Το αρχικό φινάλε του Pretty Woman ήταν «σκοτεινό» και η Τζούλια Ρόμπερτς δεν μπορούσε να το κάνει


Ο αμερικανικός κινηματογράφος βρίθει από ιστορίες αγάπης, άλλες συγκινητικές, άλλες γλυκανάλατες, άλλες έντονες κι άλλες κλασικές «αμερικανιές», όπως συνηθίζουν να τις χαρακτηρίζουν. Ωστόσο, σε αυτό το είδος υπάρχει και μία ταινία που έγραψε τη δική της κινηματογραφική ιστορία. Ένα σύγχρονο παραμύθι, που εδώ και 30 χρόνια σχεδόν, παραμένει υψηλά στις προτιμήσεις του κοινού και είναι πια κλασική στο είδος της.

Ο λόγος για το Pretty Woman, που κάθε φαν του είδους που σέβεται τον (ρομαντικό) εαυτό του την έχει δει περισσότερες από μία φορές. Και δεν βαριέται να την δει ξανά (και γιατί όχι;) και ξανά, ζώντας σα να είναι η πρώτη φορά τον βγαλμένο από τις σελίδες ενός παραμυθιού έρωτα της Βίβιαν Γουόρντ, μία ιερόδουλης και του πετυχημένου επιχειρηματία, Έντουαρντ Λούις.

Κι, όμως, το σύγχρονο αυτό παραμύθι στην αρχική του μορφή δεν είχε καμία σχέση με αυτό που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες στα τέλη Νοεμβρίου του 1990. Το αρχικό φινάλε της ταινίας ήταν «σκοτεινό» και διαπραγματευόταν την πορνεία και τον σκοτεινό κόσμο αυτής, στο Λος Άντζελες. Και αν δεν ήταν ο πρόεδρος της Walt Disney Pictures Τζέφρεϊ Κάτζενμπεργκ να επιμείνει να το αλλάξουν και να του δώσουν τον χαρακτήρα ενός σύγχρονου παραμυθιού, δεν θα είχαμε το Pretty Woman.

Και μάλλον δεν θα είχαμε ούτε την Τζούλια Ρόμπερτς στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Γιατί μπορεί να ήταν η πρώτη που έκλεισε για την ταινία, όμως, όπως παραδέχθηκε η ίδια πριν λίγο καιρό, δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό το ρόλο.

Η πλοκή

Ο Έντουαρντ Λούις, ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, κάνει μια βόλτα στη λεωφόρο Μπούλεβαρντ του Χόλυγουντ. Εκεί συναντά την ιερόδουλη Βίβιαν. Μετά από συζήτηση, ο Έντουαρντ την προσλαμβάνει ως συνοδό του σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις για μία εβδομάδα. Η Βίβιαν του λέει ότι θα του κοστίσουν οι υπηρεσίες της και εκείνος της δίνει 3.000 δολάρια, τα οποία δέχεται.

Η παρουσία της στο ξενοδοχείο όπου μένει ο Έντουαρντ δεν περνά απαρατήρητη, κυρίως, λόγω της εμφάνισής της. Ο  μάνατζερ του ξενοδοχείου, Μπέρναρντ Τόμσον, αν και αρχικά είναι επιφυλακτικός μαζί της, σύντομα γίνεται φίλος της και προσφέρεται να την «προπονήσει» στους καθώς πρέπει τρόπους που πρέπει να έχει σε ένα δείπνο.

Σε έναν αγώνα πόλο, όπου παρευρίσκονται, ο Έντουαρντ αναγκάζεται να αποκαλύψει στο συνέταιρό του την ιδιότητα της Βίβιαν κι εκείνος την προσβάλλει. Μετά από Τότε ο Φίλιπ πηγαίνει στη Βίβιαν και την προσβάλλει. Όταν γυρνάνε στο ξενοδοχείο, η Βίβιαν είναι έξαλλη με τον Έντουαρντ που μίλησε στον Φίλιπ γι’ αυτήν και σκοπεύει να φύγει. Ο Έντουαρντ τότε της ζητά συγνώμη και την πείθει να μείνει για το υπόλοιπο της εβδομάδας.

