Η «κλαίουσα χήρα» που έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στον κόσμο


Όταν η Τζασίντα Άρντερν εξελέγη αρχηγός του Εργατικού Κόμματος στη Νέα Ζηλανδία, το 2017, μια από τις πρώτες ερωτήσεις που έπρεπε να απαντήσει είναι αν, στα 37 της χρόνια ως παντρεμένη μητέρα, θα ήταν σε θέση να κερδίσει στις γενικές εκλογές και πώς μπορεί να συνδυαστεί η καριέρα με την μητρότητα.

«Είναι εντελώς απαράδεκτο το 2017 ότι οι γυναίκες θα πρέπει να απαντήσουν σε μια τέτοια ερώτηση στον χώρο εργασίας τους. Η επιλογή να έχουν παιδιά είναι δικαίωμα των γυναικών. Είναι δυνατόν το γεγονός αυτό να καθορίζει αν η γυναίκα θα πάρει μια δουλειά ή όχι;» απάντησε η Άρντερν.

Από την άλλη μεριά, η Άνγκελα Μέρκελ, η σιδηρά κυρία της Γερμανίας και για κάποιους η ισχυρότερη γυναίκα στον κόσμο έχει περάσει την πολιτική της σταδιοδρομία προσπαθώντας να βάλει στην άκρη το φύλο της και η αλήθεια είναι ότι δεν τα έχει πάει κι άσχημα.

Σήμερα οι γυναίκες πρόεδροι κρατών και αρχηγοί κυβερνήσεων δεν πάσχουν από την «μοναξιά» που ένιωθε η Σιρίμαβο Μπανταρανάικε, ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στον κόσμο.

Στις 21 Ιουλίου 1960 η Σιρίμαβο Μπανταρανάικε, ορκίζεται πρωθυπουργός της Κεϋλάνης ή όπως ονομάστηκε αργότερα, Σρι Λάνκα. Αν και αρχάρια στην πολιτική, το όνομα τής Σιρίμαβο Μπανταρανάικε θα μείνει στην ιστορία.

Η ιστορία της πρώτης γυναίκας πρωθυπουργού στον κόσμο

Το 1940, η 24χρονη Σιρίμα παντρεύεται τον Σολομώντα Μπανταρανάικε. Μαζί θα αποκτήσουν τρία παιδιά. Οχτώ χρόνια αργότερα, το 1948 όταν η Κεϋλάνη ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία, ο Μπανταρανάικε εκλέγεται βουλευτής με το Ενωμένο Εθνικό Κόμμα, το οποίο κέρδισε τις εκλογές, και έγινε υπουργός Υγείας. Γρήγορα όμως διαφώνησε με το κόμμα, παραιτήθηκε και το 1952 ίδρυσε το Κόμμα της Ελευθερίας, για να διαφωνήσει όμως και με αυτό και τελικά να σχηματίσει το Ενωμένο Μέτωπο του Λαού (συμμαχία εθνικών και σοσιαλιστικών κομμάτων) με το οποίο ο Μπανταρανάικε κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία τις εκλογές του 1956 και έγινε πρωθυπουργός της χώρας.

Ο Μπανταρανάικε δεν πρόλαβε να χαρεί για πολύ τη δόξα του. Τον Σεπτεμβρίου 1959 ένας αντιφρονών βουδιστής μοναχός τον πυροβόλησε και ο Μπανταρανάικε πέθανε.

Ως εκείνη τη στιγμή η Σιρίμα ουδεμία σχέση είχε με την πολιτική. Ωστόσο, μετά τη δολοφονία του συζύγου της, τα πράγματα άλλαξαν. Η μέχρι πρότινος συνεσταλμένη σύζυγος και μητέρα αποφάσισε να μπει δυναμικά και στον πολιτικό στίβο. Θα έκανε όσα εκείνα είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του ο σύζυγός της και δεν πρόλαβε να τα υλοποιήσει. Και γιατί όχι,  ακόμα περισσότερα.

Η Σιρίμα, απέκτησε κι ένα «βο» στο όνομά της που δηλώνει έκφραση σεβασμού. Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας, απευθυνόμενη στα πλήθη, υποσχόταν με δάκρυα στα μάτια ότι θα συνεχίσει το έργο του συζύγου της. Αυτό το συνεχές προεκλογικό μοιρολόι τής έδωσε την προσωνυμία η «κλαίουσα χήρα». Μόλις όμως κέρδισε τις εκλογές του 1960 και έγινε πρωθυπουργός, η Σιρίμαβο Μπανταρανάικε έκοψε τους θρήνους και ανέλαβε αποφασιστικά την διακυβέρνηση της χώρας.

Ήταν η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που αναδείχθηκε πρωθυπουργός, έξι ολόκληρα χρόνια προτού η Ίντιρα Γκάντι εκλεγεί πρωθυπουργός της Ινδίας.

H Σιρίμαβο Μπανταρανάικε συνέχισε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του συζύγου της: σοσιαλιστική οικονομική πολιτική, ουδετερότητα στις διεθνείς σχέσεις, αντικατάσταση της αγγλικής γλώσσας με τη γλώσσα των Σινχάλα, που αποτελούσαν την πλειονότητα (72%) του πληθυσμού. Δεν έμεινε όμως μόνο σε αυτά. Ήθελε να αφήσει και το δικό της στίγμα στην πολιτική ζωή και τα κατάφερε.

