Περιμένοντας τον… Πούτιν


Ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι προσπαθούν να ωθήσουν τη Ρωσία να εμπλακεί σε πόλεμο με την Ουκρανία, και γι’ αυτό σφίγγει τον στρατιωτικό κλοιό γύρω από τη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης με την ανάπτυξη δυνάμεων και εξοπλισμού, από τη Λευκορωσία έως την Κριμαία, μέχρι και τη Δυτική Ρωσία. Ο Τζο Μπάιντεν στήνει στον τοίχο τη Ρωσία για επιθετική συμπεριφορά και ανάβει το «πράσινο φως» για την ανάπτυξη 3.000 Αμερικανών στρατιωτών στην Ανατολική Ευρώπη.

Αναδημοσίευση από τη «Βραδυνή της Κυριακής»

Της Σόφης Λούκα

Μέσα σε όλα, η Τουρκία διεκδικεί ρόλο μεσολαβητή στην κρίση συνάπτοντας με την Ουκρανία συμφωνία για την κατασκευή μη επανδρωμένων αεροσκαφών, την ώρα που η Ευρώπη, αντιμέτωπη με τις ολοένα υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, ανησυχεί για την επάρκεια των σχετικών αποθεμάτων της σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Όπως έγραφε αυτές τις ημέρες ο «Guardian», το διεθνές σκηνικό γύρω από την κρίση μοιάζει με το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση όλοι περιμένουν τον Ρώσο πρόεδρο να πάρει μία απόφαση για πόλεμο, που ίσως και να μην την πάρει ποτέ.

«Σπάνια στο πεδίο των ανθρώπινων συγκρούσεων, τόσα πολλά εξαρτιόνταν από τις ιδιοτροπίες ενός άνδρα», συμπλήρωνε από την πλευρά του ο «Economist». Γιατί το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι αν, τελικά, ο Πούτιν θα εισβάλει στην Ουκρανία, όπως υπονοεί η συγκέντρωση των ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα, ή απλά μπλοφάρει για να κερδίσει περισσότερες παραχωρήσεις από τη Δύση. Ο Ρώσος πρόεδρος έχει συνδέσει την πιθανότητα μίας νέας σύγκρουσης: 1) με την αποκήρυξη της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, 2) τη μη ανάπτυξη της στρατιωτικής υποδομής της Συμμαχίας, και 3) την επιστροφή των δυνάμεων στα επίπεδα του 1997, όταν υπογράφηκε η ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ – Ρωσίας. Η αλήθεια είναι ότι τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Τζο Μπάιντεν στο εσωτερικό της χώρας του, η νέα κυβέρνηση στη Γερμανία και η ενεργειακή εξάρτησή της σε ποσοστό 50% από τη Ρωσία, αλλά και η πτώση της δημοτικότητας του προέδρου Βολοντομίρ Ζελένσκι στην Ουκρανία, ευνοούν την αύξηση των σχετικών πιέσεων. Αν, μάλιστα, αληθεύει η απάντηση του ΝΑΤΟ που δημοσίευσε η «El Pais», ότι η Συμμαχία και οι ΗΠΑ απορρίπτουν το αίτημα για μη επέκταση προς Ανατολάς στο μέλλον, αλλά είναι διατεθειμένες να διαπραγματευτούν για την εξεύρεση μέτρων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, φαίνεται ότι η τακτική του Πούτιν αποδίδει καρπούς. 

Επειδή, όμως, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος για τις ρωσικές προθέσεις, πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ποιες θα ήταν οι συνέπειες ενός τέτοιου πολέμου είτε επρόκειτο για μία μεγάλης κλίμακας εισβολή με στόχο την κατάληψη του Κιέβου είτε για μία μικρότερη με στόχο την προσάρτηση περισσότερων ουκρανικών εδαφών κοντά στην Κριμαία ή απλά για τη σωτηρία του Ντονμπάς στα ανατολικά της χώρας. Ένας πόλεμος στην Ουκρανία θα προκαλούσε σημαντικές ρωσικές απώλειες, ενώ η χώρα θα δεχόταν καίριο πλήγμα από τις βαριές κυρώσεις που θα ακολουθούσαν. Οι τράπεζές της θα δέχονταν σκληρή ποινή και η Οικονομία της θα στερούνταν τα κρίσιμα αμερικανικά συστατικά υψηλής τεχνολογίας. «Η ρωσική Οικονομία είναι η αχίλλειος πτέρνα του (Πούτιν), στην ουκρανική κρίση», έγραφε αυτές τις ημέρες χαρακτηριστικά η «Le Figaro». 

