Πού χάνονται οι πεταλούδες της Ευρώπης;


Παρά τις επιτυχίες των ευρωπαϊκών πολιτικών για το περιβάλλον, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτές δεν επαρκούν. Ο χαρακτήρας και η κλίμακα των περιβαλλοντικών προκλήσεων απαιτούν ένα πιο φιλόδοξο όραμα και πολύ πιο απαιτητικούς στόχους, που θα λειτουργήσουν ως κινητήριος δύναμη για μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η έκθεση «Το περιβάλλον στην Ευρώπη 2020 – κατάσταση και προοπτικές», που δίνεται σήμερα στη δημοσιότητα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, αποτυπώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί την τελευταία πενταετία αλλά και τις αιτίες που μείζονα περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως η απώλεια βιοποικιλότητας, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής στην υγεία των πολιτών, παραμένουν.

Η έκθεση πραγματοποιείται κάθε πέντε χρόνια – η βασική διαφορά της από τις αντίστοιχες εκθέσεις, όπως του ΟΗΕ, είναι ότι συνδέεται άμεσα με την ατζέντα της πολιτικής στην Ε.Ε., υποστηρίζοντας όχι μόνο την ενημέρωση του κοινού αλλά και τη λήψη αποφάσεων. «Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει περιβαλλοντικές προκλήσεις πρωτοφανούς κλίμακας και σοβαρότητας. Αναγνωρίζοντας τις προκλήσεις αυτές η Ε.Ε. έχει δεσμευθεί σε μία σειρά από μακροπρόθεσμους στόχους βιωσιμότητας με απώτερο στόχο το “ζούμε καλά, εντός των δυνατοτήτων του πλανήτη μας”. Η επίτευξη αυτών των στόχων δεν θα είναι δυνατή χωρίς μια ταχεία, εκ βάθρων στροφή στον τρόπο αντίδρασης της Ε.Ε. Η Ευρώπη πρέπει να βρει τρόπο να ξανασκεφθεί όχι μόνο τα κοινωνικά συστήματα που καθοδηγούν τις περιβαλλοντικές και κλιματικές πιέσεις – όχι μόνο ως προς τις τεχνολογίες και τις διαδικασίες, αλλά και ως προς το μοντέλο κατανάλωσης και τον τρόπο ζωής», ξεκινά η 500 σελίδων έκθεση. «Η φετινή έκθεση έρχεται σε μια ιδιαίτερη στιγμή, λόγω της συζήτησης που υπάρχει σε ανώτατο επίπεδο για ένα νέο “Green Deal”», αναφέρει ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, Χανς Μπρούινιξ. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε “business as usual”, η Ε.Ε. πρέπει να ηγηθεί της μετάβασης».

Η έκθεση αναλύει την κατάσταση του περιβάλλοντος σε 12 τομείς προτεραιότητας. Ενδεικτικά:

• Η Ε.Ε. συνεχίζει να χάνει πολύτιμο φυσικό κεφάλαιο, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Οι προστατευόμενες περιοχές έχουν αυξηθεί, η ποιότητα των οικοτόπων έχει βελτιωθεί, ωστόσο αυτό που τίθεται σε αμφισβήτηση είναι αν το σύστημα αυτό αρκεί. «Το ερώτημα για το μέλλον είναι αν η βιοποικιλότητα μπορεί να προστατεύεται μόνο στο 25% ή 30% της έκτασης της Ευρώπης. Η απάντηση είναι όχι. Ηδη, παρατηρούμε ότι από το 1990 έχουν χαθεί το 31% των κοινών ειδών πουλιών και το 34% των πεταλούδων των λιβαδιών», λέει ο κ. Μπρούινιξ. Κύρια απειλή για τη βιοποικιλότητα είναι η γεωργία.

• Οι «τεχνητές επιφάνειες» (αυτές, δηλαδή, οι οποίες έχουν με κάποιο τρόπο χτιστεί) αυξήθηκαν από το 2000 κατά 7,1%. 

• Τα θαλάσσια οικοσυστήματα παραμένουν υπό απειλή λόγω της υπερεκμετάλλευσής τους. Εκτιμάται ότι το 93,9% των εμπορεύσιμων ψαριών και οστρακοειδών υπεραλιεύεται. Πάντως, το 2012-2016 το δίκτυο θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών στην Ε.Ε. διπλασιάστηκε. Ψηλά στην ατζέντα και το ζήτημα της θαλάσσιας ρύπανσης, καθώς 8 εκατ. τόνοι πλαστικών καταλήγουν κάθε χρόνο στις θάλασσες της Ε.Ε.

• Η Ε.Ε. μάλλον θα επιτύχει τον στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% έως το 2020. Ωστόσο, η δυναμική που έχει δημιουργηθεί δεν επαρκεί για την επίτευξη των στόχων του 2030 (-32%).  «Αν θέλουμε η Ευρώπη να γίνει μια κλιματικά ουδέτερη ήπειρος, πρέπει να διεκδικήσουμε τον στόχο περαιτέρω μείωσης των αέριων ρύπων κατά 50-55%», εκτιμά ο κ. Μπρούινιξ.

• Η κατανάλωση ενέργειας στην Ευρώπη συνεχίζει να μειώνεται. Το 2017 ήταν 6% χαμηλότερη από το 2005, αλλά 3% υψηλότερη από το 1990. Κύρια αιτία είναι η εφαρμογή πολιτικών βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας, δομικές αλλαγές στην οικονομία και φυσικά η οικονομική κρίση. Το ποσοστό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανέρχεται σε 17,5%.

