Πώς μόνο ένας άνθρωπος ανάγκασε 1,25 τουρίστες να τον επισκεφθούν


Είναι τέσσερις τα ξημερώματα στην Ταϊβάν και όλα είναι σκοτεινά. Οι 2,8 εκατομμύρια κάτοικοι της πόλης Taichung κοιμούνται ακόμα, οι πινακίδες νέον έχουν πια σβήσει και η μόνη σιλουέτα, που κινείται στους σιωπηλούς δρόμους, είναι αυτή ενός 96χρονου άνδρα, που προχωρά μέσα στο σκοτάδι.

Κάθε πρωί, αχάραγα ακόμα, ο Huang Yung-fu ανάβει μία μικρή λάμπα, αφήνει πίσω του το μικρό του μπάνγκαλοου κουβαλώντας τις μπογιές του και βγαίνει στον δρόμο. Ενώ η πόλη γύρω του κοιμάται, ο Huang κάθεται σκυφτός σε ένα σκαμνί για τρεις ώρες και ήσυχα κι αθόρυβα «στολίζει» με τα πινέλα του τους τσιμεντένιους τοίχους, τα πεζοδρόμια και τα παράθυρα, με μία έκρηξη παιχνιδιάρικων τοιχογραφιών και χρωμάτων που θυμίζουν καλειδοσκόπιο.

Αυτό που άρχισε πριν από χρόνια με ένα απλό πουλί, που είχε ζωγραφίσει ο Huang στον τοίχο του υπνοδωματίου του, έχει σήμερα γιγαντωθεί σε χιλιάδες σχέδια. Σήμερα, αυτός ο μαγικός παραμυθένιος κόσμος με καρικατούρες, σχέδια ζώων και σουρεαλιστική τέχνη καλύπτει κάθε χιλιοστό της πρώην στρατιωτικής εγκατάστασης, που αποκαλείται Rainbow Village (χωριό του ουράνιου τόξου). Και σήμερα, περισσότεροι από ένα εκατομμύριο επισκέπτες συρρέουν στο χωριό κάθε χρόνο για να συναντήσουν τον γηραιό καλλιτέχνη και μοναχικό κάτοικο, που με τρυφερότητα προσφωνούν «Grandpa Rainbow».

Είναι δύσκολο να μην χαμογελά κανείς καθώς περιπλανιέται στους πολύχρωμους ονειρικούς δρόμους. Μικρές τίγρεις ξεγλιστρούν από τους τοίχους, γατιά κρύβονται στα σοκάκια και ολόκληρη παρέλαση από πάντα, παπαγάλους και ανθρώπους κοσμεί τα κατώφλια. Σαμουράι χορεύουν, αστροναύτες αιωρούνται και ζευγάρια φιλιούνται, όλα αυτά στο παράλληλο σύμπαν του Rainbow Village.

Και μπορεί η μεγάλης κλίμακας δημιουργία του Huang να παραπέμπει σε έργο ζωής, ωστόσο ο αυτοδίδακτος ζωγράφος δεν έπιασε πινέλο, συστηματικά τουλάχιστον, παρά πριν από δέκα χρόνια, στην αν μη τι άλλο ώριμη ηλικία των 86 ετών. Και όχι μόνο μεταμόρφωσε το χωριό του σε μια ολοζώντανη αφήγηση παραμυθιού αλλά και το έσωσε από την κατεδάφιση, που είχε ήδη ξεκινήσει.

«Πριν από δέκα χρόνια, η κυβέρνηση απείλησε να γκρεμίσει αυτό το χωριό. Αλλά δεν ήθελα να φύγω. Αυτό είναι το μοναδικό σπίτι που γνώρισα ποτέ στην Ταϊβάν, κι έτσι άρχισα να ζωγραφίζω», αφηγείται ο Huang.

