Ο ποδοσφαιριστής που δεν έζησε ποτέ όσα άξιζε


Οι ξένοι τον θεωρούν μια μικρογραφία του Ντιέγκο Μαραντόνα, οι Έλληνες τον είδαν να κάνει τρελά πράγματα με την μπάλα, αλλά ο ίδιος δεν έπαιξε ποτέ στο επίπεδο που άξιζε.

Τη δεκαετία του ’80 ο πλανήτης γη παρανόησε βλέποντας σε δράση έναν ποδοσφαιριστή. Το όνομα του, Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα και τα όσα έκανε δε διέφυγαν από την προσοχή κανενός. Ο Αργεντίνος ήταν ένας παίκτης που έκανε με την μπάλα στα πόδια πράγματα που δεν είχε κάνει κανείς πριν από αυτόν -και δεν έκανε κανείς και μετά- ενώ εξελίχθηκε σε κοινωνικό φαινόμενο όταν οδηγούσε την Αργεντινή στην κορυφή του κόσμου χωρίς να υπάρχουν σκιές όπως το 1978 λόγω της χούντας του Χόρχε Βιδέλα, ή όταν υπέγραφε στη «μικρή» Νάπολι και τη μεγάλωνε οδηγώντας την στην κορυφή της Ιταλίας.

Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα, είχαμε μια… μικρογραφία του Ντιέγκο, αν μας επιτρέπεται. Έναν ποδοσφαιριστή που έκανε με την μπάλα στα πόδια πράγματα που κανείς δεν είχε κάνει πριν από αυτόν στα μέρη μας…

Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη που έχει διαχρονικά παράπονα για την αντιμετώπιση της από το κράτος, σε σχέση με την Αθήνα. Είναι και μια πόλη, όμως, που έχει δει ή έχει ζήσει πράγματα που θα έπρεπε να ζηλεύει η πρωτεύουσα. Στον αθλητισμό, για παράδειγμα, η συμπρωτεύουσα έχει να λέει για το γεγονός ότι ήταν η πόλη στην οποία έγραψε την ιστορία ο Νίκος Γκάλης, αλλά και αυτή που είχε την τύχη να απολαύσει τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Και τελικά να τον κρατήσει «όμηρο» της…

Ο πανικός στην άφιξη του

Το ωραίο, μάλιστα, είναι ότι στη Θεσσαλονίκη τον αγάπησαν πριν καν τον δουν στον αγωνιστικό χώρο. Αρκούσε όσα άκουσαν ή διάβαζαν. Ο πρόεδρος του Ηρακλή στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Νίκος Ατματζίδης, ταξίδεψε πέντε φορές στην Τασκένδη, όπου ζούσε η οικογένεια Χατζηπαναγή, για να μιλήσει μαζί του, παρουσία του πατέρα του, καταλήγοντας σε συμφωνία.

Και έτσι, στις 22 Νοεμβρίου 1975, περισσότεροι από 1.000 οπαδοί του Ηρακλή περίμεναν στη 01:00 μετά τα μεσάνυχτα την άφιξη του τρένου με το οποίο ταξίδευε το νέο αστέρι. Και ήταν πραγματικά τέτοιο…

Με τη φανέλα της Παχτακόρ ο «Βάσια» έκανε πράγματα και θαύματα στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης, έχοντας για highlight το εκπληκτικό 5-0 επί της πανίσχυρης Ντιναμό Κιέβου που διεκδικούσε και κατακτούσε ευρωπαϊκούς τίτλους, στο οποίο είχε ένα γκολ και τέσσερις ασίστ!

Το France Football έκανε ξεχωριστό αφιέρωμα για το συγκεκριμένο ματς, ο Χατζηπαναγής θεωρήθηκε από όλους στη Σοβιετική Ένωση ως ο δεύτερος καλύτερος εξτρέμ πίσω από τον σπουδαίο Όλεγκ Μπλαχίν και όταν στην πρώτη του χρονιά στην Ελλάδα οδήγησε τον Ηρακλή στην κατάκτηση του κυπέλλου έπειτα από εκείνο τον θρυλικό τελικό με τον Ολυμπιακό στη Νέα Φιλαδέλφεια (δύο γκολ ο ίδιος, 4-4 τελικό, νίκη στα πέναλτι), άπαντες πίστεψαν ότι θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία. Ή να γράψει τη δική του. Τελικά, και αυτό είναι μεγάλο κρίμα, δεν έγινε τίποτα από τα δύο στο βαθμό που θα μπορούσαν να γίνουν.

Η ευθύνη, γι’ αυτό, βαραίνει οποιονδήποτε εκτός απο τον ίδιο. Αν και θα έπρεπε να καταλάβει από νωρίς ότι τα πράγματα δε θα ήταν εύκολα… Το 1977, για παράδειγμα, είχε κινηθεί νομικά κατά του Ηρακλή, επειδή η διοίκηση είχε προσθέσει άλλα πέντε χρόνια, για να προστεθούν άλλα πέντε αμέσως μετά, στο διετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει.

