«Οδηγούσε ο Δημήτρης και ήταν μαζί του ο Σπύρος. Κατέβαιναν και δεν ήξεραν απολύτως τίποτα», τονίζει η κα Σταυρούλα Καρύδη.
Όπως λέει, ο γιος της είχε γυρίσει την προηγούμενη ημέρα και ειδοποιήθηκε να ανέβει ξανά στη Θεσσαλονίκη για να κατεβάσει το εμπορικό τρένο.
«Μέχρι τώρα παλεύαμε μόνοι μας με τους εφιάλτες μας. Έναν χρόνο δεν αναφέρθηκαν καθόλου αυτά τα παιδιά. Ακούω συνέχεια για το τι κουβαλούσε η εμπορευματική αμαξοστοιχία. Ήταν ένα νόμιμο τρένο και μέσα είχε δύο ανθρώπους», καταγγέλλει με πόνο ψυχής.
Και προσθέτει: «Δεν θα διακινδυνεύαμε τη ζωή του παιδιού μας για μία δουλειά. Ήταν και τα δύο παιδιά με σπουδές, γνώσεις και προσόντα, που θα μπορούσαν να πάνε μπροστά τον σιδηρόδρομο. Ο πόνος ο δικός μας είναι ο ίδιος με των υπολοίπων γονιών».
Η κα Καρύδη τονίζει στη συνέχεια πως ο Δημήτρης μιλούσε για αυτόματα συστήματα στα τρένα. «Αυτήν την εκπαίδευση είχε. Μίλαγε για το πετάλι του νεκρού, που έπρεπε να πατάει κάθε πέντε δευτερόλεπτα για να στέλνει μήνυμα και να ακινητοποιηθεί το τρένο μόνο του στην περίπτωση που συμβεί κάτι».
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο γιος της δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση είχε χρησιμοποιήσει το πετάλι. «Πού ήξερε ο καθένας τι δούλευε και τι όχι εκείνο το βράδυ;», αναρωτιέται.
«Αν ο γιος μου ήταν στην επιβατική αμαξοστοιχία ίσως να μπορούσε να κάνει κάτι και να προλάβει το δυστύχημα», καταλήγει.