Όταν ο Ανδρέας Κούρκουλας μιλάει για την Αθήνα, δεν το κάνει σαν αρχιτέκτονας που κρατάει αποστάσεις. Το λέει ωμά, σχεδόν αποστομωτικά: «Έχει καραχαρακτήρα». Κι αυτή η φράση έγινε η σπίθα για μια κουβέντα που βγήκε έξω από τα συνηθισμένα, στο podcast του Κώστα Μπακογιάννη «Αθήνα 2050: Το μέλλον της πόλης σήμερα».

Ο αρχιτέκτονας δεν χαϊδεύει αυτιά στο podcast του Κώστα Μπακογιάννη. Υποστηρίζει ότι η Αθήνα είναι μια πόλη που «την αγαπάς με τον τρόπο που αγαπάς κάτι που σου μοιάζει»: μπερδεμένη, υπερβολικά πυκνή, άναρχη, αλλά ζωντανή με έναν τρόπο που δεν μπορείς να τον εξηγήσεις εύκολα. Και το άλλο το λέει χωρίς περιστροφές: οι ξένοι την κατάλαβαν πριν από εμάς. Μας επιστρέφουν κάθε χρόνο ένα είδος θαυμασμού που εδώ το θεωρούμε δεδομένο ή, χειρότερα, πρόβλημα.

Στη συζήτησή τους, η λέξη «αντιπαροχή» δεν ακούγεται ως κατάρα αλλά ως μια κάπως άβολη αλήθεια. «Αυτή που μισήσαμε όλοι εμείς οι αρχιτέκτονες», σημειώνει, «είχε τελικά πολλά θετικά». Πόλη μικρής κλίμακας, οικοδομικά τετράγωνα που θυμίζουν ευρωπαϊκή «γειτονιά» πιο πολύ απ’ όσο παραδεχόμαστε, δρόμοι που ευνοούν τις τυχαίες συναντήσεις, δηλαδή αυτό που κάνει μια πόλη – πόλη.

Το πρόβλημα, φυσικά, δεν εξαφανίζεται επειδή το ξαναδιατυπώνουμε. Η Αθήνα ασφυκτιά στον δημόσιο χώρο της και όλοι το ξέρουν. Ο Κώστας Μπακογιάννης το θέτει καθαρά: «Έχουμε επαρκή δημόσιο χώρο;» και η απάντηση είναι σχεδόν κοφτή: «Όχι». Αλλά αμέσως προσθέτει κάτι που πάει κόντρα σε όλη την καταγγελτική ρητορική γύρω από την πόλη: η Αθήνα διορθώνεται. Όχι με μεγαλόπνοες δηλώσεις, αλλά με αστικές «βελονιές», μικρές εγχειρήσεις που αλλάζουν το καθημερινό βίωμα πριν αλλάξουν την εικόνα.

Κάπου εκεί η κουβέντα ανοίγει στο 2025: τη μοναξιά του διαδικτύου, τον τουρισμό που απλώνεται παντού, το Airbnb που αναδιαμορφώνει όχι μόνο γειτονιές αλλά και συμπεριφορές. Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, η Αθήνα έχει ένα παράδοξο πλεονέκτημα. «Οι πόλεις με πραγματική κοινωνικότητα θα είναι οι κερδισμένες», επισημαίνει ο κ. Κούρκουλας. Για αυτό και οι ψηφιακοί νομάδες δεν έρχονται εδώ για τον καιρό ή τα αρχαία, έρχονται για αυτό το μισοχαοτικό, μισοαυθόρμητο μείγμα ζωής που απεχθανόμαστε όταν το ζούμε, αλλά ζηλεύουμε όταν λείπει.

Και βέβαια, κάθε συζήτηση για την ταυτότητα της Αθήνας περνάει – θες δεν θες – από την καρδιά της πόλης: το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο ίδιος το λέει «το μουσείο των μουσείων» και υπογραμμίζει κάτι που μοιάζει με αδικία απέναντι στον δημόσιο χώρο: το Πολυτεχνείο αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνολική ανάπλαση της περιοχής. «Θα ήταν εξαιρετικό οι φοιτητές να περνούν σχεδόν μέσα από το μουσείο», λέει, σαν να περιγράφει μια Αθήνα που θα μπορούσε να είναι λίγο πιο μεγάλη απ’ ό,τι επιτρέπει στον εαυτό της.

Στο τέλος, αυτό που μένει από την κουβέντα δεν είναι ούτε η τεχνική διάσταση ούτε οι κλασικές αντιπαραθέσεις για το τι είναι «σωστό» αστικά. Είναι κάτι πολύ πιο απλό και σχεδόν συγκινητικό: μια Αθήνα που μπορεί να ωριμάσει χωρίς να χάσει το φως, την υπερβολή και την τρυφερή καθημερινή αταξία της.

Η Αθήνα – αυτή η πόλη που χλευάζουμε με κεκτημένη ταχύτητα – συνεχίζει να μας θυμίζει ότι χρωστάμε ακόμα να την κοιτάξουμε στα σοβαρά. Και ίσως, όπως ακούστηκε στη συζήτηση, να έρθει η στιγμή που η πόλη «θα πάρει την εκδίκησή της από τους της». Όχι με θόρυβο, αλλά με ζωή.



Πηγή