Στη σκιά της τραπεζικής κρίσης, αλλά και με τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ να επιμένει, η FED επέλεξε τη «μέση λύση» της αύξησης κατά 25 μονάδες βάσης, ενώ αρχικά αναμενόταν να συνεχίσει τη σκληρή γραμμή των αυξήσεων κατά 50 μονάδες βάσης.
Έτσι, το επιτόκιο του δολαρίου διαμορφώνεται σε ένα στοχευμένο εύρος μεταξύ 4,75% και 5%, φτάνοντας στα υψηλότερα επίπεδα από το 2006. Πρόκειται για την έβδομη συνεχόμενη αύξηση από το Μάρτιο του 2022 καθώς μέχρι σήμερα η FED έχει προχωρήσει σε τέσσερις αυξήσεις κατά 0,75%, μια κατά 0,5% και μία κατά 0,25%, στην πιο επιθετική νομισματική πολιτική εδώ και 40 χρόνια.
Πάντως, κρίνοντας και από της δηλώσεις που έκανε κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης συνέντευξης τύπου, ο επικεφαλής της FED Τζερόμ Πάουελ, η «σκληρή γραμμή» των αυξήσεων πιθανότατα φτάνει στο τέλος της και δεν αποκλείεται η τρέχουσα αύξηση να είναι και η τελευταία.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, τα μέλη της FED εξέτασαν το ενδεχόμενο «παγώματος» στις αυξήσεις των επιτοκίων. Ωστόσο, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας στις ΗΠΑ οδήγησαν σε συμφωνία για την αύξηση του 0,25%.
Σύμφωνα όμως με την ανακοίνωση της Νομισματικής Επιτροπής στις ΗΠΑ, «η Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά τις εισερχόμενες πληροφορίες και θα αξιολογήσει τις επιπτώσεις στη νομισματική πολιτική» καθώς «επιδιώκουμε μια στάση νομισματικής πολιτικής αρκετά περιοριστική ώστε να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό, προϊόντος του χρόνου, στον στόχο του 2%».
Με άλλα λόγια, η FED δίνει σήμα στις αγορές ότι ο τρέχων κύκλος ανόδου φτάνει στο τέλος του, διατηρώντας όμως την ευχέρεια για μια ακόμη αύξηση, εφόσον ο πληθωρισμός δεν μειωθεί κατά το αναμενόμενο.
Το «μπαλάκι» στην ΕΚΤ
Πλέον, μείζον ζήτημα για την Ευρώπη αλλά και για την ελληνική οικονομία –καθώς και τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις- είναι η στάση που θα τηρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η κίνηση της FED αναμένεται να επηρεάσει και την Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία και δέχεται ήδη πιέσεις προκειμένου να περιορίσει, ή ακόμη και να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ.
Η ΕΚΤ πάντως μέχρι σήμερα παραμένει σταθερή στη σκληρή γραμμή της νομισματικής πολιτικής, καθώς προχώρησε στην αύξηση των βασικών επιτοκίων της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, όπως είχε προαναγγελθεί από τον Φεβρουάριο, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.
Ωστόσο, απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί σε νέες αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον, όπως έκανε σε προηγούμενες ανακοινώσεις της, τονίζοντας την ανάγκη οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα στοιχεία που θα είναι τότε διαθέσιμα για την πορεία του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή και του δομικού πληθωρισμού. Μετά τις αυξήσεις της Πέμπτης, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνεται στο 3% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3,5%.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είπε ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να γίνουν εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων, επικαλούμενη την πρόσθετη αβεβαιότητα για τις προοπτικές του πληθωρισμού λόγω των αναταράξεων στις αγορές.
Οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, οι οποίες έγιναν πριν από τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, δείχνουν μία ταχύτερη αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τις προβλέψεις του περασμένου Δεκεμβρίου, η οποία οφείλεται στη μεγάλη πτώση των τιμών ενέργειας. Συγκεκριμένα, σε μέσα επίπεδα έτους ο πληθωρισμός αναμένεται στο 5,3% για φέτος, στο 2,9% το 2024 και στο 2,1% το 2025 που είναι και ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας αναφοράς για τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. Τον Δεκέμβριο, αναμενόταν πληθωρισμός 6,3% για φέτος, 3,4% για το 2024 και 2,3% για το 2025.
Οι επιπτώσεις στους δανειολήπτες
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ έχουν άμεσο αντίκτυπο για τους δανειολήπτες που τους τελευταίους μήνες βλέπουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους να έχει εκτιναχθεί. Τις μεγαλύτερες πιέσεις δέχονται αυτή τη στιγμή όσοι έχουν στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο, καθώς και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με δάνεια επίσης με κυμαινόμενο επιτόκιο. Από την αρχή του μπαράζ ανόδου –το Καλοκαίρι του 2022- μέχρι και σήμερα το επιπλέον κόστος για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο 150.000 ευρώ για 20 χρόνια ξεπερνά ακόμη και τα 3.000 ευρώ το χρόνο ή τα 250 ευρώ το μήνα.
Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις των επιχειρηματικών δανείων, για κάθε εκατομμύριο ευρώ που έχει δανειστεί μια επιχείρηση, το επιπλέον κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ανέρχεται ανάμεσα στα 25.000 και 30.000 ευρώ κατ’ έτος, ανάλογα με τη διαπραγμάτευση με την τράπεζα. Γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα ειδικά σε επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, τα επενδυτικά πλάνα των οποίων είχαν βασιστεί σε χαμηλότερο κόστος χρήματος.
Και το γεγονός ότι τα επιτόκια αναμένεται να παραμείνουν σε αυτά τα επίπεδα για τουλάχιστον άλλους 18 μήνες, μέχρι να προκύψει η όποια αποκλιμάκωση σημαίνει ότι δεν μιλάμε για μια παροδική επιβάρυνση αλλά για ένα σταθερό «καπέλο» τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά.
Προβληματισμός και στις τράπεζες
Ταυτόχρονα, η νέα αυτή πραγματικότητα προκαλεί ήδη προβληματισμό και στα τραπεζικά επιτελεία, τα οποία καλούνται να προετοιμαστούν για ένα πιθανό νέο κύμα επισφαλειών. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη στο CNN Greece, μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια τέτοια ένδειξη, καθώς ακόμη και οι λεγόμενοι πρόδρομοι δείκτες δεν αποτελούν πηγή ανησυχίας. Εντούτοις, ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και υψηλού κόστους δανεισμού λειτουργεί ως μοχλός πίεσης προς τους δανειολήπτες.
Έτσι, στο «μικροσκόπιο» των τραπεζών μπαίνουν πλέον οι ενήμεροι δανειολήπτες, αλλά και εκείνοι που είχαν πρόβλημα στο παρελθόν, ρύθμισαν τα χρέη τους και τώρα τηρούν τους όρους της ρύθμισης. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, πρόκειται για κατηγορίες «υψηλού κινδύνου», καθώς η ακρίβεια μαζί με τις υψηλότερες δόσεις αυξάνουν τις πιθανότητες αδυναμίας πληρωμής.
Εντούτοις, οι τράπεζες δεν μπορούν να προχωρήσουν και σε μαζικά προγράμματα ρυθμίσεων, με «πάγωμα» δόσεων, επιμήκυνσης δανείων κλπ καθώς αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να πάρουν άμεσα μαζικές προβλέψεις για επισφάλειες. Έτσι, όπως αναφέρουν, μέχρι νεωτέρας, λειτουργούν μάλλον «πυροσβεστικά», δίνοντας λύσεις κατά περίπτωση, μέχρις ότου ξεκαθαρίσει το τοπίο και αποκτήσουν καλύτερη εικόνα των πραγματικών επιπτώσεων.