«Στις 4 Αυγούστου έφυγα αργά το βράδυ για Αθήνα γιατί είχε χτυπήσει ο εγγονός μου. Στο σπίτι είχαν μείνει η κόρη μου, το μωρό, η φίλη της, η Ειρήνη και ο αρραβωνιαστικός μου. Το πρωί που ο σύντροφος μου είχε πάει για δουλειά με πήρε τηλέφωνο η κόρη μου και μου είπε ότι το παιδί δεν αναπνέει καλά. Ειδοποίησα την ξαδέρφη μου που μένει δίπλα, πήραν το παιδί ζωντανό και το πήγαν στο νοσοκομείο. Ρωτήσανε τους γιατρούς τι γίνεται αλλά εκείνοι δεν έλεγαν τίποτα. Με την κόρη μου δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί ήταν και η αστυνομία εκεί και της έκαναν ερωτήσεις. Μετά από λίγο με πήρε η φίλη της, η Ειρήνη και μου είπε ότι εμφανίστηκαν στο Νοσοκομείο άτομα από Γραφείο Τελετών. Της ζήτησα να μάθει για ποιο λόγο ήταν εκεί, μου έκλεισε το τηλέφωνο ξαφνικά και με πήρε σχεδόν αμέσως η κόρη μου και μου είπε ότι χάσαμε τον Παναγιώτη. Εγώ ξέρω ότι άφησα ένα παιδί χαμογελαστό που έπαιζε και ήταν πάντα γερό και γύρισα στο σπίτι και δεν βρήκα τίποτα», αναφέρει με τρεμάμενη φωνή.
Σοκαρισμένη από τα όσα ακολούθησαν προσθέτει πως η αστυνομία είχε κρατήσει για αρκετή ώρα την κόρη της, δεν την άφησαν να πάει να δει το νεκρό παιδί της και έκαναν έρευνα και στο σπίτι σαν να ήταν οι ίδιοι δολοφόνοι.
«Για αυτό το παιδί έχω τραβήξει τόσα και τόσα και ακόμα τραβάω. Πονάω, γιατί βλέπω σε άσχημη κατάσταση την κόρη μου, την εγγονή μου αλλά και την Ειρήνη που κι αυτή την έχω σαν κόρη μου. Η Ειρήνη έχει χάσει κι εκείνη δύο δικά της παιδιά και τώρα βίωσε τον τρίτο αυτό θάνατο και κατέρρευσε. Της ήρθαν όλες οι αναμνήσεις και από τα δικά της παιδιά. Θέλω να τιμωρηθούν οι ένοχοι για όλο αυτό που ζούμε και για μένα αυτοί είναι οι γιατροί. Για μένα είναι φονιάδες. Τους το δώσαμε ζωντανό και μέσα σε είκοσι λεπτά βγήκαν και είπαν απλά ότι το παιδί πέθανε. Θέλω να μάθω γιατί δεν μου το γλιτώσανε. Για εμένα είναι παρών ακόμα. Νομίζω θα τον δω, θα τον ακούσω», καταλήγει και προκαλεί ανατριχίλα.