Για γερά νεύρα είναι η καθημερινή μετακίνηση των Αθηναίων στους κεντρικούς οδικούς άξονες της πόλης. Μεγάλες οδικές αρτηρίες όπως ο Κηφισός, η Μεσογείων, η Κατεχάκη, η Ποσειδώνος θυμίζουν, κυρίως τις ώρες αιχμής, υπαίθρια πάρκινγκ. Τα οχήματα παραμένουν ακινητοποιημένα για πολύ ώρα και μία κοντινή διαδρομή μετατρέπεται σε Γολγοθά, που καταλήγει σε κορναρίσματα και απίστευτο εκνευρισμό.
«Το οδικό δίκτυο της Αθήνας έχει φτάσει τα επίπεδα κορεσμού» λέει μεταξύ άλλων στο newsbeast.gr o πολιτικός μηχανικός – συγκοινωνιολόγος, M.Sc. πρώην Πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Συγκοινωνιολόγων Γιάννης Χανδάνος.
Ένα ερώτημα έρχεται εύλογα στο μυαλό όλων των πολιτών που χρησιμοποιούν τους τέσσερις τροχούς για να μετακινηθούν: ποια είναι η λύση για να ξεμπλοκάρουν οι δρόμοι; Ο κ. Χανδάνος απαντάει με σαφή τρόπο. «Η βελτίωση του Συγκοινωνιακού Συστήματος της Αθήνας, όπως και κάθε πόλης δεν προκύπτει από κάποια μαγική λύση, αλλά μέσα από το συνδυασμό μέτρων και παρεμβάσεων, απλών στη σύλληψη και στη λογική».
«Η ευρωπαϊκή εμπειρία», όπως επισημαίνει ο κ. Χανδάνος «έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική λύση για την αποσυμφόρηση των πόλεων, αλλά σίγουρα η εκλογίκευση της χρήσης του ΙΧ αποτελεί σημαντικό μέρος της λύσης».
Το μέλλον των αθηναϊκών δρόμων φαντάζει δυσοίωνο. «Δυστυχώς οι ευκαιρίες που δόθηκαν -και χάθηκαν- τόσο στην περίοδο της μετά-ολυμπιακής Αθήνα, όπου δεν κεφαλαιοποιήθηκε η εμπειρία και κυρίως η νοοτροπία που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των αγώνων, όσο και στην περίοδο της κρίσης, δεν επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι» λέει ο συγκοινωνιολόγος.
– Καθημερινά μεγάλες οδικές αρτηρίες πήζουν. Κηφισιάς, Κατεχάκη, Κηφισός, Καλλιρόης, Μεσογείων, Ποσειδώνος αφήνουν ώρες τους οδηγούς στα αμάξια τους. Τι φταίει;
Από τα πρώτα έτη της μετά-ολυμπιακής περιόδου, δηλαδή περί το 2006-2007, το οδικό δίκτυο της Αθήνας είχε φτάσει τα επίπεδα κορεσμού, εμφανίζοντας έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα και αιχμές που δεν περιορίζονταν μόνο σε κάποια πρωινή ή απογευματινή ώρα και σε κάποιους κύριους οδικούς άξονες, αλλά επεκτεινόταν σε περιόδους 2ωρης ή και 3ωρης πρωινής αλλά και μεσημεριανής και απογευματινής αιχμής.
Αυτές συχνά ενώνονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας «χρόνια» συμφόρηση, επηρεάζοντας όχι μόνο τη βασική μετακίνηση από το σπίτι στην εργασία και αντίστροφα αλλά και κάθε άλλη μορφή μετακίνησης (ψώνια, ψυχαγωγία κλπ.). Και φυσικά η αιχμή αυτή επεκτεινόταν πέρα από το κύριο δίκτυο και μέσα στο τοπικό δίκτυο, στη γειτονιά, στην περιοχή κατοικίας.
Αμέσως μετά, με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και κυρίως κατά την περίοδο 2010-2014, οι μετακινήσεις επηρεάστηκαν σημαντικά. Ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να τρέχει με αρνητικό πρόσημο, μειώνοντας κατ’ αναλογία την κίνηση των ΙΧ και σε πολλαπλάσιο βαθμό τη κίνηση των βαρέων οχημάτων (φορτηγών) που επιβαρύνουν σημαντικά την κυκλοφορία. Αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει μια σχετική «ανακούφιση» της κυκλοφορίας. Δυστυχώς την περίοδο αυτή, δεν υπήρξε δυνατότητα ανάπτυξης σημαντικών υποδομών αλλά κυρίως δεν ελήφθησαν και άλλα σημαντικά μέτρα διαχείρισης τόσο της ζήτησης όσο και της υποδομής.
