Η «μάνα» του ελληνικού κινηματογράφου δεν απέκτησε παιδιά και πέθανε ξεχασμένη
Μαζί με την Ελένη Ζαφειρίου είναι οι δύο ηθοποιοί που ταυτίστηκαν όσο άλλες με το ρόλο της μάνας, στον ελληνικό κινηματογράφο. Η Ελένη Ζαφειρίου ήταν κυρίως πρωταγωνίστρια σε δραματικές ιστορίες, πότε η φτωχή μάνα που δίνει αγώνα για να μεγαλώσει τα παιδιά της, πότε χαροκαμένη, πότε χήρα, σίγουρα στο μυαλό όλων ήταν η στοργική μάνα του ελληνικού κινηματογράφου.
Η Μαίρη Μεταξά, από την άλλη, ήταν το αντίπαλο δέος, αλλά σε κωμικούς κυρίως ρόλους. Ήταν η τσαούσα μάνα, η Πολίτισσα, η πληθωρική, η κακιά πεθερά που έβαζε τη μύτη της παντού. Ήταν ακόμη, η υπερπροστατευτική μάνα, κυρίως του Κώστα Βουτσά, με τον οποίο αποτέλεσαν ένα αχτύπητο και άκρως απολαυστικό δίδυμο.
Ενδεχομένως, το όνομα της να μη λέει κάτι με τη μία, όμως, δεν υπάρχει κανείς που να μην την αναγνωρίσει μόλις τη δει. Άλλωστε, με την πληθωρική της παρουσία και το αστείρευτο ταλέντο της, κατάφερε κι εκείνη να βάλει το μικρό της λιθαράκι στην «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου. Κατάφερε, όμως, να γίνει και η αγαπημένη του κοινού (και ας μοιάζει με αντίφαση το να μην γνωρίζουν όλοι το όνομά της) και να ταυτιστούν μαζί της πολλές Ελληνίδες μανάδες, της εποχής εκείνης.
Και να φανταστεί κανείς πως η Μαίρη Μεταξά δεν απέκτησε παιδιά, μα ούτε και παντρεύτηκε ποτέ.
Η μπαλαρίνα που κατέκτησε σε μεγάλη ηλικία τον κινηματογράφο
Το 1910 ή 1912 (δεν είναι ακριβής η χρονολογία γέννησής της) στη Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία τότε) είδε το πρώτο φως η Μαίρη Μεταξά. Γεννήθηκε σε μεγαλοαστική οικογένεια, που πρόσφερε τα πάντα στην κόρη της, καθώς και την ανατροφή και μόρφωση που άρμοζε στην τάξη τους. Και μέσα σε αυτά ήταν και το μπαλέτο, το οποίο η μικρή αγάπησε με την πρώτη επαφή.
Έτσι, μοιραία να ήθελε από παιδί να γίνει μια μέρα μπαλαρίνα. Αλλά και να ασχοληθεί με το θέαμα γενικότερα. Και μπορεί να μεγάλωνε στα πούπουλα, όμως, ήταν εργατική και προσηλωμένη στο στόχο της. Πάλευε για όσα κατακτούσε και δεν περίμεναν να της έρθουν από μόνα. Είχε, όμως και υπομονή. Και αυτή η υπομονή αποδείχθηκε σοφή, μιας και για την πρώτη της επαφή με το μεγάλο πανί, χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια.
Μέχρι τότε, ασχολείτο με το μπαλέτο, χορεύοντας ως μπαλαρίνα σε οπερέτες. Μάλιστα, ήταν τόσο ταλαντούχα που έγινε γνωστή στους κόλπους του μουσικού θεάτρου της εποχής. Και μέσα από την επαφή αυτή, ήρθε στη ζωή της και το θέατρο.
Η Μαίρη Μεταξά ανέβηκε στο σανίδι και σύντομα αναγνωρίστηκε το ταλέντο της. Οι συνεργασίες διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ συμμετείχε κυρίως σε κωμικές παραστάσεις. Κι ενώ η επιτυχία της στο θέατρο χτιζόταν, από τον κινηματογράφο δεν υπήρχε καμία απόκριση. Η κρούση στην ηθοποιό ήρθε πολλά χρόνια μετά κι ενώ εκείνη ήταν σε μεγάλη ηλικία, όπως είχε συμβεί δηλαδή και με την Γεωργία Βασιλειάδου.
