Η ελληνική εκδοχή των «Μπόνι και Κλάιντ» είχε πρωταγωνιστές δυο αδέρφια


«Ο πατηρ Χριστοφιλέας, έκδοτος και έκφυλος από νεαράς ηλικίας, έχει τη φήμη απαίσιου ανθρώπου, χασισέμπορου, χασισοπότου, παιδεραστού και εκμεταλλευτού γυναικών και αποτελεί σπάνιαν εγκληματικήν φύσιν. Του αυτού ακριβώς φυράματος είναι και τα δυο του παιδιά, Ανδρέας και Κούλα. Το ηθικόν ξεχαρβάλωμα της οικογένειας αυτής είναι τοιούτον, ώστε μετά φρίκης αναγράφομεν την πληροφορίαν ότι ο πατέρας είχε αθεμίτους σχέσεις με την 17έτιδα κόρην του Κούλαν και με τον 24ετη υιον του Ανδρέαν, ο δε  Ανδρέας είχεν αθεμίτους σχέσης μετά της αδελφής του Κούλας»!

Ο οποιοσδήποτε διαβάζει το παραπάνω απόσπασμα από το ρεπορτάζ των εφημερίδων πίσω στο μακρινό 1929 μπορεί εύκολα να αντιληφθεί το σοκ που θα είχαν υποστεί οι… άμαθοι σε αυτά τα γεγονότα Αθηναίοι οι οποίοι έβλεπαν να εκτυλίσσεται μπροστά τους ένα πρωτοφανές αστυνομικό θρίλερ το οποίο μέχρι τότε στα μάτια τους θα φαινόταν κάτι σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Κι όμως. Η ιστορία της Κούλας και του Ανδρέα Χριστοφιλέα που έμειναν στην ιστορία ως η ελληνική εκδοχή των «Μπόνι και Κλάιντ» έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που την καθιστούν μια από τις συναρπαστικότερες που έχουν καταγραφεί ποτέ στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας και σίγουρα δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Η αρχή μιας θρυλικής αστυνομικής περιπέτειας

Σε αντίθεση με διάφορες άλλες αστυνομικές ιστορίες (εγχώριες ή μη) η συγκεκριμένη ξεκινάει με έναν μάλλον παράδοξο τρόπο. Πρωταγωνιστής είναι ο Ανδρέας Χριστοφιλέας ο οποίος (όπως περιέγραφαν οι εφημερίδες μετά τη σύλληψή του) είχε μια… φυσική ροπή στο έγκλημα αλλά δεν ήξερε πώς να την εκφράσει. Στην αρχή τουλάχιστον.

Έτσι, «υιοθετεί» το ψευδώνυμο Ροκαμβόλ (το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου, Ponson du Terrail) και αρχίζει να στέλνει εκβιαστικές επιστολές σε διάφορους παραλήπτες (βουλευτές, επιχειρηματίες κλπ) με την ελπίδα κάποιος από αυτούς να «τσιμπήσει» και να του στείλει λεφτά προκειμένου να μην τον… σκοτώσει! Τους διέτασσε, μάλιστα, εκτός από τα λεφτά που θα έδιναν στον ίδιο να δίνουν και λεφτά σε όλους τους επαίτες που θα έβρισκαν στο δρόμο τους κατά τη διάρκεια της ημέρας!

Όπως ήταν φυσικό κανείς δεν «τσίμπησε» στις απειλές. Κάποια από τα υποψήφια θύματα, μάλιστα, πήγαν και στην αστυνομία η οποία ξεκίνησε έρευνες για τον εντοπισμό του δράστη. Ένας από τους υπόπτους που προσήχθησαν ήταν και ο Ανδρέας Χριστοφιλέας αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού δεν προέκυψαν σε βάρος του αρκετά στοιχεία.

Με αυτά και με αυτά ο Χριστοφιλέας, αποφάσισε ν’ αλλάξει… πορεία στην εγκληματική του διαδρομή. Λίγους μήνες μετά μαζί με τον έναν φίλο του, τον Θανάση Ντούνη καταστρώνουν έναν άλλο σχέδιο. Βάζουν την ερωμένη του Ντούνη, Άννα, και την αδερφή του Χριστοφιλέα, Κούλα, να εμφανίζονται σε διάφορα σπίτια ως υπηρέτριες, χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα και μετά από λίγο καιρό, όταν πια θα είχαν αποκτήσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας, έκλεβαν από τα σπίτια χρήματα και τιμαλφή και εξαφανίζονταν.

