Η Εκκλησία στις 02 Μαρτίου τιμά τη μνήμη του Αγίου Νικολάου του Πλανά. Παραθέτουμε μία μαρτυρία, ένα άκουσμα για τον παπα-Νικόλα Πλανά από την έδρα της Θεολογικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο λήσταρχος Νταβέλης γονάτισε στο πετραχήλι και είπε κάθε αναισχυντία της νύχτας και της μέρας.

Την Μεγάλη Σαρακοστή του 1966, παρακολουθώ μάθημα ηθικής στην Α΄ αίθουσα της Θεολογικής Σχολής. Διδάσκων ήταν ο Ιωάννης Καρμίρης, άνδρας σοφός και πεπαιδευμένος, ωραίος για το αρρενωπό και σοφό του χαρακτήρα. Αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της δογματικής και της ηθικής αναφέρθηκε σε κάποια του παράδοση στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ των άλλων είπε πως την ανάγκη για εξομολόγηση την αισθάνονται όλοι οι άνθρωποι. Οι τύψεις της συνειδήσεως είναι μεγάλη τυράγνια. Και οι πιο μεγάλοι ληστές και κακούργοι ψάχνουν άνθρωπο εμπιστοσύνης, παπά ευλαβή, να εξομολογηθούνε. Και αναφέρθηκε στον αρχιληστή της Αττικής, τον Νταβέλη, που ίσως ήταν και ο τελευταίος λήσταρχος στον χώρο μας:

– Ο παπα-Νικόλας Πλανάς στην εποχή του λειτουργούσε σε δυο-τρία εκκλησάκια. Ο προφήτης Ελισσαίος στην πλαγιά του Λυκαβηττού, του ήταν πολύ αγαπητό. Φαίνεται πως η τελευταία εκκλησία που έκλεινε την πόρτα, για να μείνουν μόνοι οι Άγιοι στα εικονοστάσιά τους, ήταν του προφήτη Ελισσαίου.

Ο παπα- Νικόλας συντρόφευε τους Αγίους με τις προσευχές του, μέχρι να πέσει η βαθειά νύχτα. Έτσι, ένα απόβραδο, αφού άναψε την κανδήλα της παρακαταθήκης κι ενώ ακόμη δεν είχε δρασκελίσει την βορεινή πόρτα του ιερού βήματος, βλέπει να ανοίγη η μικρή πόρτα της εκκλησιάς, να κλείνη βεβιασμένα και ο αρχιληστής Νταβέλης, αρματωμένος σαν αστακούδι, να αμπαρώνη την πόρτα με σύρτες και με μάνταλα.

Ο παπάς μαρμάρωσε. Κοντανάσαινε. Και ο νους του ήρθε σε μεγάλη αμηχανία. Οι λογισμοί του είπαν: «Θα νομίζη ο καημένος πως οι άνθρωποι που με πλησιάζουν, μου αφήνουν χρήματα και ήρθε να με ληστέψη». «Κύριε, το τέλος μου εγγίζει: μη επιτρέψης να θορυβηθή η ψυχή μου».

Ο ληστής ξαρματώθηκε. Άφησε την πανοπλία του στα στασίδια και με βαριά βήματα προχώρησε στον ξαφνιασμένο παπά.

– Παπά- Νικόλα, ήρθα να εξομολογηθώ, να ξεκριματιστώ. Φόρεσε το πετραχήλι.

Γονάτισε στο πετραχήλι ο κατάδικος και είπε κάθε αναισχυντία της νύχτας και της μέρας: τους θανάτους, τις ληστείες και τις βιαιότητες. Ο Όσιος άκουγε τον ληστή, χωρίς να αποδοκιμάζη την πώρωση της ψυχής του. Μόνον του είπε:

– Όλα αυτά θα σου τα συγχωρέση ο Θεός. Αν όμως η πολιτεία σε συλλάβη, με τους δικούς της νόμους δεν ξεύρω τι θα κάνη. Και του διάβασε συγχωρητική ευχή.

Ο ληστής ασπάστηκε το πετραχήλι και την δεξιά του, τις άγιες εικόνες, φόρεσε τα άρματά του κι έφυγε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Όσιος ξημέρωσε στην εικόνα του Χριστού, ζητώντας την άφεση και την συγχώρηση του ληστού Νταβέλη.

Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας».
Α’ έκδοση Σεπτέμβριος 2010
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος



agrinio24.gr