Ο αναμορφωτής της σύγχρονης Αργεντινής ήταν Έλληνας
Η Αργεντινή είναι από τις χώρες που αρκετοί Έλληνες βλέπουν με συμπάθεια, δεδομένου ότι ανάμεσα στους λαούς υπάρχουν και κάποια -πολλά- κοινά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κουζίνα της λατινοαμερικάνικης χώρας έχει αρκετούς λάτρεις και στα μέρη μας, όπως και η μουσική της. Ακόμη και από τον αθλητισμό να το πιάσει κανείς -και ειδικά από το ποδόσφαιρο, οι Αργεντινοί «κολλάνε» περισσότερο με τους Έλληνες και αντίστροφα. Οι σχέσεις των δυο χωρών είναι παραδοσιακά αρμονικές, ενώ τις συνδέει και η εκεί ομογένεια.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με την Ουρουγουάη και αυτό δεν οφείλεται απλώς σε συσσωρευμένες συμπτώσεις, όπως είναι τα χρώματα στις σημαίες των τριών χωρών, αλλά και σε ιστορικούς λόγους. Το νήμα που συνδέει τις μεταξύ των λαών σχέσεις, μπορεί να το πιάσει κανείς από την περίοδο που οι Ευρωπαίοι ανακάλυψαν την Αμερική. Στην τολμηρή για εκείνη την εποχή περιπέτεια συμμετείχαν και αρκετοί Έλληνες. Κάτι σε μεγάλο βαθμό φυσιολογικό, καθώς πολλοί ναυτικοί από την υπό ανασύσταση χώρα έψαχναν την «Ιθάκη» τους, αλλά και την ευκαιρία να βγάλουν από πάνω τους τον τουρκικό ζυγό και τα όσα δεινά τους προξενούσε. Παράλληλα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ζήτησαν προστασία -συγχρόνως και εργασία- σε Ιταλία, Ισπανία Πορτογαλία,με τις χώρες αυτές να ανοίγουν εκείνο το διάστημα… τα πανιά τους προς τα δυτικά.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ιστορικών Σπουδών της Αργεντινής, οι πρώτοι Έλληνες που πάτησαν το πόδι τους στα μέρη εκείνα, είχαν καθοριστική συμβολή στο να αλλάξει η ιστορία. Βεβαιώνεται, μάλιστα, πως ένας από τους πρώτους λευκούς που διείσδυσε στην αυτοκρατορία των Ίνκας και μάλιστα έγινε δεκτός από τον Ίνκα Αταγουάλπα, είναι ο Πέτρος Χανιώτης (Pedro de Candia). Οι χρονικογράφοι της εποχής καταγράφουν αρκετούς Έλληνες που έφτασαν μαζί με τους πρώτους κατακτητές και έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις κατάληψης των εδαφών που ανήκαν στους Ινδιάνους, αλλά και στους αγώνες που έγιναν αργότερα για την ανεξαρτησία.
Για παράδειγμα, ένας Έλληνας, ο Στέφανος Ροδίτης, μετέβη στην Αργεντινή με την αποστολή του Πέντρο ντε Μεντόσα, ο οποίος ίδρυσε το 1536 την πόλη Σάντα Μαρία ντε λος Μπουένος Άιρες, τη σημερινή πρωτεύουσα της χώρας. Επίσης, στην πρώτη ευρωπαϊκή ομάδα που… πάτησε στην Παραγουάη, το 1544, ήταν και οι Γρηγόρης Χανιώτης, Μιχάλης Χανιώτης, Στέφανος Σταματίου, Μιχαλάκης Γραικός και Πόλος Γραικός. Και οι αναφορές δεν σταματούν εκεί: ο Γιάννης Δημητρίου ήταν μεταξύ των ανθρώπων του Χερόνιμο Λουίς ντε Καβρέρα, που ίδρυσε την Κόρδοβα το 1573. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος θεωρείται από πολλούς ως απευθείας πρόγονος του Μπαρτόλομε Μίτρε Μαρτίνες, που το 1862 έγινε ο πρώτος πρόεδρος της ενοποιημένης Αργεντινής, έπειτα από έναν αιματηρό και χρόνιο εμφύλιο.