Αυτός που ντρίμπλαρε σε τηλεφωνικό θάλαμο

Ήταν τα χρόνια, βλέπετε, που οι ομάδες είχαν την απόλυτη κυριαρχία έναντι του παίκτη σε θέματα συμβολαίου και οι ανανεώσεις γίνονταν χωρίς να το καταλάβουν. Για μεταγραφή στο εξωτερικό, φυσικά, ούτε λόγος.

Ο Χατζηπαναγής, ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο βγήκε η φράση «ντριμπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο», ο μπαλαδόρος που μπορούσε να σκοράρει από το σημείο του κόρνερ, να ρίξει κυριολεκτικά στο έδαφος τον αντίπαλο του με τις ντρίμπλες του, να περάσει επτά-οκτώ αντιπάλους ή να βγάλει ασίστ με τακουνάκι χωρίς να μπορεί κανείς να το… δει να έρχεται, είχε βρεθεί στο στόχαστρο όχι μόνο των τριών μεγάλων της Αθήνας αλλά και ομάδων του εξωτερικού, όπως για παράδειγμα η Άρσεναλ.

Ο ίδιος όμως, όπως συνέβαινε γενικά εκείνη την εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν είχε καμία δύναμη απέναντι στην ομάδα του σε θέματα συμβολαίου. Έτσι, ήταν αδύνατο, όπως αποδείχθηκε, να φύγει από τον Ηρακλή. Αυτό, όμως, στην τελική μπορούσε να το παλέψει, να το δεχθεί, να το «ξεχάσει».

Αυτό που δεν μπορούσε να παλέψει, να δεχθεί και να ξεχάσει, ήταν το γεγονός ότι δεν είχε τη δυνατότητα να αναμετρηθεί με τα ονόματα του εξωτερικού, ούτε σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Μια πονεμένη ιστορία, τόσο για τον ίδιο όσο και για την εθνική Ελλάδας, η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να τον χρησιμοποιήσει.

«Η μεγάλη μου πίκρα ήταν ότι δεν έπαιξα στην εθνική ομάδα, που είναι ο καθρέφτης για κάθε παίκτη, ενώ και με τον Ηρακλή δεν μπορέσαμε να αγωνιστούμε στην Ευρώπη. Πιστεύω ότι όσον αφορά την εθνική ομάδα πλήρωσα και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει πολλές φορές στην Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου της Σοβιετικής Ενωσης και ρωτούσα γιατί δεν μπορώ να παίξω στην Ελλάδα. Εκείνοι μου έλεγαν ότι το χαρτί που ζητούσε η ΕΠΟ, με το οποίο θα έπρεπε να παραδεχθούν ότι λανθασμένα με χρησιμοποίησαν στην εθνική τους ομάδας, δεν μπορούσε να δοθεί γιατί τότε η Ολυμπιακή Επιτροπή θα ζητούσε πίσω το χάλκινο που πήραν στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ, αφού για την πρόκριση της Σοβιετικής Ενωσης είχα αγωνιστεί ως βασικός σε όλα τα παιχνίδια των προκριματικών», είπε ο ίδιος, χρόνια μετά, σε συνέντευη του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ και πρόσθεσε.

«Μου είχαν πει ότι θα μπορούσε η Ελλάδα να ζητήσει να γίνει ένα ειδικό δικαστήριο, στο οποίο θα αποδείκνυαν ότι οι γονείς μου είναι Ελληνες – όπως και ήταν – και έτσι θα μπορούσα να αγωνιστώ με την Εθνική Ελλάδος, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ».

Ο ποδοσφαιριστής που ακόμη και σήμερα σε ξένα ντοκιμαντέρ αναφέρεται σαν «ο Μαραντόνα της Ελλάδας», αυτός ο ποδοσφαιριστής που το 1984 κλήθηκε στη Μικτή Κόσμου για ένα φιλανθρωπικό παιχνίδι που διοργάνωσε η UNICEF στη Νέα Υόρκη και αποθεώθηκε από 20.000 Έλληνες στις εξέδρες, ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών όπως αναδείχθηκε το 2003, δεν κατάφερε ποτέ να δοκιμάσει την τύχη του σε μια ομάδα με μεγαλύτερες προοπτικές από τον Ηρακλή στην Ελλάδα.

Δεν αγωνίστηκε ποτέ σε ένα ξένο πρωτάθλημα που θα ανταποκρινόταν στην πραγματική αξία του, δεν φόρεσε ποτέ τη φανέλα της εθνικής ομάδας ώστε να μαγέψει έστω έτσι σε γήπεδα εκτός Ελλάδας. Όχι ακριβώς αυτό που φανταζόταν για το μέλλον του όταν πλησίαζε στη Θεσσαλονίκη τα μεσάνυχτα της 22ας Νοεμβρίου 1975…



agrinio24.gr