Η ηπατίτιδα C δεν είναι απλή ασθένεια. Χωρίς θεραπεία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στο ήπαρ και να ανοίξει τον δρόμο στην κίρρωση ή ακόμα και στον καρκίνο.
Η ηπατίτιδα C δεν είναι απλή ασθένεια. Χωρίς θεραπεία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στο ήπαρ και να ανοίξει τον δρόμο στην κίρρωση ή ακόμα και στον καρκίνο.
Παρά τη σοβαρότητα των συνεπειών της χρόνιας λοίμωξης από τον ιό HCV, πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς αντιμετωπίζεται η λοίμωξη από αυτόν. Ούτε γνωρίζουν τους τρόπους μετάδοσης σήμερα ή κατά το παρελθόν. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι παραμένει χωρίς συμπτώματα, οδηγούν μοιραία, χιλιάδες Έλληνες να έχουν ηπατίτιδα C χωρίς να το γνωρίζουν.
Ο αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας Σπήλιος Μανωλακόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος (ΕΕΜΗ), ξεδιαλύνει μερικούς από τους πιο συνηθισμένους μύθους για τη νόσο, με την ελπίδα ότι η βελτίωση της ενημέρωσης θα οδηγήσει σε αύξηση των διαγνώσεων.
Όταν κάποιος έχει ηπατίτιδα C, το γνωρίζει
Αυτό είναι μύθος. Δυστυχώς, μόνο μικρό ποσοστό των χρονίως πασχόντων του ιού HCV αναπτύσσουν συμπτώματα σύντομα μετά τη μόλυνσή τους (μέσα σε 2-12 εβδομάδες). Ακόμα χειρότερα, δε, τα εν λόγω συμπτώματα είναι μη-ειδικά και ήπιας έντασης.
Μη-ειδικά είναι τα συμπτώματα που θα μπορούσαν να έχουν πολυάριθμες αιτίες, επομένως όποιος τα εκδηλώσει δεν υποψιάζεται καν ότι μπορεί να οφείλονται στην ηπατίτιδα C. Στα συμπτώματα αυτά συμπεριλαμβάνονται πυρετός, κόπωση, έμετος, σκουρόχρωμα ούρα και πόνος στην κοιλιά.
Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, η μόλυνση με τον ιό που προκαλεί ηπατίτιδα C τυπικά γίνεται αντιληπτή πολλά χρόνια αργότερα, όταν:
- Ο ασθενής ελέγχεται για ηπατίτιδα C στο πλαίσιο ενός τσεκάπ
- Ο ασθενής έχει υποστεί τόσο σοβαρές βλάβες εξαιτίας του ιού HCV (π.χ. κίρρωση ή καρκίνος του ήπατος, νεφρολογικά προβλήματα), ώστε παρουσιάζει πλέον συμπτώματα για τα οποία κάνει εξετάσεις.
Η ηπατίτιδα C περνάει μόνη της
Αυτό δεν είναι ο κανόνας, αλλά η εξαίρεση. Σε μικρό ποσοστό ασθενών (περίπου 15-25%) ο οργανισμός των ανθρώπων που μολύνονται από τον ιό HCV κατορθώνει να τον εξουδετερώσει μέσα σε 6 μήνες από την μόλυνσή τους.
Σε όλους τους άλλους, όμως, θα παραμείνει επί δεκαετίες, προκαλώντας βαθμιαία σοβαρές βλάβες στην υγεία τους. Οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα C. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των αμερικανικών ομοσπονδιακών Κέντρων Ελέγχου & Προλήψεως των Ασθενειών (CDC), από τους 100 ανθρώπους που μολύνονται με τον ιό της ηπατίτιδας C:
- Οι 75-85 θα εκδηλώσουν χρόνια ηπατίτιδα C
- Οι 10-20 θα εκδηλώσουν κίρρωση του ήπατος έπειτα από 20-30 χρόνια
Επιπλέον, από τους 100 ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C και κίρρωση του ήπατος, κάθε χρόνο που περνάει:
- 3-6 θα εκδηλώνουν ηπατική ανεπάρκεια
- 1-5 θα εκδηλώνουν καρκίνο του ήπατος
Η ηπατίτιδα C προσβάλλει μόνο το ήπαρ
Είναι μύθος. Παρότι το κύριο όργανο-στόχος του ιού HCV είναι το ήπαρ, μπορεί να προκαλέσει βλάβες και σε άλλα τμήματα/όργανα του σώματος.
Οι ασθενείς μπορεί, λ.χ., να εκδηλώσουν ρευματικές παθήσεις που σχετίζονται με την ηπατίτιδα C και προσβάλλουν τους μυς και τις αρθρώσεις, σύμφωνα με το Αμερικανικό Κολλέγιο Ρευματολογίας. Μάλιστα, τα προβλήματα στους μυς και τις αρθρώσεις μπορεί να εμφανισθούν πριν από την διάγνωση της ηπατίτιδας ή της κίρρωσης.