Ένας πόλεμος στην Ουκρανία θα έπληττε επίσης τους Ρώσους ολιγάρχες, ακόμα και τον ίδιο τον Πούτιν, αφού θα είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να ξοδεύουν και να αποταμιεύουν στο εξωτερικό, ενώ οι απλοί πολίτες της χώρας θα υπέφεραν από χειροτέρευση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου τους τα τελευταία 7 χρόνια. Το στρατηγικό κόστος της σύγκρουσης για τη Ρωσία δεν είναι επίσης αμελητέο, καθώς κάθε χώρα στη σκιά της θα αναθεωρούσε τους υπολογισμούς ασφαλείας της και το ΝΑΤΟ θα ενίσχυε την άμυνά του στα ανατολικά μέλη του, ενώ η Σουηδία και η Φινλανδία μπορεί να εντάσσονταν στη Συμμαχία. Σε διεθνές επίπεδο μία τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε προηγούμενο πολιτικής αποσταθεροποίησης και θα ενθάρρυνε και άλλα κράτη όπως η Κίνα να εισβάλει στην Ταϊβάν και το Ιράν ή η Συρία να επιχειρήσουν επεκτατικές κινήσεις με μεγάλο κόστος, αλλά άνευ τιμωρίας, σημειώνει, τέλος, ο «Economist». 

Η Ευρώπη και το φυσικό αέριο 

Μία εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα έριχνε σε δίνη την αγορά του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, καθώς οι ρωσικές εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το 40% της ευρωπαϊκής κατανάλωσης. Παρότι ο Μάικ Φούλγουντ, ανώτατος ερευνητής του Ινστιτούτου της Οξφόρδης για της Ενεργειακές Σπουδές, δήλωσε αυτές τις ημέρες στο «Politico», ότι δεν πιστεύει πως η Ρωσία θα έκλεινε τις στρόφιγγες προς την Ευρώπη, καθώς κερδίζει πολλά χρήματα από τα κράτη της (μόνο για το 2022 η Ε.Ε. προβλέπεται να ξοδέψει 1 τρισ. δολάρια για Ενέργεια, ποσό διπλάσιο από αυτό που διέθεσε το 2019), η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι γίνονται κινήσεις για την εξασφάλιση της παροχής από εναλλακτικές πηγές από όλο τον κόσμο.

Στην περίπτωση, πάντως, που η Ρωσία αποφασίσει τελικά να τιμωρήσει τους Ευρωπαίους τα αποθέματα σε φυσικό αέριο της Ε.Ε. φτάνουν μέχρι τον Απρίλιο, σύμφωνα με τους ειδικούς σε ζητήματα Ενέργειας, του think tank Bruegel. Εάν, μάλιστα, ο χειμώνας συνεχίσει να δείχνει τα δόντια του οι ελλείψεις θα αρχίσουν να φαίνονται ήδη από τον Μάρτιο, ενώ λίγος χρόνος θα εξαγοραστεί για όλους αν τα κράτη-μέλη αρχίσουν να καίνε πετρέλαιο και άνθρακα. Οι χώρες που θα πληγούν πρώτες είναι η Φινλανδία, η Λετονία, η Εσθονία, η Βουλγαρία, η Σλοβακία, η Κροατία και η Τσεχία, που το 2020 έλαβαν πάνω από τα δύο τρίτα του φυσικού αερίου τους από τη Ρωσία, και μετά η Αυστρία, η Ελλάδα, η Γερμανία, η Ιταλία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Σλοβενία, που αποκόμισαν το 40% των σχετικών αναγκών τους από την ίδια χώρα.

vradini.gr



agrinio24.gr