Η Σιρίμαβο πήρε τις δικές της πρωτοβουλίες: εθνικοποίησε τις ξένες εταιρείες πετρελαίου, και τον κρατικό προϋπολογισμό τον διαχειρίζονταν πλέον η κρατική Τράπεζα της Κεϋλάνης και η νέα Τράπεζα του Λαού. Οι αγγλικές στρατιωτικές βάσεις, με φιλική συμφωνία, απομακρύνθηκαν από τη χώρα και η αμερικανική βοήθεια αντικαταστάθηκε από τη σοβιετική, κυρίως για προγράμματα εκβιομηχάνισης. Επίσης, ενώ δόθηκε μεγάλη βαρύτητα στην εκπαίδευση, οι μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν ευνόησαν τους βουδιστές Σινχάλα, αγνοώντας εντελώς τους ινδουιστές Ταμίλ, της μεγαλύτερης μειονότητας (21% του πληθυσμού), που κατοικούσαν στο βορειοανατολικό τμήμα της Κεϋλάνης.

Οι σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις της Μπανταρανάικε προσέκρουσαν στις αντιρρήσεις των βουδιστών της δεξιάς πτέρυγας του κόμματός της, οι οποίοι έπαψαν να στηρίζουν την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση έπεσε το 1964 και στις επόμενες εκλογές το κόμμα της Μπανταρανάικε γνώρισε παταγώδη ήττα, παρ’ ότι η ίδια εκλέχθηκε βουλευτής.

Στις εκλογές του 1970, η μαχητική Σιρίμαβο Μπανταρανάικε επικεφαλής του Ενωμένου Αριστερού Μετώπου, πέτυχε σαρωτική νίκη επί των αντιπάλων της, κάτι που την βοηθούσε να επιβάλει τα μεταρρυθμιστικά της σχέδια: εθνικοποίησε ιδιωτικές εταιρείες, προχώρησε σε αναδασμό της γης, διέταξε την αμερικανική ειρηνευτική δύναμη να εγκαταλείψει τη χώρα και έκλεισε την πρεσβεία του Ισραήλ.

Ωστόσο ο ρυθμός των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων της Μπανταρανάικε θεωρήθηκε πολύ αργός από τους ακροαριστερούς οπαδούς του Μετώπου Λαϊκής Απελευθέρωσης, οι οποίοι εξεγέρθηκαν το 1971 εναντίον της κυβέρνησης. H Μπανταρανάικε δεν δίστασε να στείλει εναντίον τους τον στρατό και λέγεται ότι γύρω στους 20.000 ανθρώπους σκοτώθηκαν.

Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της άλλαξε το όνομα της χώρας από Κεϋλάνη σε Σρι Λάνκα (1972) και θέσπισε νέο Σύνταγμα, εθνικοποίησε όλες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα σχολεία – ακόμη και τα θρησκευτικά -, τις εφημερίδες και απαγόρευσε τις εισαγωγές των περισσοτέρων αγαθών. Επίσης καθιέρωσε ως επίσημη θρησκεία του κράτους τον βουδισμό.

Το 1980, το Κοινοβούλιο κατηγόρησε τη Μπανταρανάικε για κατάχρηση εξουσίας όταν ήταν πρωθυπουργός και της αφαίρεσε τα πολιτικά της δικαιώματα για επτά χρόνια.

Στο μεταξύ η Σρι Λάνκα σπαρασσόταν από τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους Ταμίλ, οι οποίοι είχαν αρχίσει τον ένοπλο αγώνα εναντίον της παντοδυναμίας των Σινχάλα. Το 1987 η Ινδία έστειλε στρατιωτικές δυνάμεις για να αποκαταστήσουν την ειρήνη, αλλά η Μπανταρανάικε, η οποία είχε ανακτήσει τα πολιτικά της δικαιώματα, εναντιώθηκε σθεναρά στην ινδική επέμβαση.

Παρά τα 72 της χρόνια, η Μπανταρανάικε επέστρεψε στον πολιτικό στίβο το 1988, διεκδικώντας την προεδρία, η οποία είχε αναβαθμιστεί: ο πρόεδρος της Σρι Λάνκα συγκέντρωνε πλέον στα χέρια του όλες σχεδόν τις εξουσίες αυτής της Δημοκρατίας, σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό, του οποίου η θέση ήταν απλώς τιμητική. Η Μπανταρανάικε έχασε τις εκλογές, αν και με πολύ μικρή διαφορά.

Πέθανε αφού ψήφισε στις προεδρικές εκλογές

Πάσχοντας από διαβήτη και καθηλωμένη σε αναπηρική πολυθρόνα, η Σιρίμαβο είδε τις πολιτικές τύχες της οικογενείας της να παίρνουν θετική τροπή το 1994, όταν η κόρη της Τσαντρίκα Κουμαρατούνγκα εκλέχθηκε πρόεδρος της Σρι Λάνκα και πρόσφερε το τιμητικό αξίωμα της πρωθυπουργίας της χώρας στη μητέρα της. Από την άλλη, ο γιος της Σιρίμαβο, ο Ανούρα, δυσαρεστημένος από τη νίκη της αδελφής του, συντάχθηκε με την αντιπολίτευση. Το μοναδικό παιδί της Σιρίμαβο που δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την πολιτική είναι η πρωτότοκη κόρη της Σουνέτχρα.

H Σιρίμαβο Μπανταρανάικε πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 2000 σε ηλικία 84 ετών. Προηγουμένως πρόλαβε να ψηφίσει στις προεδρικές εκλογές. Επιστρέφοντας από το εκλογικό τμήμα στο σπίτι της, η Μπανταρανάικε υπέστη καρδιακή εμβολή και κατέληξε, χωρίς να προλάβει να δει την κόρη της να επανεκλέγεται στο ύψιστο αξίωμα της χώρας.

Η είδηση του θανάτου της Μπανταρανάικε έσκασε σαν βόμβα καθώς οι κάτοικοι της χώρας προσέρχονταν στα εκλογικά κέντρα για να ψηφίσουν.



agrinio24.eu