Διαφυγή στην Ταϊβάν

Ο Huang γεννήθηκε έξω από το Guangzhou της Κίνας και θυμάται να ζωγραφίζει με τον πατέρα του σε ηλικία 5 ετών. Το 1937, έφυγε από το σπίτι του, 15χρονο αγόρι, για να πολεμήσει τους Ιάπωνες στον δεύτερο Σινο-ιαπωνικό πόλεμο. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μπήκε στον αγώνα κατά της κυβέρνησης του Μάο Τσε Τουνγκ. Αλλά όταν επήλθε η ήττα, το 1949, και ο Μάο έφτιαξε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ο Huang και δύο εκατομμύρια ακόμα στρατιώτες με τις οικογένειες τους ακολούθησαν τον Chiang Kai-shek, καθώς διέφευγε στην Ταϊβάν.

Για να στεγάσει τους πρόσφυγες, που κατέφταναν σε μεγάλους αριθμούς, οικογένειες στρατιωτικών φιλοξενήθηκαν σε εκατοντάδες «στρατιωτικά χωριά» στο νησί. Αυτοί οι βιαστικά κατασκευασμένοι καταυλισμοί είχαν στόχο να στεγάσουν τους στρατιώτες μέχρι να κοπάσει η μπόρα και μέχρι να ξανακαταληφθεί η ηπειρωτική χώρα. Αυτό δεν έγινε ποτέ και έτσι τα προσωρινά καταλύματα εξελίχθηκαν σε μόνιμες κατοικίες.

Έχοντας περάσει από διάφορες αεροπορικές βάσεις στην Ταϊβάν, ο Huang πυροβολήθηκε δύο φορές και τραυματίστηκε σοβαρά στη διάρκεια της δεύτερης κρίσης στα στενά της Ταϊβάν. Όταν τελικά αποστρατεύτηκε, το 1978, με χρυσό μετάλλιο για τις υπηρεσίες που πρόσφερε, μάζεψε τις οικονομίες του και μετακόμισε σε ένα μπάνγκαλοου στο χωριό, όπου είχε ζήσει ευτυχισμένα τα προηγούμενα σαράντα χρόνια. Σήμερα, οι επισκέπτες μπορούν να βρουν την πόρτα του δικού του σπιτιού εντοπίζοντας τη ζωγραφιά του χαμογελαστού στρατιώτη που κρατά μία βούρτσα.

Από στρατιώτης καλλιτέχνης

Καθώς το «όνειρο» της ανακατάληψης της ηπειρωτικής Κίνας έσβηνε με τα χρόνια, πολλοί από τους ανθρώπους που ήταν εξαρτημένοι από τον στρατό εγκατέλειψαν τα σπίτια τους στους καταυλισμούς. Τα οικήματα που εξακολούθησαν να κατοικούνται άρχισαν να υποκύπτουν στο βάρος του χρόνου. Έτσι, η κυβέρνηση της Ταϊβάν άρχισε τη δεκαετία του ’80 και του ’90 καμπάνια για την κατεδάφιση των ετοιμόρροπων κτισμάτων και την κατασκευή, στη θέση τους, πολυώροφων πολυκατοικιών. Σήμερα, μόνο τριάντα από τα αρχικά 879 στρατιωτικά χωριά διατηρούνται ακόμα.

«Όταν ήρθα εδώ, το χωριό αποτελούνταν από 1.200 νοικοκυριά και όλοι καθόμαστε και μιλούσαμε σαν μία μεγάλη οικογένεια» περιγράφει ο Huang. «Αλλά τότε όλοι άρχισαν να φεύγουν, άλλοι πέθαναν, κι έτσι έμεινα μόνος».

Έως το 2008, οι εργολάβοι είχαν γκρεμίσει τα 1.200 σπίτια του χωριού, εκτός από έντεκα, και ο Huang είδε τους φίλους του να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο. Άγαμος και χωρίς οικογένεια στην Ταϊβάν, δεν είχε πουθενά να πάει. Έτσι έμεινε εκεί. Μέχρι που δεν υπήρχε κανένας άλλος κι έμεινε μόνος. Όταν έλαβε μία επιστολή από την κυβέρνηση, που τον καλούσε να εγκαταλείψει το χωριό, έκανε κάτι που είχε να κάνει από παιδί: Έπιασε τα πινέλα και τις βούρτσες του. Πρώτος «σύντροφός» του ήταν το μικρό πουλί, που ζωγράφισε στο δικό του κατάλυμα. Ακολούθησαν γάτες, άνθρωποι και αεροπλάνα. Λίγο μετά, οι πολύχρωμες δημιουργίες του άρχισαν να βγαίνουν από το σπίτι του και να ξεχύνονται στα εγκαταλελειμμένα κτίρια του χωριού και τους έρημους δρόμους του.