Όταν ο Έντουαρντ προσφέρεται να της αγοράσει ένα διαμέρισμα για να συνεχίσει να τη βλέπει, εκείνη προσβάλλεται λέγοντας πως αυτό δεν είναι το παραμύθι που επιθυμεί. Μετά από διάφορες καταστάσεις, η Βίβιαν επιστρέφει στο σπίτι της και με τη φίλη της, την Κιτ ετοιμάζονται να φύγουν για το Σαν Φρανσίσκο.

Μέχρι που εμφανίζεται ο Έντουαρντ με μια άσπρη λιμουζίνα και σκαρφαλώνει στις σκάλες εξόδου κινδύνου με ένα τριαντάφυλλο στο στόμα του και με ένα φιλί, προσφέρουν στο κοινό το happy end που όλοι επιθυμούσαν! Με λίγα λόγια, «Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα».

Το «σκοτεινό» αρχικό φινάλε

Κι, όμως, το αρχικό φινάλε της ταινίας μόνο happy δεν ήταν. Αντίθετα, οι συντελεστές μέχρι και σήμερα το χαρακτηρίζουν ως «σκοτεινό», με δρματικό τόνο ενώ δεν είχε καν τα ρομαντικά και κωμικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν το Pretty Woman.

Το σενάριο υπογράφει ο νεαρός J.F. Lawton, ο οποίος μέχρι τότε παιδευόταν για να μπει στον θαυμαστό κόσμο του Χόλιγουντ. Είχε γράψει το σενάριο κάποιων ταινιών, αλλά δεν είχαν καμία ανταπόκριση προκειμένου να ξεκινήσει το επαγγελματικό του ταξίδι στον κινηματογράφο. Μέχρι, που αποφάσισε να γράψει για την ιστορία μία ιερόδουλης που γνωρίζει έναν ισχυρό επιχειρηματία και προσφέρεται να είναι η συνοδός του για μία εβδομάδα, έναντι αμοιβής.

Για την ακρίβεια, η συμφωνία ήταν να εισπράξει η Βίβιαν 3 χιλιάδες δολάρια και αυτός ήταν μάλιστα ο αρχικός τίτλος της ταινίας. Η σχέση των δύο πρωταγωνιστών δεν ήταν τόσο ρομαντική, με τη Βίβιαν να είναι εθισμένη στα ναρκωτικά, ενώ μέρος της συμφωνίας με τον Έντουαρντ ήταν να απέχει από αυτά για μια εβδομάδα.

Ο λόγος που δέχτηκε τη συμφωνία, ήταν γιατί χρειαζόταν τα λεφτά για να πάει στη Ντίσνεϋλαντ. Όσο για το φινάλε, δεν είχε λιμουζίνα, ούτε ρομαντικό φιλί. Για την ακρίβεια, τελείωνε με τον Έντουαρντ να την πετάει έξω από το αυτοκίνητο σε ένα σκοτεινό σοκάκι και να της δίνει τα χρήματα που είχαν συμφωνήσει. Και στη συνέχεια, η Βίβιαν μαζί με της φίλη της επιβιβάζονταν στο λεωφορείο για Ντίσνεϋλαντ.

Βέβαια, από το αρχικό σενάριο κρατήθηκαν κάποιες σκηνές, όπως το δείπνο και η όπερα.

Η μεγάλη αλλαγή

Ο σκηνοθέτης Γκάρι Μάρσαλ, είναι η αλήθεια, πως ήθελε ένα σκοτεινό φινάλε. Άλλωστε, η ταινία αρχικά διαπραγματευόταν την πορνεία στο Λος Άντζελες και ως θέμα άρεσε στον Μάρσαλ. Ωστόσο, το στόρι του Lawton «έπεσε» πάνω στην πεισματική άρνηση της παραγωγού, Λόρα Ζίσκιν η οποία ήταν σίγουρη πως ο χαρακτήρας της Βίβιαν θα γινόταν αντιπαθητικός, ενώ δεν πίστευε πως και η ταινία δεν θα τύγχανε θερμής ανταπόκρισης.

