Οι μυστικοί θησαυροί που κρύβει το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
Αφήνοντας πίσω την κεντρική πύλη προτομές και μικροί ναοί προβάλουν πάνω από τα μνήματα εκείνων που «κοιμούνται» αιώνια. Οι λιτές μαρμάρινες πλάκες και οι απλές επιγραφές εδώ μοιάζουν να είναι μειοψηφία, δίνοντας την θέση τους σε εντυπωσιακά δημιουργήματα που κάθε άλλο παρά νεκροταφείο θυμίζουν.
Το παλαιότερο κοιμητήριο της Αθήνας, δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Και όχι γιατί είναι το παλαιότερο, αλλά γιατί οι τάφοι του θυμίζουν περισσότερο έργα τέχνης, παρά συνηθισμένους τάφους. Ο κλασικός σταυρός στις περισσότερες περιπτώσεις λείπει, έχοντας αντικατασταθεί από εκπληκτικά έργα τέχνης ταλαντούχων και φημισμένων καλλιτεχνών.
Ένα υπαίθριο μουσείο, έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στο τέλος της οδού Αναπαύσεως και νότια του Παναθηναϊκού Σταδίου, στην περιοχή του Μετς, καθώς στο χώρο του φιλοξενείται η μεγαλύτερη, υπαίθρια παρακαταθήκη γλυπτών στη χώρα, με μεγάλης αξίας έργα σπουδαίων καλλιτεχνών.
Δημιουργήθηκε μετά από το Βασιλικό Διάταγμα «Περί των νεκροταφείων και του ενταφιασμού των νεκρών» και αποτέλεσε τον πρώτο χώρο ταφής της νεοσύστατης πρωτεύουσας του Ελληνικού κράτους.
Η τοποθεσία του αρκετά «στρατηγική» καθώς εντοπίζεται πίσω από το παλάτι και συνδέεται, έτσι, με την εξουσία. Τα πρώτα έργα για τον «καλλωπισμό» του χώρου πραγματοποιήθηκαν το 1841, φτάνοντας σήμερα να μετρά περισσότερα από 12.000 μνήματα και 700 γλυπτά, έργα τέχνης που αξίζει κανείς να θαυμάσει από κοντά.
Πρόκειται για το σημείο όπου τάφηκαν οι σημαντικότεροι Έλληνες του προηγούμενου αιώνα: Αγωνιστές της Επανάστασης του ’21, κάτοικοι της πόλης από την εποχή του Όθωνα, πολιτικοί και ευεργέτες, ηθοποιοί και τραγουδιστές, συγγραφείς και λογοτέχνες, άνθρωποι που έβαλαν το λιθαράκι τους για την δημιουργία της σύγχρονης ιστορίας όχι μόνο της πόλης, αλλά και ολόκληρης της χώρας.
Αγγίζοντας σήμερα, περίπου, τα 1.000 έργα, στο σύνολό τους έχουν φιλοτεχνηθεί από 108 γλύπτες ανάμεσα στους οποίους σπουδαίοι καλλιτέχνες του 19ου και 20ου αιώνα, τα οποία κανείς μπορεί να παρατηρήσει εντελώς δωρεάν!
Συγκεκριμένα, ο γλύπτης Θ. Θωμόπουλος έγραψε για το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών το 1905 ότι «Σε αυτό περικλείεται πάσα η κίνηση της νεωτέρας γλυπτικής». Στην υπαίθρια γλυπτοθήκη του, λοιπόν, κανείς μπορεί να παρατηρήσει έργα των Γιαννούλη Χαλεπά, Δημητρίου Φιλιππότη, Κώστα Βαλσάμη, Γιώργου Μπονάνου κ.α.
Κάποια από τα πιο «διάσημα» γλυπτά του
Αδιαμφισβήτητα το πιο διάσημο γλυπτό από τα έργα που θα συναντήσει κανείς στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών δεν είναι άλλο από την «Κοιμωμένη του Χαλεπά» –ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της νεοελληνικής γλυπτικής– το οποίο κοσμεί τον τάφο της 18χρονης Σοφίας Αφεντάκη. Για τον πρόωρο χαμό της υπάρχουν δύο εικασίες: η μία θέλει τη νεαρή κοπέλα να ερωτεύεται κατά την διάρκεια ενός ταξιδιού στη Νάπολη έναν τενόρο, ένας έρωτας «απαγορευμένος» για την οικογένειά της που την ώθησε να κόψει μόνη της το νήμα της ζωή της και η δεύτερη θέλει την 18χρονη να φεύγει από την ζωή νικημένη από τη φυματίωση. Ο σπουδαίος γλύπτης φιλοτέχνησε το συγκεκριμένο έργο μετά από παραγγελία της οικογένειας της κοπέλας το 1877. Στο έργο η «Κοιμωμένη» παρουσιάζεται με λυγισμένα χέρια πόδια και ανέμελα μαλλιά, ξαπλωμένη και να κοιμάται βαθιά. Το γεγονός ότι κρατάει έναν σταυρό στα χέρια της αποτελεί και το μοναδικό στοιχείο ότι πρόκειται για νεκρή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, και ο τάφος του Ερρίκου Σλήμαν (1822-1890), του ερευνητή που ανακάλυψε το θησαυρό της αρχαίας Τροίας, σε σχέδια του φίλου και συνεργάτη του Γερμανού, πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλερ, ο οποίος επηρέασε την εικόνα της Αθήνας όσο κανείς άλλος, προσφέροντάς της πραγματικά «στολίδια» σημεία αναφοράς για την αρχιτεκτονική της πόλης και σταθερές αξίες στο πέρασμα του χρόνου. Πρόκειται για έναν τάφο- μαυσωλείο, που δίνει την εντύπωση αρχαίου, ελληνικού ναού, ο οποίος είναι διακοσμημένος με διάφορες σκηνές από στιγμιότυπα των μαχών του Τρωικού πολέμου.