Αυτό το σχέδιο απέδιδε στον Χριστοφιλέα σαφώς περισσότερα χρήματα απ΄ ότι το πρώτο αλλά και πάλι όχι τόσα όσα έπρεπε για να ικανοποιήσει τη δίψα του για το χρήμα και τη μεγάλη ζωή. Έχοντας αποκτήσει, πλέον, φήμη στον υπόκοσμο, πάει για το «μεγάλο κόλπο»

Η δράση της συμμορίας και η στυγερή δολοφονία

Ο Χριστοφιλέας αποφασίζει να απαγάγει τον Γιαννέτσο, έναν πλούσιο επιχειρηματία που διατηρούσε βουστάσια στην περιοχή των Αμπελοκήπων.

Με τα χρήματα που θα αποκόμιζε από την απαγωγή του επιχειρηματία, ο Ανδρέας «είχε σκοπόν να αγοράση ένα αυτοκίνητον [..] και να ληστεύη τους επιβάτας του διευθύνων ο ίδιος τούτο και εργαζόμενος εις την πιάτσαν. Επίσης […] είχε σκοπόν να διαπράττει με τη συμμορίαν του ληστείας, σταματών εις τους δρόμους εκτός των Αθηνών τα διερχόμενα αυτοκίνητα», έγραφε η εφημερίδα «Πρωΐα» την 1η Νοεμβρίου 1929, όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Ξεχασμένα Πρωτοσέλιδα. Ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία», εκδόσεις Polaris, ο δημοσιογράφος Γιάννης Ράγκος.

Σε μία από αυτές τις ληστρικές επιδρομές της συμμορίας, το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1929, έγινε το κακό. Ο Ανδρέας, η Κούλα και ο Φώτης Αναγνωστόπουλος, ο οποίος εμφανιζόταν ως εραστής της δεύτερης, επιβιβάστηκαν στο ταξί του Σταμ. Τσάγκα για να τους πάει σε κάποιο παραλιακό κέντρο, στην περιοχή της Βουλας. Όταν έφτασαν στην παραλία, ο Ανδρέας διέταξε τον Σταμ. Τσάγκα να βγει από το αυτοκίνητο και να απομακρυνθεί, αφήνοντας το αυτοκίνητο σε αυτούς. Ο οδηγός αντέδρασε και προσπάθησε να αμυνθεί βγάζοντας ένα μικρό περίστροφο που είχε μαζί του, όμως ο Ανδρέας πρόλαβε να τον πυροβολήσει πρώτος. Μαζί με τον Φώτη έβγαλαν το πτώμα από το αυτοκίνητο και το έσυραν ως τη θάλασσα. Φοβήθηκαν, ωστόσο, ότι θα γίνονταν αντιληπτοί από τους θαμώνες του κέντρου και το άφησαν στην ακροθαλασσιά, αφαιρώντας προηγουμένως το όπλο του θύματος και 17.000 δρχ. Μετά, με το αυτοκίνητο πήραν τον δρόμο προς το Χαρβάτι (σημερινή Παλλήνη), όπου το εγκατέλειψαν, όταν τελείωσε η βενζίνη.

Μετά την επίθεση αυτή, η φήμη τους μεγάλωσε. Με βάση καταθέσεις μαρτύρων η Κούλα περιγραφόταν στα ρεπορτάζ των εφημερίδων ως μια «νέα γυναίκα με κόκκινο καπέλο που σκοτώνει», ενώ ταυτόχρονα η δράση της ομάδας παραλληλίστηκε από τον ελληνικό Τύπο (με μια δόση υπερβολής, ασφαλώς) με αυτή των φημισμένων, τότε, Μπόνι Πάρκερ (BonnieParker) και Κλάϊντ Μπάροου (ClydeBarrow), που δρούσαν, την ίδια περίοδο, στις Η.Π.Α.

Περίπου τρεις μήνες αργότερα, η ομάδα Χριστοφιλέα πραγματοποίησε το τελευταίο της κτύπημα. Το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου, ο Ανδρέας, ο Θ. Ντούνης και η Κούλα επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί επί της οδού Ακαδημίας στην Αθήνα και ζήτησαν από τον οδηγό Κ. Νικηταρά να τους μεταφέρει στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα. Λίγο πριν το αυτοκίνητο φτάσει στον προορισμό του, ο Θ. Ντούνης κτύπησε με ένα λοστό, που έφεραν μαζί τους οι δράστες, τον ανυποψίαστο οδηγό με αποτέλεσμα αυτός να χάσει τις αισθήσεις του, το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει της πορείας του και να πέσει σε ένα δέντρο. Από τη σύγκρουση όλοι τα έχασαν και ζαλισμένοι προσπάθησαν να βγουν από το όχημα. Πρώτος απ όλους ο οδηγός ο οποίος κατάφερε να διαφύγει τρέχοντας παρά το γεγονός οι δράστες πυροβόλησαν εναντίον. Στη συνέχεια πήγε στην αστυνομία όπου και έδωσε λεπτομερή κατάθεση.

