν τους αναγνώριζα, έχαναν το χιούμορ, την όρεξη τους, άλλαζαν αμέσως. Έχω δει να φέρονται άσχημα στους ανθρώπους», ανέφερε.
Παράλληλα τόνισε πως οι κανόνες υγιεινής δεν τηρούνταν ούτε στο ελάχιστο παρά μόνο όταν επρόκειτο να γίνει έλεγχος στη δομή, ενώ προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτριες γνώριζαν εκ των προτέρων πότε θα γίνει έλεγχος. «Διεκδικούσα λίγο σαπούνι, τους έλεγα για τα σπασμένα αμαξίδια ότι είναι επικίνδυνα και έπρεπε να τα αλλάξουν. Ζητούσα υποσέντονα, λίγο αφρόλουτρο, ένα ξυραφάκι. Εγώ μπροστά στους συναδέλφους και τη διεύθυνση προσπαθούσα να διεκδικήσω τα αυτονόητα, τα πιο απλά, οι άνθρωποι έκλαιγαν και ζητούσαν μια πετσέτα καθαρή, στεγνή, το ατομικό τους σαπουνάκι. Δεν τα είχαμε αυτά. Γίνονταν έλεγχοι από το υγειονομικό, ήξεραν ότι θα έρθουν 2 μέρες νωρίτερα. Καθαρίζαμε, βγάζαμε έξω τα αντισηπτικά από την αποθήκη και αφού έφευγε ο έλεγχος βάζαμε τα αντισηπτικά πίσω. Αγοράζαμε μόνοι μας τις μάσκες», σημείωσε. «Καταρχάς και για τους ελέγχους που ακούστηκαν, έμπαινε το υγειονομικό και έβλεπε τους ανθρώπους να είναι έτσι. Γελοίο να λένε ότι γινόταν έλεγχοι αλλά δεν είχαν καταλάβει τίποτα ποτέ, όλοι οι άνθρωποι ζύγιζαν 30 κιλά περίπου, είχαν σαν μούμιες. Τα σώματα τους γεμάτα πληγές, είχαν ψείρες και κολλούσαμε και εμείς πολλές φορές. Γιατροί ανύπαρκτοι. Δύο φορές την εβδομάδα για 40 λεπτά για 60 τροφίμους», συνέχισε.
Η καταγγέλλουσα σημείωσε πως στα επισκεπτήρια η διοίκηση δεν τους άφηνε τους εργαζόμενους να έρθουν σε επαφή με τους συγγενείς, ενώ είχε φροντίσει να τους αλλάξουν σεντόνια και να είναι με κατεβασμένα μανίκια για να μη φαίνονται οι μώλωπες.
Μάλιστα όπως αποκάλυψε η πανδημία έφερε περισσότερη κακομεταχείρηση για τους ηλικιωμένους. «Υπήρχαν κάμερες παντού και έλεγχαν τους επισκέπτες, εμάς μην τυχόν και έχουμε επικοινωνία με τους γερόντους, έλεγχαν τα επισκεπτήρια. Ιδιαίτερα μετά τον κορωνοϊό είχαμε θέματα, δεν υπήρχαν επισκεπτήρια, ραντεβού, έγιναν όλα πιο απρόσωπα και τα θηρία έγιναν ακόμη πιο θηρία. Και είχαν και μια ευκολία του τύπου λείπουν οι γάτες χορεύουν τα ποντίκια».
«Λίγο πριν απολυθώ, γιατί δεν δέχτηκα να παραιτηθώ, ήθελαν να με διώξουν και με πρόφαση ότι δεν κάνω την δουλειά μου όπως πρέπει με έβαλαν και υπέγραψα το απόρρητο της δομής. Δεν έπρεπε ούτε στον άντρα σου ούτε στα παιδιά σου να μιλήσεις, να μην ξέρει κανείς τι γίνεται εκεί μέσα», ανέφερε η πρώην εργαζόμενη της δομής και συμπλήρωσε:
«Έμεινα μέχρι το τέλος όχι για τα 600ευρώ και το ταλαιπωρημένο αυτό 8ωρο αλλά για να υπηρετήσω τον συνάνθρωπο. Γιατί μπροστά μου κουμπώνονταν, δεν έκαναν αυτές τις θηριωδίες κρατιούνταν», σημείωσε η γυναίκα που ήταν από τους πρώτους που κατέθεσαν στον εισαγγελέα για την υπόθεση «με πόνο ψυχής», όπως λέει η ίδια και τονίζει πως δυσκολεύτηκε να φύγει από τη δομή αφού ένιωθε πως «μετά την απόλυσή μου, δεν υπήρχε άτομο να κρατηθούν από κάπου οι ηλικιωμένοι. Για μένα ήταν πολύ δύσκολο να φύγω από εκεί φοβόμουν, ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα».