Ο επιχειρηματίας στον χώρο της ναυτιλίας, βρέθηκε δολοφονημένος μέσα στο αυτοκίνητό του στην Ριτσώνα της Εύβοιας.
«Το αυτοκίνητο ήταν για τέσσερις μέρες παρκαρισμένο εδώ. Η πρόσοψη του ήταν προς το εσωτερικό του εγκαταλελειμμένου στρατοπέδου, οπότε και τα διερχόμενα αυτοκίνητα δεν μπορούσαν να παρατηρήσουν τον πατέρα μου που ήταν νεκρός στη θέση του οδηγού, σε ύπτια θέση. Προφανώς το σκηνικό αυτό είχε επιλεχθεί σκόπιμα από τον δράστη, ώστε να μην κινήσει υποψίες ούτε στον πατέρα μου, όταν ήρθε εδώ».
Μέχρι και σήμερα η οικογένειά του ψάχνει αθόρυβα και ζητά να επανεξεταστούν σημαντικά στοιχεία και να αποδειχτεί δικαστικά ποιος είναι ο δολοφόνος.
O Βασίλης Χούπης βρέθηκε νεκρός έχοντας στο σώμα του τρεις σφαίρες, πυροβολημένος εξ επαφής. Δύο στο στήθος και μια στην κάτω γνάθο. Ο σταυρός που φορούσε αποσπάστηκε και βρέθηκε στην ιατροδικαστική εξέταση.
«Αρχικά βρέθηκαν δύο αποδείξεις διοδίων, οι οποίες αποσαφήνισαν την πορεία που είχε ο πατέρας μου από το σπίτι του, ερχόμενος τελικά στον τόπο του εγκλήματός του. Φάνηκε η διέλευσή του από το Κορωπί και εν συνεχεία από τις Αφίδνες. Βρέθηκαν κάποια προσωπικά του αντικείμενα, μια κουβερτούλα που τον είχε σκεπάσει ο δολοφόνος για να μην φαίνεται και κάποια γυαλιά ηλίου, τα οποία μυστηριωδώς χάθηκαν μετά. Υπήρχε γενετικό υλικό που δεν αξιοποιήθηκε και ενδεχομένως τώρα να μπορούσε να γίνει μια πιο ενδελεχής έρευνα. Ενδεχομένως να υπήρξαν και παραλείψεις, να μην έγινε η εξέταση όπως έπρεπε. Το αυτοκίνητο έχει κατασχεθεί, είναι σε κάποιο δημόσιο χώρο, φυλάσσεται. Θα ζητήσουμε επανεξέταση των στοιχείων, με την προοπτική να αντλήσουμε και από εκεί κάθε δυνατό στοιχείο».
«Έβλεπα για μέρες το ακριβό τζιπ απέναντι από το στρατόπεδο»
O μάρτυρας που άνοιξε τον δρόμο για τον εντοπισμό του δολοφονημένου επιχειρηματία, είναι ο φύλακας του εργοστασίου απέναντι από το σημείο που βρέθηκε ο άτυχος Βασίλης Χούπης τον Ιούνιο του 2010.
«Όταν πήγα να πιάσω δουλειά είδα απέναντι από την είσοδο του εργοστασίου και σε απόσταση περίπου 50 μ. ένα παρκαρισμένο πολυτελές τζιπ μαύρου χρώματος, μάρκας MERCEDES, δίπλα ακριβώς στο δρόμο, στο ρεύμα προς Χαλκίδα. Αυτό έγινε Πέμπτη. Το αυτοκίνητο το έβλεπα στο ίδιο σημείο και τις επόμενες ημέρες Παρασκευή- Σάββατο- Κυριακή. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποιου στρατιωτικού και είχε παρκάρει εκεί, γι’ αυτό δεν πήγα να ελέγξω», λέει χαρακτηριστικά.
«Δεν μιλάμε για ληστεία αλλά για προμελετημένο έγκλημα»
«Δεν υπήρχε πάλη κάτι που συνηγορεί ότι ήταν άτομο από το φιλικό του περιβάλλον. Δεν ήταν ληστεία αφού το ρολόι του που ήταν μεγάλης αξίας και κάποια χρήματα που είχε πάνω του ήταν εκεί.», λέει χαρακτηριστικά η κόρη του θύματος Αγγελική Χούπη.
Αναφέρει στο «Τούνελ» ότι μια κλήση στο κινητό του πατέρα της στις τρεις και είκοσι έξι το μεσημέρι της 24ης Ιουνίου του 2010, την μέρα δηλαδή που βρέθηκε νεκρός, δεν απαντήθηκε.
«Θεωρούμε ότι αυτό το διάστημα ήταν ήδη νεκρός. Ο πατέρας μου βάση και της κατάθεσης της οικιακής βοηθού, αναχώρησε από την οικία του κατά τις δύο με δύο πάρα τέταρτο. Τα επόμενα στίγματα του τα βλέπουμε όταν πέρασε τα διόδια Κορωπίου στις δύο και δεκατέσσερις και στις δύο και σαράντα τα διόδια Αφιδνών με κατεύθυνση την Αθηνών Λαμίας».
Κατέστρεψαν πειστήρια της δολοφονίας
Η δεύτερη κόρη του επιχειρηματία, Μαρία Χούπη, μιλά στο «Τούνελ», για τα πειστήρια της δολοφονίας που καταστράφηκαν.
«Ένα από τα πιο περίεργα αυτής της υπόθεσης είναι ότι καταστράφηκαν πειστήρια από το αυτοκίνητο, που ήταν πάνω στο νεκρό σώμα, όπως η κουβέρτα, όπου θα μπορούσε να βρεθεί DNA, τα γυαλιά που του έβαλε ο δράστης, για να φαίνεται ότι κοιμάται και τα ρούχα του. Έχουμε ήδη αιτηθεί να ερευνηθεί ο σταυρός που βρέθηκε κομμένος. Έχουμε ζητήσει να γίνει περαιτέρω έρευνα στο αυτοκίνητο, γιατί δεν έγινε ολοκληρωτική».
Όταν η αστυνομία πήγε για έρευνα στο σπίτι του επιχειρηματία στη Βούλα, βρήκε τραβηγμένο τον μάνταλο της πόρτας, αφήνοντας υποψίες πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι από άλλη είσοδο.
«Το τελευταίο διάστημα πιεζόταν πολύ, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο φίλος του ο παιδικός δεν του επέστρεφε τα χρήματά του και είχε μεγάλη πίεση. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι η υπόθεση θα πάρει τόσα πολλά χρόνια, με τόσα πολλά στοιχεία».
Ο «φίλος» είναι ο τελευταίος που τον είδε ζωντανό…»
«Προς το τέλος της ζωής του λόγω των χρημάτων που είχε εμπιστευτεί στον φίλο του αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και ζητούσε απαιτητικά τα χρήματα του πίσω και εκείνος δεν του τα δίνε. Ο μοναδικός του φόβος ήταν ότι δεν θα τα έπαιρνε ποτέ πίσω», λέει η κόρη του δολοφονημένου επιχειρηματία Βασίλη Χούπη.
«Είναι εκείνος που όπως λέει ήταν ο τελευταίος που τον είδε ζωντανό. Τα όσα ισχυρίζεται για το χρόνο και το σημείο συνάντησης, δεν δένουν», λέει χαρακτηριστικά.
Αποκαλύπτει στην κάμερα του «Τούνελ» ότι από την έρευνα που έγινε στο σπίτι του πατέρα της, έλλειπαν το χρηματοκιβώτιο και το τηλεκοντρόλ της πόρτας του.
«Προφανώς αυτό αφαιρέθηκε από κάποιον άνθρωπο που μπήκε στην οικεία του μετά τον θάνατό του. Ο πατέρας μου κουβαλούσε πάντα πάνω του το χειριστήριο του γκαράζ. Κατά τον έλεγχο των πειστηρίων μέσα στο αυτοκίνητό του αυτό δεν βρέθηκε ποτέ», καταλήγει.