• Η αξία της αγροτικής γης αναμένεται να πέσει σημαντικά τα επόμενα χρόνια στις μεσογειακές χώρες λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας και της μείωσης των βροχοπτώσεων.

• Η παραγωγή αποβλήτων συνεχίζει να αυξάνεται ελαφρά τα τελευταία χρόνια. Ειδικά για τα αστικά απορρίμματα (που αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των αποβλήτων), η παραγωγή έπεσε από το 2007 έως το 2012, αλλά άρχισε να αυξάνεται και πάλι από το 2013. Το 2016, το 53,7% όλων των αποβλήτων ανακυκλώθηκε, το 23,5% οδηγήθηκε σε ταφή και το 20,5% αποτεφρώθηκε. Παρότι στην «ιεραρχία» της διαχείρισης των απορριμμάτων η ανακύκλωση είναι προτιμότερη από την αποτέφρωση, και οι δύο αυξήθηκαν κατά 2% σε σχέση με το 2010, ενώ η ταφή μειώθηκε κατά 4%.



Εικαστική παρέμβαση αποτυπώνει το μέγεθος της πλαστικής ρύπανσης στη θάλασσα.

Απαιτούνται επείγουσες δράσεις για την επόμενη δεκαετία

Η επόμενη δεκαετία, έως το 2030, θα είναι κρίσιμης σημασίας: θα καθορίσει τις ευκαιρίες της Ευρώπης στον 21ο αιώνα. Θα χρειαστεί μια ουσιαστική στροφή στον χαρακτήρα και στο είδος των ευρωπαϊκών πολιτικών, αλλά και συντονισμένες δράσεις στην κοινωνία. Οπως αναφέρει η έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, η Ευρώπη θα πρέπει να επιτύχει μια ταχεία, εκ θεμελίων μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα που θα είναι κλιματικά ουδέτερη και πιο αποδοτική στην αξιοποίηση των πόρων της.

Υπάρχουν αξιοσημείωτα εμπόδια στην επίτευξη μιας συστημικής αλλαγής στον βαθμό και στην ταχύτητα που απαιτείται, παρατηρεί η έκθεση. Ο κόσμος έχει συνηθίσει τις αρνητικές εικόνες και για πολλούς πολίτες και πολιτικούς το κόστος της απραξίας μοιάζει μακρινό. Περαιτέρω, μια συστημική αλλαγή επηρεάζει αναπόφευκτα κατεστημένες επενδύσεις, θέσεις εργασίας, πολιτικές, συμπεριφορές. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να προκαλέσει αντίσταση από τον επιχειρηματικό κόσμο και, ευρύτερα, από την κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, αυξάνονται και οι πολίτες που ζητούν δράση για το κλίμα. Ορισμένες ΜΚΟ κινήθηκαν νομικά εναντίον κυβερνήσεων που δεν έλαβαν επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι καινοτομικές προσεγγίσεις, όπως οι ενεργειακές κοινότητες, τα σχήματα διαμοιρασμού των μεταφορών και φαγητού. Ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις δίνουν τον ρυθμό με τη φιλοδοξία τους.

Στα συμπεράσματά της η έκθεση υποδεικνύει τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει την επόμενη δεκαετία η Ε.Ε., από την ανάπτυξη νέων μακροπρόθεσμων πολιτικών έως τον ανασχεδιασμό των επενδυτικών προτεραιοτήτων και την εξασφάλιση μιας κοινωνικά δίκαιης μετάβασης. «Η επίτευξη των στόχων της συμφωνίας των Παρισίων και της ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη θα απαιτήσει επείγουσες δράσεις για την επόμενη δεκαετία. Για να είμαστε ξεκάθαροι, η Ευρώπη δεν θα επιτύχει τον στόχο της προωθώντας μόνο την οικονομική ανάπτυξη και αναζητώντας τρόπους να διαχειριστεί τις συνέπειές της στο περιβάλλον. Αντίθετα, η βιωσιμότητα πρέπει να γίνει η βασική αρχή για φιλόδοξες και συνεκτικές πολιτικές που θα διατρέχουν την κοινωνία. Οι κυβερνήσεις θα χρειαστεί να αγκαλιάσουν τη φιλοδοξία, τη δημιουργικότητα και τη δύναμη πολιτών, επιχειρήσεων και κοινωνικών ομάδων.

Το 2020 η Ευρώπη έχει μοναδική ευκαιρία να είναι ηγέτης στην παγκόσμια “απάντηση” στις προκλήσεις της βιωσιμότητας. Τώρα είναι η ώρα για δράση», καταλήγει η έκθεση.

«Θα πρέπει να κλείσουμε το κενό στην εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών», λέει ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος Χανς Μπρούινιξ. «Η πρόκληση της επόμενης δεκαετίας είναι να αλλάξουμε δομικά τομείς όπως η αγροτική παραγωγή και οι μεταφορές. Είναι πολύ σημαντικό να γίνουν σωστές επενδύσεις, εκείνες που θα λειτουργήσουν ως δυνάμεις μεταστροφής της οικονομίας. Οποιαδήποτε λάθος επένδυση αυτή την περίοδο θα δεσμεύσει τη χώρα που θα τη λάβει για τα επόμενα 10 ή 20 χρόνια. Για εμένα το “κλειδί” είναι να μικρύνουμε το διάστημα ανάμεσα στην καινοτομία, στην απόφαση και στην εφαρμογή. Ας δούμε για παράδειγμα πώς κατάφερε η Νορβηγία μέσα σε ελάχιστα χρόνια να φθάσει την ηλεκτροκίνηση στο 50%».



kathimerini.gr