Η ηπατίτιδα C μεταδίδεται κυρίως με το σεξ
Μύθος κι αυτό. Ο ιός HCV μεταδίδεται κυρίως με το μολυσμένο αίμα ή με τα σωματικά υγρά που περιέχουν μολυσμένο αίμα. Οι πιθανότητες να μεταδοθεί ο ιός HCV με το σεξ χωρίς προφυλάξεις με ένα μολυσμένο άτομο, γενικώς είναι χαμηλές.
Ωστόσο, ορισμένες συμπεριφορές και συνθήκες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για μετάδοση με το σεξ. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται:
- Το ιστορικό σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος
- Οι πολλαπλοί ερωτικοί σύντροφοι
- Το σεξ που μπορεί να προκαλέσει αιμορραγία (π.χ. πρωκτικό)
Αν ένας πάσχων από ηπατίτιδα C έχει μονογαμική σχέση, δύσκολα θα μεταδώσει τη λοίμωξη στο/στη σύντροφό του. Ωστόσο πρέπει να λαμβάνει μερικά αυτονόητα μέτρα. Τέτοια μέτρα είναι, λ.χ., η αποφυγή του σεξ κατά την έμμηνο ρύση ή όταν ο/η σύντροφος έχει ενεργό έρπη γεννητικών οργάνων.
Η ηπατίτιδα C είναι αρρώστια των τοξικομανών, άρα δεν με αφορά
Αυτός είναι ένας τεράστιος μύθος, ο οποίος αποτελεί εμπόδιο στην διάγνωση και τη θεραπεία.
Επειδή ο ιός HCV μεταδίδεται γενικώς μέσω του μολυσμένου αίματος, δεν κινδυνεύουν να μολυνθούν μόνο οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, αλλά και:
- Όσοι κάνουν τατουάζ ή body piercing με μη αποστειρωμένα εργαλεία
- Όσοι μοιράζονται με άλλα άτομα αντικείμενα, όπως τα ξυραφάκια και οι οδοντόβουρτσες
- Οι εργαζόμενοι στην Υγεία που εκτίθενται στο αίμα ασθενών
- Οι ασθενείς που κάνουν αιμοκάθαρση
- Οι ομάδες υψηλού κινδύνου για μετάδοση με το σεξ που προαναφέρθηκαν
Επιπλέον, στον ιό HCV μπορεί να εκτέθηκαν πριν από αρκετές δεκαετίες ασθενείς οι οποίοι έκαναν εγχειρήσεις και χρειάζονταν μετάγγιση αίματος. Και αυτό, διότι το μεταγγιζόμενο αίμα άρχισε να ελέγχεται για τον ιό της ηπατίτιδας C τον Ιούλιο του 1992. Επομένως όποιος έκανε μετάγγιση αίματος πριν από αυτήν την περίοδο, θεωρητικώς μπορεί να μολύνθηκε.
Τον ίδιο κίνδυνο διατρέχουν και:
- Όσοι είχαν κάνει μεταγγίσεις παραγώγων αίματος πριν από το 1992
- Όσοι είχαν υποβληθεί με μεταμόσχευση οργάνου πριν το 1992
- Όσοι είχαν πολλαπλές νοσηλείες πριν τα μέσα της δεκαετίας του ‘90
Να σημειώσουμε ότι το Υπουργείο Υγείας και η ΕΕΜΗ συνιστούν να εξεταστούν προληπτικά για ηπατίτιδα C όλοι όσοι έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1980.
Τέλος, στις ομάδες υψηλού κινδύνου για μόλυνση με τον ιό HCV ανήκουν και οι φορείς του HIV/AIDS. Υπάρχει επίσης (μικρή) πιθανότητα να μολυνθούν με τον ιό τα μωρά που γεννιούνται από γυναίκες με ηπατίτιδα C.
Και να έχω ηπατίτιδα C, δεν μπορώ να θεραπευτώ από αυτήν
Ακόμα ένας μύθος. Κατά το παρελθόν δεν θεραπευόταν με πολύ μεγάλη επιτυχία η ηπατίτιδα C. Στην πραγματικότητα, οι πιθανότητες εκρίζωσης του ιού HCV ήταν γύρω στο 50%.
Σήμερα, όμως, είναι εγκεκριμένα πολλά εξελιγμένα φάρμακα. Τα φάρμακα αυτά λαμβάνονται σε μορφή δισκίων και έχουν πιθανότητα εκρίζωσης του ιού πάνω από 98%, συνήθως μέσα σε 8-12 εβδομάδες θεραπείας. Αυτό έχει ως συνέπεια να προστατεύεται το ήπαρ από τις περαιτέρω βλάβες.
Επιπλέον, τα νέα φάρμακα κατά κανόνα έχουν λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από τα παλαιότερου τύπου.