Όταν ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης αναγκάστηκε να πουλήσει τα κοστούμια του για να ζήσει
Είναι, δίχως την παραμικρή αμφιβολία, μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του ελληνικού θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου. Η όψη του, η φωνή του και γενικά όλη του η παρουσία ήταν επιβλητική. Ίσως όλο αυτό να το προκαλούσε το πόσο εξαιρετικός ηθοποιός ήταν. Ίσως πάλι ο σεβασμός με τον οποίο σχεδόν σου επέβαλε να τον κοιτάζεις και να του συμπεριφέρεσαι ήταν απόρροια της εξαιρετικά δύσκολης ζωής που είχε ζήσει.
Ο Μάνος Κατράκης είχε όλη την λάμψη που μπορεί να έχει ένας ηθοποιός του δικού του μεγέθους, ωστόσο, μέχρι να φτάσει στην κορυφή είχε ν’ ανέβει ένα εξαιρετικά δύσκολο δρόμο. Γεμάτο εμπόδια. Τη φτώχεια την έζησε στο πετσί του, πολύ πριν υποδυθεί τον φτωχό στο θέατρο ή τον κινηματογράφο. Τις πολιτικές διώξεις τις βίωσε στα ξερονήσια, πριν μεταφέρει όλα αυτά τα δεινά στο θέατρο. Ο Μάνος Κατράκης έζησε τους ρόλους του πριν τους παίξει.
Αναγκάστηκε να πουλάει τα κοστούμια του για να έχει να ζήσει. Είχε φάκελο στην ασφάλεια ο οποίος… εμπλουτιζόταν με σε βάρος του στοιχεία για 35 ολόκληρα χρόνια. Τίποτα απ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν εμπόδισε τον Μάνο Κατράκη να κατακτήσει την κορυφή.
Η γέννηση ενός αστεριού
Τον Αύγουστο του 1909 στα Χανιά της Κρήτης γεννιέται το πέμπτο παιδί του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της γυναίκας του Ειρήνης. Πριν κλείσει τα 10 του χρόνια ο μικρός Μάνος και η οικογένεια του, μετακομίζουν στην Αθήνα διότι οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν καλά και υπήρχε η ελπίδα πως στην πρωτεύουσα αυτό θα αλλάξει. Τα δύσκολα, όμως, ξεκίνησαν όταν αποδείχθηκε πως αυτό δεν ήταν εύκολο. Ο Μάνος ξαφνικά βρίσκεται να έχει αναλάβει σχεδόν μόνος του τις τύχες της οικογένειάς του, αφού ο πατέρας έλειπε όλη την ημέρα ενώ ο μεγάλος του αδερφός μετανάστευσε στην Αμερική.
Παρ’ όλα αυτά ο Μάνος αρχίζει ν’ ασχολείται με πράγματα που του αρέσουν. Αρχικά παίζει ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Γρήγορα, όμως, διαπιστώνει πως η μεγάλη του αγάπη είναι το θέατρο. Πριν καν κλείσει τα 18 του χρόνια κάνει ντεμπούτο στο θέατρο με το θίασο «Οι Νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Είναι το έργο που του ανοίγει την πόρτα για τον κινηματογράφο καθώς το σπάνιο του ταλέντο τον κάνει να ξεχωρίζει. Τον εντοπίζει ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας και την επόμενη χρόνια, το 1928, έπαιξε την πρώτη βουβή ταινία: «Το λάβαρο του 21’».
Πριν καν ξεκινήσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Κατράκης έχει αρχίσει και στήνει γερές βάσεις στην καριέρα του ενώ παντρεύεται την επίσης ηθοποιό Άννα Λώρη. Κάνει σπουδαίες συνεργασίες όπως με το Θίασο του Μήτσου Μυράτ και της Μαρίκας Κοτοπούλη, ενώ προσλαμβάνεται και στο νεοϊδρυθέν τότε Εθνικό Θέατρο.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η φτώχεια,η ανέχεια και ο τζόγος
Και ενώ όλα έδειχναν να κυλούν όπως τα ήθελα και τα περίμενε ο Μάνος Κατράκης, έρχεται το ξέσπασμα του μεγαλύτερου πολέμου που έχει γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα για να ανατρέψει τα πάντα. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος βρίσκει τον Κατράκη στο μέτωπο. Η Γερμανική εισβολή και η κατάρρευση του μετώπου, τον φέρνει και πάλι στην Αθήνα ενταγμένο στις γραμμές του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ.