Από τους πιο εντυπωσιακούς, επίσης, και εκείνος του Γεωργίου Αβέρωφ, σχεδιασμένος από τον Γεώργιο Βιτάλη και φιλοτεχνημένος από τον Δημήτριο Φιλιππότη. Σε αυτόν ο εθνικός ευεργέτης απεικονίζεται καθιστός σε ένα υψηλό βάθρο, διακοσμημένο με τέσσερα λιοντάρια.
Ο «θρηνώδης άγγελος» του Ιωάννη Βιτσάρη (1844-1892), ένα από τα πέντε δείγματα της δουλειάς του «παρεξηγημένου» γλύπτη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, που κοσμεί τον τάφο της οικογένειας Νικολάου Κουμέλη απεικονίζει τον βουβό πόνο με τον χαλαρή μορφή του αγγέλου να είναι γερμένος πάνω στον τάφο, μισοτυλιγμένος με ένα σεντόνι και χαλαρά σταυρωμένα πόδια. Μάλιστα το συγκεκριμένο έργο του Βιτσάρη υμνήθηκε από Βιζυηνό και άλλους λόγιους για την ιδανική και πιο πιστή, σύμφωνα με τα κλασικιστικά ιδεώδη, απεικόνιση του υπέρτατου πόνου
Ο ρυθμός των μνημείων και οι επιρροές των καλλιτεχνών
Τα περισσότερα από τα μνημεία που συναντώνται στο Πρώτο Νεκροταφείο χαρακτηρίζονται για το ρομαντικό- κλασικιστικό ύφος τους, με την πλειοψηφία τους να παρουσιάζει έντονα στοιχεία της κλασικής αρχιτεκτονικής. Δεν είναι λίγες, μάλιστα, και οι φορές που υπάρχουν ακόμη και αντίγραφα μνημείων της αρχαιότητας, όπως εκείνο του Λυσικράτη στην Πλάκα που κοσμεί το μνήμα της οικογένειας Καραπάνου.
Δεν είναι λίγα, ωστόσο, εκείνα τα έργα που εμπνέονται από την αιγυπτιακή τέχνη, αναπαριστώντας σφίγγες και σαρκοφάγους, όπως το μνήμα του Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο μεγάλος ευεργέτης ήταν ο πρώτος Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια και στο μνήμα του στέκει η στήλη με τον ανδριάντα του και εκατέρωθεν δύο σφίγγες.
Άλλα μνημεία παρουσιάζουν επιρροές από τον γοτθικό και τον βυζαντινό ρυθμό, αλλά και στοιχεία διαφόρων ρυθμών, όταν η αρχιτεκτονική αρχίζει να διακρίνεται για τις εκλεκτικιστικές της τάσεις.
Οι τεχνίτες που δημιούργησαν τους τάφους ήταν κυρίως Τηνιακοί, ενώ ως επί το πλείστον, και μετά από παραγγελία των εύπορων πελατών τους, χρησιμοποιούσαν σε αποκλειστικότητα το πεντελικό μάρμαρο για την κατασκευή τους.
Η «αρχαιότερη γλυπτική στον κόσμο», όπως αποκαλείται χαρακτηριστικά η ταφική γλυπτική, αποτελεί μια τέχνη η οποία χρησιμοποιείται για έναν συγκεκριμένο, και κυρίως πρακτικό, λόγο. Εκτός του ότι εφαρμόζεται για την δημιουργία διακοσμητικών έργων τέχνης πάνω στους τάφους των αποθανόντων, χρησιμοποιείται και ως ένα είδος αναγνωριστικού χαρακτηριστικού του εκάστοτε τάφου, αλλά και ένα δώρο των συγγενών προς τον αποθανόντα, ως ένδειξη τιμής της μνήμης τους.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της γλυπτικής, λοιπόν, φαίνεται ότι τις περισσότερες φορές αναφέρονται στο αρχαίο ελληνικό ιδεώδες, ακολουθώντας τις κλασικιστικές τάσεις και επιρροές.
Μια επίσκεψη εδώ, λοιπόν, αν και ακούγεται πολύ μακάβρια, αποτελεί σίγουρα μοναδική και εντυπωσιακή εμπειρία, καθώς το νεκροταφείο δίνει την εικόνα κατάφυτου κήπου γεμάτου με πεύκα και κυπαρίσσια, ανάμεσα στα οποία ξεπροβάλλουν ιδιαίτερα έργα της γλυπτικής τέχνης. Η συγκεκριμένη προτροπή, άλλωστε, πραγματοποιείται ήδη από το 1840, καθώς το Πρώτο Νεκροταφείο συμπεριλαμβάνεται στους ταξιδιωτικούς οδηγούς της εποχής, χαρακτηριζόμενο ως μία υπαίθρια γλυπτοθήκη της Αθήνας.