Παχτακόρ Τασκένδης: Η ομάδα που συνδέεται με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες του εμφυλίου
Το θέμα που πρόκειται να διαβάσετε θα μπορούσε να είναι ένα αθλητικό θέμα. Για μια ποδοσφαιρική ομάδα, μιλάει, άλλωστε. Δεν είναι, όμως, ένα αθλητικό θέμα. Ή πιο σωστά δεν είναι ένα αμιγώς αθλητικό θέμα.
Βλέπετε, η ιστορία της Παχτακόρ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου έφυγαν από την Ελλάδα και πέρασαν στις χώρες του κραταιού τότε «ανατολικού μπλοκ».
Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως η ιστορία της Παχτακόρ, διατρέχει την ιστορία των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων και μέσα από εκεί μπορεί κάποιος να μάθει πολλά σχετικά με τον τρόπο ζωής, τις αγωνίες και τις καλές στιγμές των Ελλήνων που βρέθηκαν στην ΕΣΣΔ.
Ίσως γι αυτό τον λόγο, η ιστορία επέλεξε σε αυτή την ομάδα να δώσει και έναν κεντρικό ήρωα ο οποίος, μάγεψε τους φιλάθλους με το ποδοσφαιρικό του ταλέντο στα γήπεδα της Τασκένδης αλλά και (πολλά χρόνια αργότερα) και στα ελληνικά γήπεδα.
Ο ήρωας αυτός δεν είναι άλλος από τον σπουδαίο Βασίλη Χατζηπαναγή. Τον θρυλικό «Βάσια», ο οποίος είναι ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στα ελληνικά γήπεδα.
Η λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και η προσφυγιά
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τον Αύγουστο του 1949, μετά από τρία χρόνια, σκληρού και αιματοβαμμένου εμφυλίου πολέμου, ο εθνικός στρατός έχει κερδίσει τις μάχες ενάντια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας σε όλα τα μέτωπα.
Οι ηττημένοι αντάρτες, φοβούμενοι, πως με το τέλος του εμφυλίου θα ακολουθήσει ένα πογκρόμ ανάλογο με αυτό που είχαν βιώσει μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, αρχίζουν κατά χιλιάδες (μαζί με τις οικογένειες τους και τα λιγοστά υπάρχοντά τους) να περνούν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας με κατεύθυνση προς τις «φιλικές» χώρες του τότε κραταιού ανατολικού μπλοκ και κυρίως τη Σοβιετική Ένωση. Υπολογίζεται πως πάνω από 60.000 άτομα εγκατέλειψαν την Ελλάδα εκείνη την περίοδο.
Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών προσφύγων που δεν έμειναν στην Αλβανία ή στην Βουλγαρία εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη. Εκεί συνάντησαν πολλές και διάφορες δυσκολίες, έδιναν έναν καθημερινό αγώνα για επιβίωση σε ένα περιβάλλον διαφορετικό από την Ελλάδα, προκειμένου να προσαρμοστούν σε έναν τρόπο ζωής εντελώς διαφορετικό από εκείνο που βίωναν στη χαμένη πατρίδα.
Η Τασκένδη, η πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, είχε μουσουλμανικό παρελθόν αλλά από το 1918 έγινε πρωτεύουσα της Αυτόνομης Σοβιετικής Δημοκρατίας του Τουρκεστάν και από το 1930 και έπειτα έγινε μέλος της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν.
Το 1991, λίγο πριν την «κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού», η Τασκένδη ήταν η τέταρτη σε πληθυσμό πόλη της ΕΣΣΔ!
Μια από τις μεγαλύτερες κοινότητες ήταν αυτοί των Ελλήνων. Ήταν οι «απάτριδες», όρος που προερχόταν από τη ρωσική λέξη «апатри́д» (που φυσικά είχε τη ρίζα της στην αρχαιοελληνική άπατρις), που σημαίνει άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια.