Αλλά αν το ταλέντο δε μπορεί κανείς να το «μυριστεί» εύκολα, δεν γίνεται να μην το αναγνωρίσει. Και από την πρώτη της εμφάνιση στο μεγάλο πανί όλοι κατάλαβαν ότι είχαν αφήσει ένα «διαμάντι» ανεκμετάλλευτο. Το 1958, ο Φιλοποίμην Φίνος της πρόσφερε το πρώτο της συμβόλαιο για την ταινία «Η Κυρά μας η μαμή». Και κάνει αίσθηση ως η απελπισμένη χωριάτισσα που φέρνει το μωρό της για να το κάνει καλά η μαμή Γεωργία Βασιλειάδου.
Αυτό ήταν. Οι μέχρι τότε – άγνωστο γιατί – ερμητικά κλειστές πόρτες του σινεμά άνοιξαν για να περάσει το κατώφλι και η Μαίρη Μεταξά. Και σα να ήθελαν να την «ανταμείψουν» που δεν την είχαν δει πρωτύτερα, οι προτάσεις για ταινίες «έπεφταν» βροχή. Η μεγάλη αναγνώριση, όμως, έρχεται λίγα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν ο Γιάννης Δαλιανίδης την θέλει κοντά του, δίνοντάς της μία σειρά ρόλων, που την καθιερώνουν ως μία απόλυτα κωμική ηθοποιό. Αλλά κυρίως, την καθιερώνουν ως «μάνα» του ελληνικού κινηματογράφου.
Στη «Νύχτα γάμου» το 1967, υποδύεται την Κωνσταντινουπολίτισσα μητέρα του Κώστα Βουτσά και είναι μία από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές της. Αλλά και ως Πολυξένη Κοπέογλου στην ταινία «Το Ανθρωπάκι» καταφέρνει να μείνει ως ένας από τους λατρεμένους κινηματογραφικούς χαρακτήρες. Με τον Κώστα Βουτσά αποτελούν ένα από τα αγαπημένα δίδυμα του πανιού στους ρόλους «μάνας και γιου».
Μάλιστα, ήταν τόσο ταιριαστοί μεταξύ τους, που τότε πολλοί πίστευαν ότι ήταν και στην πραγματικότητα μητέρα και γιος. Και μπορεί τους δυο να μην τους έδεναν δεσμοί αίματος, όμως, ήταν πολύ αγαπημένοι και η κινηματογραφική τους σχέση είχε περάσει και στη ζωή.
Ο μοναχικός θάνατος της «μάνας»
Μπορεί να έμεινε στη συνείδηση όλων ως η «Ελληνίδα μάνα» του κινηματογράφου, όμως, η Μαίρη Μεταξά δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Ούτε και παντρεύτηκε. Όσοι την γνώριζαν από κοντά, είχαν να λένε για το πόσο ευγενική και καλή ήταν. Βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη. Όμως, όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, δεν άργησε να ξεχαστεί. Όπως συμβαίνει, άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις.
Τα προβλήματα υγείας που την ταλαιπωρούσαν, την έκαναν να πάρει την απόφαση να αποσυρθεί. Όσο διάστημα απείχε, την είχαν ξεχάσει όλοι. Μόνο ο «γιος» της ο Κώστας Βουτσάς ήταν εκεί για να τη βοηθάει, όποτε μπορούσε.
Τον Ιανουάριο του 1987, η δεινή καπνίστρια Μαίρη Μεταξά εισήχθη εσπευσμένα στο Σισμανόγλειο με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, καθώς έπασχε από χρόνια αποφρακτική ανεπάρκεια. Δίπλα της τις μέρες που νοσηλευόταν ήταν ο «γιος» της, ο Κώστας Βουτσάς. Τα έξοδα της νοσηλείας της αλλά και η κηδεία της καλύφθηκαν με δαπάνη του Ταμείου Αλληλοβοήθειας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μιας και κανένας συγγενής της δεν εμφανίστηκε. Κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά αν είχε απομείνει τότε κάποιος στη ζωή ή δεν είχαν σχέσεις.
Το φευγιό της «μάνας» ήταν μοναχικό. Το τελευταίο «αντίο» εκτός από μοναχικό ήταν και εξοργιστικό. Και τα είχε πει τότε, όλα με μία φράση ο Αρτέμης Μάτσας, στον επικήδειο που εκφώνησε. «Έφυγες τυλιγμένη στη μοναξιά. Αλλά ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις». Η Μαίρη Μεταξά φαίνεται πως δεν ήταν των δημοσίων σχέσεων. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσεις ότι στην κηδεία της είχαν πάει ελάχιστοι συνάδελφοί της;
Μια χούφτα άνθρωποι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία. Ένα μοναχικό φινάλε που δεν ταίριαζε σε μία «μαμά».