Ως εκ τούτου από το 2015 και μετά που ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να παίρνει θετικό πρόσημο, η κυκλοφορία άρχισε πάλι να αυξάνεται, με αποτέλεσμα την εικόνα που έχουν σήμερα οι δρόμοι και η οποία θα επιδεινωθεί αν δεν ληφθούν κάποια μέτρα.
– Τι λύσεις υπάρχουν, σε τι χρονικό ορίζοντα και πόσο εφικτές είναι;
Η βελτίωση του Συγκοινωνιακού Συστήματος της Αθήνας, όπως και κάθε πόλης δεν προκύπτει από κάποια μαγική λύση, αλλά μέσα από το συνδυασμό μέτρων και παρεμβάσεων, απλών στη σύλληψη και στη λογική.
Είναι προφανές ότι η απάντηση στο ερώτημα «αν θέλουμε να μπορούμε να χρησιμοποιούμε το Ι.Χ. μας για οποιαδήποτε μετακίνηση», είναι φυσικά «Ναι!»». Η ίδια απάντηση θα δινόταν και στο ερώτημα «αν θέλουμε να περιορίσουμε την επιρροή της κυκλοφορίας των Ι.Χ. στο περιβάλλον και στην κλιματική αλλαγή που επέρχεται στον πλανήτη», όπως και στο ερώτημα «αν θέλουμε ένα αστικό περιβάλλον στο οποίο μια μητέρα με το καροτσάκι της ή ένας ηλικιωμένος ή ένα άτομο με αναπηρία ή ένας ποδηλάτης, να μπορεί να μετακινηθεί με άνεση και ασφάλεια».
Ποιο τελικά είναι το πιο σημαντικό από τα παραπάνω; Άρα ποιες είναι οι λύσεις; Ανάπτυξη νέων υποδομών ή διαχείριση του συγκοινωνιακού συστήματος; Τι πρέπει να βελτιωθεί; Η κυκλοφορία ή η κινητικότητα και η προσβασιμότητα; Το οδικό δίκτυο ή το συγκοινωνιακό σύστημα; Μήπως η προώθηση των Μέσων μαζικής Μεταφοράς δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσα από μέτρα για τα ΜΜΜ, αλλά επιβάλλεται και η λήψη μέτρων περιορισμού της χρήσης του Ι.Χ. Πως ελέγχονται οι χρήσεις γης την ίδια στιγμή που αναπτύσσεται η πόλη; Τελικά μήπως οι λύσεις που προτείνονται είναι αντικρουόμενες; Και ποιος αποφασίζει για τις όποιες λύσεις; Οι ειδικοί, οι πολίτες ή οι πολιτικοί;
Η μόνη πραγματικά κοινή απάντηση για όλα τα παραπάνω είναι ότι η πόλη της Αθήνας χρειάζεται όραμα για να δώσει λύσεις. Ένα όραμα που να βασίζεται στο σχήμα «αποτελεσματικότητα – ασφάλεια – περιβάλλον – ισότητα» και σε μια προσέγγιση ανθρωποκεντρική. Να έχει δηλαδή ως κύριο σημείο αναφοράς το μετακινούμενο πολίτη και τη συνολική εξυπηρέτηση της μετακίνησής του και όχι τα οχήματα. Η λύση του κυκλοφοριακού δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση την παρωχημένη λογική της διευκόλυνσης ροής περισσότερων Ι.Χ., αλλά με βάση τη διευκόλυνση της εξυπηρέτησης όσο το δυνατόν περισσότερων προσώπων.
– Τι μας δείχνει η Ευρωπαϊκή εμπειρία;
Η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική λύση για την αποσυμφόρηση των πόλεων, αλλά σίγουρα η εκλογίκευση της χρήσης του ΙΧ αποτελεί σημαντικό μέρος της λύσης. Μέτρα που μπορούν να συμβάλλουν σε αυτό είναι από τη μια οι περιορισμοί της κυκλοφορίας και από την άλλη η τιμολόγηση της χρήσης της οδικής υποδομής.