Υπολογίζεται πως ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην Τασκένδη περίπου 500 Έλληνες που δεν επέστρεψαν πίσω στην Ελλάδα με το μεγάλο κύμα του επαναπατρισμού, όταν το 1981 εκλέχθηκε κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, και παρέμειναν εκεί έχοντας για ταυτότητα ένα επίσημο κρατικό έγγραφο το οποίο έχει πάνω του τη λέξη «απαντρίντ»!
Βασική ασχολία των Ελλήνων της περιοχής ήταν η συλλογή βαμβακιού. Οι ανάγκες της ΕΣΣΔ για τη συγκομιδή του ήταν τεράστιες και έτσι οι περισσότεροι πρόσφυγες έβρισκαν εργασία στα χωράφια.
Η Παχτακόρ ή αλλιώς «αυτοί που καλλιεργούν βαμβάκι»
Η ζωή στην Σοβιετική Τασκένδη, κυλούσε με πολλά και διάφορα προβλήματα. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν διέξοδο από τη σκληρή καθημερινότητα σε διάφορες διασκεδάσεις. Μια από αυτές ήταν φυσικά και το ποδόσφαιρο.
Έτσι κάποιοι από αυτούς, μεταξύ των οποίων και Έλληνες, ίδρυσαν το 1956 την Παχτακόρ Τασκένδης. Παχτακόρ σημαίνει «αυτοί που καλλιεργούν βαμβάκι».
Από το 1936 μέχρι το 1991 που διήρκεσε η Σοβιετική Λίγκα η Παχτακόρ ήταν η μόνη ομάδα από το Ουζμπεκιστάν που αγωνίστηκε εκεί. Έπαιξε για 22 χρονιές στη πρώτη κατηγορία της ΕΣΣΔ. Η κορυφαία θέση που κατέλαβε ποτέ ήταν η έκτη και αυτό γιατί είχε να ανταγωνιστεί ομάδες- μεγαθήρια από τη Ρωσία και την Ουκρανία που τότε ήταν υπολογίσιμα μεγέθη όχι απλά στη σοβιετική λίγκα αλλά και στο κορυφαίο επίπεδο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Παράλληλα το 1968 έπαιξε και στον τελικό του κυπέλλου, όπου έχασε από τη Τορπέντο Μόσχας.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης η Παχτακόρ, έχοντας πολλούς σπουδαίους ποδοσφαιριστές στο ρόστερ της αλλά και έχοντας την εμπειρία από τη Σοβιετική λίγκα, έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος στο πρωτάθλημα του Ουζμπεκιστάν. Συνολικά έχει κατακτήσει 12 τίτλους. Η μοναδική χρονική περίοδος που «έπεσε» από τον βάθρο της ήταν όταν πριν από περίπου μία δεκαετία η Μπούνιοντκορ ξόδεψε πολλά εκατομμύρια δολάρια για πείσει διάσημους ποδοσφαιριστές να φορέσουν τη φανέλα τους. Το κατάφερε με τον Ριβάλντο, ενώ λίγο έλειψε να αγοράσει και τον Ετο.
Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, η Μπούνιοντκορ πήρε τέσσερα σερί πρωταθλήματα (2008-2012).
Σήμερα, όμως, η Παχτακόρ έχει επανέλθει για τα καλά στην κορυφή με προπονητή τον Σότα Αρβελάτζε και αστέρα τον Ερέν Ντερτιγιόκ.
Η Παχτακόρ του Βασίλη Χατζηπαναγή
Η ομάδα των βαμβακοκαλλιεργητών και των ελλήνων πολιτικών προσφύγων έμελε να είναι αυτή που θα αναδείξει τον μεγάλο Βασίλη Χατζηπαναγή ο οποίος είχε γεννηθεί στην Τασκένδη το 1954.
Ο σπουδαίος Βάσιας ξεκίνησε να παίζει από μικρός μπάλα στη Δυναμό Τασκένδης, ωστόσο, το 1972 τον εντόπισε ένας παράγοντας της Παχτακόρ και πήρε γρήγορα μεταγραφή.