Ο άνθρωπος που θα γινόταν ο ιδρυτής της σύγχρονης Αργεντινής
Πάντως, για τον άνθρωπο που γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες στις 26 Ιουνίου 1821 και ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του Αμπρόζιο Εστανισλάο ντε λα Κονσεπσιόν Μίτρε υ Κάμπς και της Ζοσέφα Μαρτίνες Γουέδερτον (ισπανο-ιρλανδικής καταγωγής) και θεωρείται -όχι άδικα- ως ο αναμορφωτής της Αργεντινής, εάν κάτι δεν αμφισβητείται, είναι η ελληνική του καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του. Ο πρώτος μετανάστης πρόγονός του στον Νέο Κόσμο λέγεται πως ήταν ο Βεντούρα Δημήτριος Μητρόπουλος, που είχε ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική από τη Βενετία στα τέλη του 17ου αιώνα. Πριν πάει στην πόλη του ιταλικού Βορρά είχε αφήσει την περιοχή της Χειμάρας, στη Βόρεια Ήπειρο, γύρω στο 1670, ύστερα από την άρνηση εκατοντάδων νεαρών Ελλήνων να στρατολογηθούν στον Οθωμανικό Στρατό. Οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν στη γειτονική χώρα, ενώ για άλλους το ταξίδι δεν τελείωσε εκεί.
Το επώνυμο Μίτρε προήλθε από την ισπανοποίηση του «Μητρόπουλος». Ο Μπαρτόλομε, άμεσος απόγονος του Βεντούρα, έδειξε από πολύ μικρός την κλίση του στα γράμματα. Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι, όταν ο Αμπρόζιο τον έστειλε μικρό παιδάκι στο αγρόκτημα της οικογένειας Γκερβάσιο Ρόσας, αδελφού του δικτάτορα Χουάν Μανουέλ ντε Ρόσας, προκειμένου να εκπαιδευτεί σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, τον έστειλαν γρήγορα πίσω, καθώς ο πιτσιρικάς «δεν έκανε γι’ αυτές τις δουλειές, παρά μόνο για το διάβασμα». Μάλιστα, από νεαρή ηλικία δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα.
Μεγαλώνοντας, αφού πέρασε στη Στρατιωτική Ακαδημία, έγινε ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, ενώ παράλληλα άρχισε να εμπλέκεται και με την πολιτική. Το 1841 παντρεύτηκε τη γυναίκα με την οποία απέκτησε και έξι παιδιά (τέσσερις γιους και δύο κόρες). Ωστόσο, αυτό το γεγονός θα αποδεικνυόταν μια μικρή ευτυχισμένη παρένθεση, πριν ακολουθήσει μια μεγάλη περιπέτεια. Ως πολιτικός αντίπαλος του Χουάν Μανουέλ ντε Ρόσας αναγκάστηκε να εξοριστεί. Εργάστηκε ως στρατιώτης και δημοσιογράφος στην Ουρουγουάη, όντας υποστηρικτής του στρατηγού Φρουκτουόζο Ριβέρα, ο οποίος τον έχρισε αντισυνταγματάρχη του Ουρουγουανικού Στρατού το 1846. Στη συνέχεια έζησε στη Βολιβία, στο Περού και στη Χιλή, όπου στην τελευταία -μαζί με τον φίλο του, Χουάν Μπαουτίστα Αλμπέρντι- εξέδιδε το περιοδικό El Comercio de Valparaíso.
Ο Μίτρε επέστρεψε στην Αργεντινή μετά την ήττα του Ρόσας στη Μάχη του Κασέρος το 1852. Ήταν ηγέτης της εξέγερσης της επαρχίας του Μπουένος Άιρες κατά του ομοσπονδιακού συστήματος του Χούστο Χοσέ ντε Ουρκίθα στην Επανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου 1852 και διορίστηκε σε σημαντικές θέσεις στην επαρχιακή κυβέρνηση. Το 1860 γνώρισε την ήττα στη μάχη της Σεπέδα, αλλά στη συνέχεια -και αφού πρώτα η περιοχή επανεντάχθηκε στην Αργεντινή Συνομοσπονδία- θα έβγαινε θριαμβευτής από τη μάχη του Παβόν, ένα χρόνο αργότερα.