Αλληλένδετος στόχος είναι η αναβάθμιση της υποδομής και λειτουργίας των ΜΜΜ για την εξυπηρέτηση των κατοίκων της Αθήνας, ώστε να αποτελεί μια ανταγωνιστική εναλλακτική λύση μετακίνησης σε σχέση με το ΙΧ. Επιπλέον η προώθηση των ΜΜΜ προωθεί την κινητικότητα σε μαζικό επίπεδο, ενώ πρόκειται για περιβαλλοντικά φιλικότερα μέσα.
Η απόδοση χώρου στις ήπιες μορφές μετακίνησης με τη δημιουργία χώρων πρασίνου, την αναβάθμιση των πεζοδρομίων και τη δημιουργία χώρων ήπιας κυκλοφορίας και ποδηλατοδρόμων θα δημιουργήσουν μια πιο ανθρώπινη πόλη, συμβάλλοντας σημαντικά στην περιβαλλοντική εξισορρόπηση της Αθήνας.
Και φυσικά η αντικατάσταση του ΙΧ με τα ΜΜΜ και τις ήπιες μορφές μετακίνησης δεν θα είναι βιώσιμη αν δεν ενισχυθεί η συνδυασμένη μετακίνηση, αν δεν ληφθούν μέτρα διαχείρισης της (παράνομης) στάθμευσης και βέβαια χωρίς αστυνόμευση. Τι να κάνουμε τις λεωφορειολωρίδες για παράδειγμα, όταν το προσωπικό της Τροχαίας αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει την «είσοδο» των ΙΧ στο κέντρο της πόλης στις διασταυρώσεις βασικών ακτινικών αξόνων, καταργώντας τα προηγμένα συστήματα σηματοδότησης, αντί να ελέγξει την παράνομη κατάληψη των λεωφορειολωρίδων ή την παράνομη στάθμευση που δυναμιτίζει την κυκλοφορία.
– Πώς βλέπετε τους ελληνικούς δρόμους τα επόμενα χρόνια;
Αποτελεί κοινή αντίληψη ότι τόσο η κεντρική εξουσία όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναλώνονται σε τέτοιο βαθμό σε θέματα απλής καθημερινής διαχείρισης ή με τη διαχείριση των εσωτερικών τους προβλημάτων, με αποτελέσματα να μην ασχολούνται με τον μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό της ποιότητας της καθημερινής ζωής του πολίτη. Και στον κατάλογο της ποιότητας ζωής, η ποιότητα της μετακίνησης κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις.
Αποτέλεσμα είναι τα θέματα αυτά να παραμένουν εκτός της ημερήσιας διάταξης όλων των εμπλεκόμενων φορέων, που θα μπορούσαν να έχουν λόγο για τα σχετικά ζητήματα, δείγμα όχι μόνο της αδράνειας και εσωστρέφειας των πολιτικών κομμάτων αλλά κα της μειωμένης διεκδικητικής παρουσίας επιμέρους κλαδικών φορέων.
Εφόσον η Πολιτεία, οι Επιστήμονες και οι Πολίτες εξακολουθήσουν να τηρούν αυτή τη στάση, απέναντι στα επερχόμενα συγκοινωνιακά προβλήματα και στη δυσμενή κυκλοφοριακή πραγματικότητα, σε λίγα χρόνια θα είναι ίσως πολύ αργά για να βρεθούν λύσεις που να είναι δυνατόν να εφαρμοστούν και να αποφέρουν βιώσιμα αποτελέσματα στη πόλη.
Δεδομένου και ότι ο χρόνος ωρίμανσης των όποιων προτάσεων είναι αρκετά μεγάλος και οι εμπλεκόμενοι πολυάριθμοι, οι αποφάσεις που θα ληφθούν ή δεν θα ληφθούν στο άμεσο χρονικό διάστημα, είναι ιδιαίτερα κρίσιμες. Δυστυχώς οι ευκαιρίες που δόθηκαν – και χάθηκαν – τόσο στην περίοδο της μετά-ολυμπιακής Αθήνα, όπου δεν κεφαλαιοποιήθηκε η εμπειρία και κυρίως η νοοτροπία που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των αγώνων, όσο και στην περίοδο της κρίσης, δεν επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Περαιτέρω καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων ενδέχεται να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες συνθήκες.