Όσο καλός ηθοποιός και να ήταν ο Κατράκης δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από την μεγάλη πείνα του χειμώνα του 1941. Η πείνα θερίζει και ο Κατράκης προσπαθεί να βρει τρόπο για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό. Δουλειές δεν υπάρχουν και έτσι αναγκάζεται να πουλήσει ακόμα και τα κοστούμια του για να φέρει λεφτά στην οικογένεια του (στο μεταξύ έχει χωρίσει και έχει παντρευτεί για δεύτερη φορά).
Ο ίδιος ο Μάνος Κατράκης στη βιογραφία του (εκδόσεις Κάκτος) αφηγείται στον Αλέξη Κομνηνό εκείνες τις δύσκολες ημέρες: «Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα.Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα;…
Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών. Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ. Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν. Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω. Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει:-κύριε Κατράκη το πουλάτε; – το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω. – Θέλετε να έρθετε μαζί μου;…
Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες. Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη; – είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου. Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι».
Η γνωριμία αυτή «έβαλε» τον Κατράκη στον κόσμο του τζόγου. Στην αρχή, όπως ο ίδιος αφηγείται, τον άφηναν να κερδίζει, ωστόσο, μετά άρχισε η «αφαίμαξη». Γρήγορα ο Κατράκης καταλαβαίνει τι συμβαίνει και ξεφεύγει από το βούρκο. Ψάχνει να βρει μια τίμια δουλειά για να ενισχύσει το εισόδημά του. Πουλάει ψάρια για περίπου ένα τετράμηνο.
Ο πόλεμος τελειώνει αλλά όχι και οι δυσκολίες. Ο Κατράκης επιστρέφει δυναμικά στο θέατρο αλλά η κομμουνιστική ιδεολογία του σε συνδυασμό με την αμετακίνητη στάση του, τον βάζουν σε νέες περιπέτειες.
Ο «αμετανόητος κομμουνιστής» και ο φάκελος 20822
Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε ο φάκελος του Κατράκη στην Ασφάλεια ανοίγει το 1942 και δεν σταματάει να γεμίζει μέχρι και την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Οι κρατικές αρχές ζητούν από τον Κατράκη να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. Το 1947 είχε έρθει η ώρα της εξορίας και των διωγμών. Όσο περισσότερο επιμένει ο Κατράκης τόσο πιο εκδικητικό γίνεται το κράτος απέναντί του.
Η συνέχεια γνωστή. Ικαρία, Μακρόνησος, Άη Στράτης, για επτά ολόκληρα χρόνια. Και εκεί, όμως, ο Κατράκης συνεχίζει να αγωνίζεται. Έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μενέλαο Λουντέμη και άλλους. Μέσα στο φάκελο του υπάρχει και ο «Χαιρετισμός Εξορίστων» από τον «Αγ. Ευστράτιον» προς το «Β Συνέδριον Ειρήνης». Το 1950, οι εξόριστοι στον Αη Στράτη είχαν στείλει στον ΟΗΕ κείμενο με τίτλο «Η Ειρήνη αξίζει όλας τας ουσίας»!
Στη βιογραφία του μεγάλου ηθοποιού υπάρχει ένας συγκλονιστικός διάλογος με τη μητέρα του, από εκείνα τα δύσκολα χρόνια της εξορίας και των διώξεων.
– Τι είναι Μανόλη;
– Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;
– Πώς θα ‘ρθεις;
– Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω
– Ιντα να υπογράψεις;
– Δήλωση
– Ιντα δήλωση;
– Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…
– Και δεν είσαι;
– Είμαι
– Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…
Ο Κατράκης επιστρέφει στην Αθήνα το 1952 αλλά το μετεμφυλιακό κράτος του επιφυλάσσει… θερμή υποδοχή. Όλες οι πόρτες είναι κλειστές και ο σπουδαίους ηθοποιός έχει ελάχιστες ευκαιρίες για να κάνει αυτό που θέλει. Εργάζεται περιστασιακά στο ραδιόφωνο ενώ καταφέρνει να πάρει και κάποιους μικρούς ρόλους στο θέατρο. Σιγά σιγά, όμως, με την επιμονή του αρχίζει να καθιερώνεται και πάλι αν και επί της ουσίας μέχρι και την πτώση της χούντας δεν σταμάτησε να αποτελεί στόχο για το κράτος.