Η εξάρθρωση με τη βοήθεια ενός… ονείρου και οι καυτές πτυχές

Πιθανότατα η δράση της συμμορίας θα συνεχιζόταν για καιρό ακόμα, ωστόσο, ένα… όνειρο στάθηκε η αφορμή, ώστε, ν’ αρχίσει το «ξήλωμα».

Ξημερώματα της 23ης Οκτωβρίου, η συγκάτοικος των αδελφών Χριστοφιλέα Π. Μασουρίδου (η οποία φερόταν να είναι ερωμένη του πατέρα Χριστοφιλέα) άκουσε την Κούλα να παραληρεί στον ύπνο της. Έντρομη την ξύπνησε και την ρώτησε τι συμβαίνει. Αυτή «αφού εκύτταξε και είδε πως δεν ήταν κανένας έξω από το σπίτι, μου είπεν ότι αυτοί εσκότωσαν τον Τσάγκα εις την Βούλα, ότι ο Ανδρέας ήταν ο νέος με τις ‘κολλαρίνες’ και αυτή η γυναίκα με το κόκκινο καπέλο, που γράφανε οι εφημερίδες» (κατάθεση Π. Μασουρίδου στο Κακουργιοδικείο Πειραιά – 14 Μαΐου 1931).

Η Π. Μασουρίδου, φοβήθηκε πως μετά από αυτές τις αποκαλύψεις κινδύνευε η ζωή της και προσέτρεξε στην αστυνομία για να αναφέρει όσα είχε μάθει. Αμέσως, αστυνομικά όργανα κινητοποιήθηκαν, αλλά εν τω μεταξύ ο Ανδρέας και η Κούλα είχαν σπεύσει να εξαφανιστούν.

Αρχικά τ’ αδέρφια κατάφεραν να διαφύγουν και χωρίς ν’ χάσουν χρόνο έβαλαν σε εφαρμογή το επόμενο σχέδιο τους. Ο κλοιός, ωστόσο, είχε στενέψει γύρω τους και έτσι λίγες ημέρες αργότερα έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας.

Από το σημείο εκείνο και έπειτα, τα αδέρφια και κυρίως η προσωπική τους ζωή ήταν σχεδόν καθημερινά στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων με τους… άμαθους αναγνώστες να διαβάζουν φοβερές και τρομερές λεπτομέρειες όπως ότι ο πατέρας Χριστοφιλέας κακοποιούσε σεξουαλικά τα παιδιά του τα οποία, ωστόσο, είχαν και μεταξύ τους σεξουαλικές σχέσεις!

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει και η Κούλα γίνεται… ρεμπέτικο τραγούδι!

Η δίκη για τη δράση της ομάδας Χριστοφιλέα («της σπείρας Χριστοφιλέα», σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής) πραγματοποιήθηκε από τις 13-16 Μαΐου 1931 στο Κακουργιοδικείου Πειραιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατηγορούμενοι μεταφέρονταν από τις φυλακές στο δικαστικό μέγαρο με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο!

Ο Ανδρέας και η Κούλα Χριστοφιλέα, καθώς επίσης και ο Θ. Ντούνης καταδικάστηκαν στην ποινή των δις ισοβίων δεσμών για τη ληστεία μετά φόνου του Σταμ. Τσάγκα και την απόπειρα φόνου μετά ληστείας του Κ. Νικηταρά.

Στις 13 Αυγούστου 1941 η Κούλα αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ, εκμεταλλευόμενη το διάταγμα που είχε εκδώσει στις 30 Μαΐου του ίδιου έτους η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Γ. Τσολάκογλου «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος».

Αντίθετα για τον Ανδρέα τα στοιχεία παραμένουν νεφελώδη. Μετά την καταδίκη του μεταφέρθηκε στις φυλακές Χανίων. Εκεί έγραψε κάποια μυθιστορήματα ενώ κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του όταν τον μαχαίρωσε ένας συγκρατούμενός του. Λέγεται πως ο Χριστοφιλέας κατάφερε να αποδράσει  και να εξαφανιστεί κατά τη διάρκειας της Μάχης της Κρήτης, ωστόσο, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ.



agrinio24.gr