Μαζί της συμφώνησε και η Disney που ήθελε μία ιστορία να μοιάζει περισσότερο με παραμύθι. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο σεναριογράφος, η Τζούλια Ρόμπερτς και ο Ρίτσαρντ Γκιρ δεν θα ταίριαζαν σε ένα πιο «σκοτεινό» στόρι. Αν είχαν δεχτεί ο Αλ Πατσίνο και η Μισέλ Φάιφερ, που ήταν και οι αρχικές επιλογές (αλλά απέρριψαν την πρόταση), τότε το σενάριο του Lawton θα είχε τύχη και δεν θα γραφόταν από την αρχή. Και ο ίδιος δεν θα είχε παραγκωνισθεί, αφού τελικά το Pretty Woman ανέλαβε στη συνέχεια ο ίδιος ο Μάρσαλ.

Μάλιστα, άλλαξαν και τον αρχικό τίτλο που ήταν «$3,000», καθώς σύμφωνα με τα στελέχη της Touchstone παρέπεμπε περισσότερο σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, παρά σε ρομαντική κομεντί.

Η Τζούλια Ρόμπερτς δεν θα ήθελε να αναλάβει τον αρχικό ρόλο

Μέχρι να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες και γνωρίσει την εισπρακτική επιτυχία (είναι μία από τις πιο εμπορικές ταινίες όλης της δεκαετίας του ’90), το Pretty Woman πέρασε από… σαράντα κύματα. Γιατί δεν ήταν μόνο το σενάριο που άλλαξε. Ήταν και οι απορρίψεις για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους που «έπεφταν» βροχή.

Ο Γκάρυ Μάρσαλ ήθελε τον Κρίστοφερ Ριβ για το ρόλο του Έντουαρντ, μετά την απόρριψη του Αλ Πατσίνο. Μάλιστα, ο τελευταίος πριν πει το οριστικό «όχι», έκανε και δοκιμαστικό με την Τζούλια Ρόμπερτς. Τελικά, ο ρόλος κατέληξε στον Ρίτσαρντ Γκιρ.

Η Ρόμπερτς, η οποία ήταν στο ξεκίνημα της καριέρας της, δεν ήταν η αρχική επιλογή και το στούντιο δεν την ήθελε. Ο ρόλος της Βίβιαν προτάθηκε σε αρκετές πρωταγωνίστριες της εποχής, όπως η Κάρεν Άλλεν και η  Μόλι Ρίνγκγουολντ, η οποία δεν δέχτηκε επειδή δεν ένιωθε άνετα με το περιεχόμενο του σεναρίου και δεν ήθελε να παίξει μία πόρνη. Η Γουϊνόνα Ράιντερ έκανε δοκιμαστικό αλλά θεωρήθηκε πολύ νέα για το ρόλο, όπως και η Τζένιφερ Κόνελι.

Η Μεγκ Ράιαν, την οποία ήθελε πολύ ο Μάρσαλ, απέρριψε το ρόλο, όπως και η Μισέλ Φάιφερ στην οποία δεν άρεσε το σενάριο. Η Ντάρυλ Χάνα, πάλι, είπε όχι επειδή θεωρούσε ότι ο ρόλος ήταν εξευτελιστικός προς τις γυναίκες. Για να καταλήξει, στην 22χρονη τότε Τζούλια.

Κι εκείνη, όμως, είχε τις ενστάσεις της με το αρχικό σενάριο της ταινίας. Μάλιστα, όπως εξομολογήθηκε σε πρόσφατη συνέντευξή της: «Δεν είχα δουλειά σε μια τέτοια ταινία, πραγματικά… Δεν θα μπορούσα να το κάνω ούτε τότε, δεν μπορώ να το κάνω ούτε σήμερα». Και πρόσθεσε: «Δόξα τω Θεώ που δεν έγινε».



agrinio24.gr