Ήταν εκείνη η περίοδος, που σχεδόν μετά από πενήντα χρόνια διχασμού, το όραμα της ένωσης δεν έμοιαζε παράλογο. Το 1862 προκηρύχθηκαν εκλογές σε 14 επαρχίες και ο Μίτρε εξελέγη πρώτος πρόεδρος της ενοποιημένης Αργεντινής, ο πρώτος στην ιστορία της ενιαίας -πλέον- χώρας. Με την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων ξεκίνησε και μια κομβική περίοδος της ιστορίας, όπου επιτεύχθηκε η οργάνωση και η σταθεροποίηση του νεοσύστατου κράτους, παρά το γεγονός ότι οι εξεγέρσεις δεν σταμάτησαν.
Μετά το τέλος της θητείας του το 1868, το έργο της εθνικής ολοκλήρωσης συνέχισαν οι δύο επόμενοι πρόεδροι: Ντομίνγκο Φαουστίνο Σαρμιέντο (1868-1874) και Νίκολας Αβεγιανέδα (1874-1880). Ουσιαστικά, οι τρεις αυτοί άνθρωποι, με πρώτο τον Μίτρε, έθεσαν τα θεμέλια της σύγχρονης Αργεντινής. Τα 18 συνολικά χρόνια της διακυβέρνησής τους αποκαλούνται ιστορικές ή ιδρυτικές προεδρίες για τη χώρα.
Δεν ξέχασε ποτέ τις ελληνικές του ρίζες
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, αλλά και κάποιες σκόρπιες αναφορές, καθώς ξεκάθαρα στοιχεία δεν φαίνεται να υπάρχουν, ο Μπαρτόλομε Μίτρε δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες της οικογένειάς του. Παρόλο που δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα, λέγεται πως μιλούσε εξαιρετικά την ελληνική γλώσσα.
Εκτός της πολιτικής του κληρονομιάς, ο πρώτος πρόεδρος της ενοποιημένης Αργεντινής άφησε και μεγάλη πολιτιστική παρακαταθήκη στη χώρα. Ήταν ο ιδρυτής της εφημερίδας La Nacion, η οποία όχι απλώς κυκλοφορεί από τον Ιανουάριο του 1870 μέχρι και σήμερα, αλλά αποτελεί και ένα από τα πιο δημοφιλή έντυπα στη Λατινική Αμερική. Μάλιστα, ο τωρινός ιδιοκτήτης του Μέσου είναι απόγονος του Μίτρε, που σύμφωνα με την ιστοσελίδα world.greekreporter.com επισκέφθηκε τη χώρα μας το 2013.
Αναφερόμενος στον πρόγονό του, ο νυν ιδιοκτήτης της εφημερίδας τόνισε πως «εκτός από ιδρυτής και πρόεδρος του Μέσου, ήταν και ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ο οποίος μετέφρασε την Οδύσσεια του Ομήρου από τα ελληνικά στα ισπανικά». Επίσης, ο Μπαρτόλομε ήταν και ένας σημαντικός ιστορικός. Και αυτό διότι την περίοδο που μαχόταν, ταυτόχρονα κατέγραφε και τους πολέμους ανεξαρτησίας που έγιναν στη Νότιο Αμερική, ενώ εξέδωσε και αρκετές από τις δουλειές του, όπως το «Η Ιστορία του Μπελγράνο και της Ανεξαρτησίας της Αργεντινής», αλλά και το «Η Ιστορία του Σαν Μαρτίν».
Ο Μίτρε έφυγε από τη ζωή το 1906 και ο τάφος του έχει περίοπτη θέση στο Νεκροταφείο La Recoleta» στο Μπουένος Άιρες, όντας ως μια από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες της Αργεντινής και γενικότερα της Λατινικής Αμερικής.