Ιστορικό ρεκόρ υψηλής θερμοκρασίας στην Ανταρκτική



Η Aνταρκτική περιέχει το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων γλυκού νερού με τη μορφή χιονιού και πάγου. Η τήξη του συνόλου των πάγων θα σημάνει την άνοδο της στάθμης των θαλασσών κατά 50 με 60 μέτρα.

Θερμοκρασίες που υπερβαίνουν τους 20 βαθμούς Κελσίου κατέγραψαν στις 9 Φεβρουαρίου Βραζιλιάνοι επιστήμονες στην Ανταρκτική, για πρώτη φορά στα χρονικά, ενισχύοντας έτσι τους φόβους για κλιματική αστάθεια στη μεγαλύτερη δεξαμενή πάγου στον κόσμο, όπως αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα The Guardian.

Η θερμοκρασία των 20,75 βαθμών Κελσίου που κατέγραψαν οι Βραζιλιάνοι είναι κατά έναν βαθμό υψηλότερη από το προηγούμενο ρεκόρ των 19,8 βαθμών που είχε καταγραφεί στη νήσο Σίμορ της Ανταρκτικής τον Ιανουάριο του 1982. Στις 6 Φεβρουαρίου, ομάδα Αργεντινών επιστημόνων κατέγραψε θερμοκρασία 18,9 βαθμών στον ερευνητικό σταθμό Εσπεράντσα, καταρρίπτοντας ρεκόρ θερμοκρασίας στην ηπειρωτική Ανταρκτική.

Παρότι οι θερμοκρασίες ρεκόρ απομένει να επιβεβαιωθούν από τη Διεθνή Μετεωρολογική Οργάνωση (WMO), αποτελούν μέρος ευρύτερης τάσης στην Ανταρκτική και στα γύρω νησιά της, που δείχνει ότι η μέση θερμοκρασία της ηπείρου έχει σημειώσει άνοδο της τάξεως των τριών βαθμών από τις αρχές του 20ού αιώνα.

Επιστήμονες επιφορτισμένοι με τη συλλογή, κάθε τρεις ημέρες, δεδομένων από απομακρυσμένους μετεωρολογικούς σταθμούς χαρακτηρίζουν το νέο ρεκόρ «απίστευτο και αφύσικο». Ο Βραζιλιάνος επιστήμονας Κάρλος Σέφερ, που ερευνά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους αιώνιους πάγους της Ανταρκτικής, εξηγεί ότι η τάση αυτή είναι πρωτοφανής. Ο Σέφερ λέει ότι η θερμοκρασία της Ανταρκτικής, των νήσων των Νοτίων Σέτλαντ και του αρχιπελάγους Τζέιμς Ρος, στο οποίο ανήκει η νήσος Σίμορ, εμφανίζει διακυμάνσεις τα τελευταία 20 χρόνια. «Διαπιστώνουμε κλιματικές μεταβολές στην ατμόσφαιρα, οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με τις αλλαγές στους πάγους και στον ωκεανό. Ολος αυτός ο κύκλος είναι αλληλένδετος», επισημαίνει ο Σέφερ.

Οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης στην Ανταρκτική ποικίλλουν μεταξύ της ενδοχώρας, των νήσων και του ωκεανού, νότια των 60 βαθμών γεωγραφικού πλάτους. Η περιοχή αυτή περιέχει ποσοστό 70% επί των παγκόσμιων αποθεμάτων γλυκού νερού με τη μορφή χιονιού και πάγου. Η τήξη του συνόλου των πάγων θα σημάνει την άνοδο της στάθμης των θαλασσών κατά 50 με 60 μέτρα – αν και κάτι τέτοιο θα απαιτήσει χρονικό διάστημα πολλών γενεών. Επιστήμονες του ΟΗΕ εκτιμούν ότι η στάθμη των ωκεανών θα ανέλθει κατά 30 εκατοστά με ένα μέτρο μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, κάτι που εξαρτάται από τις πρωτοβουλίες του ανθρώπινου είδους ώστε να περιορίσει τις εκπομπές καυσαερίων και την ευαισθησία της παγοκρηπίδας.

Τεράστιο παγόβουνο

Παρά το γεγονός ότι οι θερμοκρασίες σε ανατολική και κεντρική Ανταρκτική είναι σχετικά σταθερές, οι επιστήμονες εκφράζουν την ανησυχία τους για τη δυτική Ανταρκτική, όπου η αύξηση της θερμοκρασίας των ωκεανών απειλεί τους γιγάντιους παγετώνες Θουέιτς και Πάιν Αϊλαντ.

Την ίδια ώρα, υπό στενή παρακολούθηση έχουν θέσει οι επιστήμονες τεράστιο παγόβουνο που αποκολλήθηκε από τον παγετώνα του Πάιν Αϊλαντ, σύμφωνα με δορυφορικές παρατηρήσεις από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος. Το παγόβουνο έχει το μέγεθος της Μάλτας, με εμβαδόν που υπερβαίνει τα 300 τετραγωνικά χιλιόμετρα – αν και το μέγεθός του περιορίστηκε μετά την κατάτμησή του. «Το θέαμα είναι τρομακτικό και εκπληκτικό την ίδια στιγμή», σχολιάζει ο Μαρκ Ντρικουότερ, επικεφαλής επιστημονικών υπηρεσιών της ESA, μιλώντας στο δίκτυο CNN. «Ο παγετώνας Πάιν Αϊλαντ αντιδρά με δραματικό τρόπο στην κλιματική αλλαγή», προσθέτει ο δρ Ντρικουότερ.

Παρότι η αποκόλληση παγόβουνων από παγετώνες αποτελεί φυσική διαδικασία, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι το φαινόμενο στη δυτική Ανταρκτική είναι πλέον εντονότερο από ποτέ. Η «ανισορροπία» του συστήματος των πάγων, η υπερθέρμανση των ωκεανών και η υποχώρηση των χιονοπτώσεων δεν επιτρέπουν στους παγετώνες να αναπληρώνουν τους πάγους τους. Ο παγετώνας Πάιν Αϊλαντ και ο γειτονικός του παγετώνας Θουέιτς λειτουργούν ως «αρτηρίες», συνδέοντας την παγοκρηπίδα της δυτικής Ανταρκτικής με τον ωκεανό.

Στις αρχές του μήνα, ο δορυφόρος «Κοπέρνικος» εντόπισε ρωγμές στον παγετώνα Πάιν Αϊλαντ, οι οποίες αυξήθηκαν ταχύτατα. Λίγες ημέρες αργότερα, τέσσερα παγόβουνα είχαν αποκοπεί, με το μεγαλύτερο από αυτά να έχει εμβαδόν 300 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το φαινόμενο της θραύσης μεγάλων τμημάτων πάγου από τον παγετώνα Πάιν Αϊλαντ δεν είναι νέο. Ο παγετώνας χάνει, όμως, πάγο εδώ και 25 χρόνια. «Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο παγετώνας του Πάιν Αϊλαντ χάνει περί τα δέκα μέτρα πάγου την ημέρα», ανέφερε σε πρόσφατο δελτίου Τύπου η υπηρεσία διαστήματος ESA. Με τη βοήθεια δορυφορικών παρατηρήσεων από τον «Κοπέρνικο», η ESA διαπίστωσε ότι ο αποκολληθείς παγετώνας έχει μέσο πάχος 500 μέτρων.



kathimerini.gr