Εκεί έπαιξε για τρία χρόνια πριν έρθει στην Ελλάδα και τον Ηρακλή, το 1975. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως η πρώτη ελληνική ομάδα που εντόπισε τον Χατζηπαναγή ήταν ο Ολυμπιακός αλλά η Παχτακόρ δεν επέτρεψε να γίνει η συγκεκριμένη μεταγραφή.
Στην τριετία, πάντως, που έπαιξε με τη φανέλα των βαμβακοκαλλιεργητών ο Χατζηπαναγής έκανε… «πράματα και θάματα» με ματς σταθμό το 5-0 επί της πανίσχυρης Ντιναμό Κιέβου όπου ο «Βάσια» έκανε σμπαράλια την άμυνα των Ουκρανών, αφού έβαλε ένα γκολ και έδωσε… τέσσερις ασίστ!
Ο Χατζηπαναγής έφτασε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ηρακλή τον Δεκέμβριο του 1975, με τρένο. Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στους ανθρώπους που τον περίμεναν ήταν και η γιαγιά του. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε από κοντά.
Ήταν εκείνη που υπέγραψε το χαρτί του επαναπατρισμού του, προκειμένου να «ξεκλειδώσει» η μεταγραφή από την Παχτακόρ.
Η συνέχεια της καριέρας του «Νουρέγιεφ των ελληνικών γηπέδων» είναι γνωστή.
Μοναδική του πικρία το ότι φόρεσε μόλις δυο φορές τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας, (η μία σε φιλικό και η άλλη σε αγώνα προς τιμήν του) επειδή είχε αγωνιστεί με την αντίστοιχη της Σοβιετικής Ένωσης. «Πιστεύω πια σίγουρα πως πλήρωσα κιόλας και τα πολιτικά φρονήματα του πατέρα μου, που ήταν αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του. Είχα πάει τόσες φορές στη Σοβιετική Ένωση για να πάρω την ελευθέρας, αλλά τζίφος» είχε πει ο ίδιος, σε παλαιότερη συνέντευξή του.
Το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα που σημάδεψε την ιστορία της Παχτακόρ
Τέσσερα, μόλις, χρόνια μετά την μεταγραφή του Χατζηπαναγή από την Παχτακόρ για τον Ηρακλή, η ιστορία της θα σημαδευτεί από ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα. Στις 11 Αυγούστου του 1979 το αεροπλάνο που μετέφερε την αποστολή της ομάδας που θα αντιμετώπιζε τη Ντιναμό Μινσκ στο πλαίσιο της Σοβιετικής λίγκας, συγκρούστηκε με ένα άλλο και ο τραγικός απολογισμός ήταν 178 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους. Οι 17 από αυτούς ήταν ποδοσφαιριστές της Παχτακόρ.
Από την έρευνα που ακολούθησε, προέκυψε πως ένα μοιραίο λάθος απ’ τον πύργο ελέγχου και ένα μπέρδεμα με τους ασυρμάτους και την επικοινωνία οδήγησε σε αυτή την τεράστια τραγωδία. Ουσιαστικά ο υπεύθυνος του πύργου ελέγχου έβαλε τα δυο αεροπλάνα με τους διαφορετικούς προορισμούς, να περάσουν από την ίδια περιοχή και στο ίδιο ύψος.
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής, θα μπορούσε να ήταν μέσα στο μοιραίο αεροπλάνο, αν δεν είχε πάρει εκείνη την μεταγραφή. «Ήμασταν με τον Ηρακλή για προετοιμασία στην Κατερίνη. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στο ξενοδοχείο. Ήταν Έλληνες δημοσιογράφοι που ρωτούσαν τα ονόματα των παικτών της Παχτακόρ. Τι τα θέλετε, ρε παιδιά; τους ρώτησα. Σκοτώθηκαν σε αεροπορικό δυστύχημα, μου είπαν. Πάγωσα. Μου κόπηκαν τα πόδια. Αν έμενα στην Τασκένδη, θα ήμουν κι εγώ νεκρός», είχε πει ο ίδιος.