Η ώρα της αναγνώρισης

Μία νύχτα του 2010, καθώς ο Huang απομακρυνόταν στο φως του φεγγαριού, ένας φοιτητής από το κοντινό πανεπιστήμιο Ling Tung University έπεσε τυχαία πάνω στο ηλικιωμένο καλλιτέχνη κι έμαθε για τον μοναχικό αγώνα του να κρατήσει μακριά τις μπουλντόζες με μία πινελιά τη φορά. Αφού έβγαλε μερικές φωτογραφίες, ο φοιτητής ξεκίνησε καμπάνια συγκέντρωσης χρημάτων για να αγοράσει περισσότερες μπογιές για τον Huang αλλά και εκστρατεία προστασίας της εγκατάστασης από την κατεδάφιση.

«Ο κόσμος ενθουσιάστηκε με το πάθος του αλλά και συγκινήθηκε με την προσπάθεια των φοιτητών να βοηθήσουν τον ηλικιωμένο άνδρα» λέει ο Andrea Yi-Shan Yang, επικεφαλής της υπηρεσίας Πολιτισμού της Taichung. «Καθώς εξαπλώνονταν τα νέα για τον Grandpa Rainbow, το θέμα του έγινε γρήγορα εθνικό. Είχε την προσοχή και τη συμπόνοια όλης της κοινωνίας».

Μέσα σε μερικούς μήνες, ο δήμαρχος της Taichung «βομβαρδίστηκε» από 80.000 (!) email πολιτών, που τον καλούσαν να προστατεύσει την πρώην στρατιωτική εγκατάσταση. Κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, η επιθυμία τους ικανοποιήθηκε και τον Οκτώβριο του 2010, ο δήμαρχος της Taichung έδωσε εντολή τα εναπομείναντα έντεκα κτήρια, οι δρόμοι και οι γύρω περιοχές να προστατευτούν ως δημόσιο πάρκο.

Παρότι πέτυχε τον σκοπό του, τη σωτηρία, δηλαδή, του σπιτιού και του «χωριού» του, ο  Huang συνεχίζεται να ξυπνά πολύ πριν την αυγή, να πιάνει τη βούρτσα του και να είναι πανέτοιμος για το «καθήκον» του, μία συνήθεια που του έμεινε από το αυστηρό πρόγραμμα της στρατιωτικής ζωής του. «Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορώ να κάνω πια, αλλά να ζωγραφίζω μπορώ» λέει ο ίδιος. «Αυτό με κρατά υγιή και πολλές φορές λίγο χρώμα μπορεί να μετατρέψει κάτι παλιό σε κάτι πανέμορφο».

Εκτός από υγιή, τον κρατά και νέο. Τα έργα του ο Huang τα εμπνέεται από τις παιδικές αναμνήσεις του και από τη φαντασία του. Και είναι κάπως ποιητική η εικόνα ενός ανθρώπου που υπήρξε σε όλη τη ζωή του στρατιώτης και δεν είχε πιάσει πινέλο για 70 χρόνια να ζωγραφίζει το κουτάβι, που λάτρευε όταν ήταν παιδί, τους αγαπημένους του δασκάλους, και σκηνές από τον ίδιο με τα μικρότερα αδέλφια του να παίζουν μαζί στην κινεζική ύπαιθρο.

«Ο κόσμος που έρχεται εδώ μερικές φορές συγκρίνει την τέχνη του με αυτή του Ισπανού Χουάν Μιρό, ή του Ιάπωνα σκηνοθέτη Hayao Miyazaki» λέει ο Lin Young Kai, εργαζόμενος στο Rainbow Village, που βοηθά τον Huang. «Απλώς ζωγραφίζει ό,τι νιώθει και ό,τι θυμάται».

Τουριστικό αξιοθέατο

Καθώς οι φωτογραφίες του Huang και των δημιουργιών του κυκλοφορούσαν ολοένα και περισσότερο, το πάρκο έγινε πόλος έλξης επισκεπτών. Σύμφωνα με αξιωματούχους της πόλης, το 2016 περισσότεροι από 1,25 εκατ. άνθρωποι συνέρρευσαν στα στενά του Rainbow Village. Ο Huang συνήθως βγαίνει έξω για να χαιρετίσει τους «φιλοξενούμενούς» του, καλοντυμένος και με τα χέρια συχνά βαμμένα από τις μπογιές.

Για το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας, ο Huang στηριζόταν στα νομίσματα που άφηναν αν ήθελαν οι επισκέπτες σε ένα μικρό κουτί έξω από το σπίτι του, προκειμένου να τον βοηθήσουν να αγοράζει τις μπογιές του. Σήμερα, ο Lin και μία ομάδα νέων ανθρώπων τον βοηθούν να πουλά καρτ ποστάλ και αφίσες με τα έργα του. Όλα τα έσοδα δωρίζονται σε τοπικές οργανώσεις που βοηθούν ηλικιωμένους. Και όποτε οι επισκέπτες αυξάνονται πάρα πολύ, εκείνος «κρύβεται» στο σπίτι του ή κάθεται δίπλα σε ένα κοντινό ποταμάκι, για να κλείσει τα μάτια του και να αφοσιωθεί στον ήχο του κελαρυστού νερού.

Grandma Rainbow

Τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση της υγείας του Huang επιδεινώθηκε σημαντικά και πέρασε πολλές ημέρες στο νοσοκομείο, στη μονάδα εντατικής θεραπείας. «Μερικές φορές είναι η καρδιά μου, άλλοτε είναι οι πνεύμονές μου, που έχουν πρόβλημα» λέει ο ίδιος. «Φαντάζομαι, γερνάω».

Παρά το «ψευδώνυμό» του «granpa», ο 96χρονος δεν έχει δικά του παιδιά. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και πάντα πίστευε πως θα ζήσει τις τελευταίες του μέρες μόνος, στο μοναχικό κατάλυμά του. Αλλά το 2013, ο Huang βρήκε την αγάπη που ποτέ δεν περίμενε, και μάλιστα στο νοσοκομείο. Δίνοντας μάχη με βαριά μορφή πνευμονίας, ερωτεύτηκε μία ηλικιωμένη νοσοκόμα που τον φρόντιζε, και λίγο μετά την παντρεύτηκε. Τώρα ο πληθυσμός του Rainbow Village είναι πια διπλάσιος και η λεγόμενη «Grandma Rainbow» μοιράζεται τη μικρή «φωλιά» του Huang και τον μαγευτικό κόσμο που έχει ο ίδιος δημιουργήσει. «Από τότε που τη γνώρισα, μόνο οι πνεύμονές μου πονούν» λέει ο ίδιος και χαμογελά. «Η καρδιά μου είναι καλύτερα».

Αποχαιρετισμός

Μετά τη μεσημεριανή σιέστα, ο Huang βγαίνει και πάλι από το σπίτι του και συναντά τους επισκέπτες του χωριού του. Καθώς οι ταξιδιώτες ποζάρουν μαζί του για φωτογραφίες, εκείνος φωτογραφίζεται μετά χαράς και τους παρακαλεί να τον ξαναεπισκεφθούν σύντομα.

Κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμα ο Huang θα μπορεί να ζωγραφίζει ή τι μπορεί αν συμβεί στον πολύχρωμο κόσμο που έπλασε μετά τον θάνατό του. Υπάρχουν σκέψεις μετατροπής του σε σχολείο τεχνών για παιδιά ή μετατροπής του σπιτιού του σε μουσείο. Αλλά στα 96 του πια, ο Huang ζει την κάθε μέρα.

«Αν μπορώ αύριο να σηκωθώ και να ζωγραφίσω, θα το κάνω» λέει, βλέποντας τους επισκέπτες να περιδιαβαίνουν μπροστά του. «Αν δεν μπορώ, θα νιώθω καλά γνωρίζοντας πως αυτό το μέρος θα συνεχίσει να υπάρχει και να κάνει τον κόσμο χαρούμενο».

 



Πηγή