Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερα ζευγάρια καταφεύγουν στη λύση της δωρεάς ωαρίων προκειμένου να καταφέρουν να γίνουν γονείς. Αν και πρόκειται για μία επιλογή η οποία συνοδεύεται από αρκετό σκεπτικισμό και ηθικά διλήμματα, εντούτοις, για ορισμένες περιπτώσεις, θα μπορούσε να αποτελεί το “gold standard”.
Η δωρεά ωαρίων είναι η δωρεά γενετικού υλικού σε ένα ζευγάρι από μία άλλη γυναίκα με σκοπό την τεκνοποίηση. Είναι, λοιπόν, η λύση του προβλήματος της υπογονιμότητας για γυναίκες σε προχωρημένη ηλικία ή με χαμηλή ποιότητα ωαρίων. Το παιδί θα έχει το γενετικό υλικό του ενός γονέα, όμως, θα κυοφορηθεί και γεννηθεί από τη φυσική του μητέρα, γεγονός που αυξάνει την αξία της μητρότητας.
Ποιες γυναίκες αφορά
Οι λήπτριες ωαρίων είναι γυναίκες που:
- βρίσκονται σε προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία (συνήθως άνω των 44 ετών)
- πάσχουν από πρόωρη εμμηνόπαυση ή πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια
- έχουν κακή ποιότητα ωαρίων ή δεν είναι σε θέση να παράγουν ωάρια
- φέρουν μια γενετική διαταραχή που δεν πρέπει να μεταφερθεί στο παιδί τους
«Με αυτόν τον τρόπο, υπερνικούν τα εμπόδια ηλικίας και συχνά εμφανίζουν υψηλά ποσοστά επιτυχίας, επειδή τα ωοκύτταρα που παίρνουν είναι από νέες, υγιείς δότριες», αναφέρει ο Χάρης Χ. Χηνιάδης, Μαιευτήρας-Χειρουργός Γυναικολόγος με εξειδίκευση στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση και τη Λαπαροσκοπική Χειρουργική, συνεργάτης στη Μονάδα Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής του Μαιευτηρίου «ΜΗΤΕΡΑ».
Ποιες μπορούν να γίνουν δώτριες
Σύμφωνα με το νόμο, υπάρχουν 2 είδη δοτριών που περιλαμβάνουν:
α) τις περιστασιακές δότριες που είναι πρόθυμες να δώσουν τα ωάρια τους για αλτρουιστικούς λόγους
β) γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπεία εξωσωματικής γονιμοποίησης και συμφωνούν να δώσουν κάποια ωάριά τους προκειμένου να μειώσουν το κόστος της θεραπείας τους (egg sharing).
Οι δότριες που δίνουν τα ωάρια αλτρουιστικά δεν έχουν καμία σχέση με το ζευγάρι και το παιδί. Δεν επιτρέπεται να γνωρίσουν και να συναντήσουν τη λήπτρια και δεν μπορούν να γνωρίζουν εάν προέκυψε τελικά μια εγκυμοσύνη από τα ωάριά τους.
Οι γυναίκες αυτές υποβάλλονται σε εκτεταμένες εξετάσεις (χρωμοσώματα, ιολογικές, ορμονικές, κυστική ίνωση και άλλες γονιδιακές νόσους), για να διαπιστωθεί εάν είναι καλή η κατάσταση της υγείας τους και αν θα ανταποκριθούν σωστά στη θεραπεία.
Ποια είναι η διαδικασία
Αρχικά, η λήπτρια και ο σύζυγός της πρέπει να υποβληθούν σε εξετάσεις αίματος για να εξεταστεί η πιθανή ύπαρξη ασθενειών και καταστάσεων που μπορούν να επηρεάσουν την εγκυμοσύνη, όπως ο ιός ανθρώπινης ανοσολογικής ανεπάρκειας (HIV), η ηπατίτιδα B & C, η ομάδα αίματος ρέζους κ.α.. Ο σύζυγος πρέπει, επιπλέον, να δώσει ένα δείγμα σπέρματος πριν από τον κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης.
Η δότρια, εν συνεχεία, υποβάλλεται σε ελεγχόμενη διέγερση των ωοθηκών της όπως και σε ένα κανονικό κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης.
«Την ημέρα της λήψης των ωαρίων από την δότρια, ο σύζυγός της λήπτριας καλείται να δώσει ένα δείγμα σπέρματος που θα προετοιμαστεί κατάλληλα στο εργαστήριο. Τα σπερματοζωάρια θα τοποθετηθούν με τα ωάρια της δότριας και θα επωαστούν σε έναν ειδικό “σωλήνα”.
Την επόμενη μέρα το ζευγάρι θα λάβει πληροφορίες σχετικά με την επιτυχία της διαδικασίας.
Η εμβρυομεταφορά θα προγραμματιστεί για τον επόμενο κύκλο και τα γονιμοποιημένα ωάρια θα μεταφερθούν στη μήτρα της μητέρας με πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
Περίπου δέκα ημέρες αργότερα θα γίνει ένα τεστ εγκυμοσύνης. Εάν είναι θετικό, θα χορηγηθούν κάποια φάρμακα που θα βοηθήσουν στην ομαλή κύηση ειδικά στα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης», εξηγεί ο κος Χηνιάδης.
Η εμπειρία δείχνει ότι τα παιδιά που γεννιούνται μέσω αυτής της διαδικασίας αγαπιούνται από τους γονείς τους, όπως και τα παιδιά που γεννήθηκαν από το ωάριο της φυσικής τους μητέρας.
Σύμφωνα με το νόμο, οι ιατρικές πληροφορίες που αφορούν το πρόσωπο της δότριας είναι καταχωρημένες, χωρίς να αποδεικνύουν την ταυτότητά της και η πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία επιτρέπεται μόνο μελλοντικά στο παιδί για λόγους που αφορούν την υγεία του.
Ηθικά διλήμματα
Στην ηθική δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μαύρο ή άσπρο, μόνο διάφορες απόψεις. Αυτές οι απόψεις μπορούν να ποικίλουν από χώρα σε χώρα και από πολιτισμό σε πολιτισμό.
«Η μητρότητα σε προχωρημένη ηλικία και η εγκυμοσύνη είναι αμφιλεγόμενο θέμα. Εντούτοις, οι γυναίκες άνω των 40 ετών μπορούν να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στο παιδί τους, έχουν μόνιμο εργασιακό περιβάλλον και είναι οικονομικά σταθερότερες από νεότερες γυναίκες», αναφέρει ο κος Χηνιάδης, τονίζοντας ότι ο νόμος για την εφαρμογή των μεθόδων Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής λύνει οριστικά το ζήτημα: Όσον αφορά στη λήπτρια, όλες οι μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής, δηλαδή μέχρι το πεντηκοστό έτος, ενώ η δότρια δεν πρέπει να έχει συμπληρώσει το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της.
«Η δωρεά ωαρίων λύνει σημαντικά προβλήματα υπογονιμότητας και το αποτέλεσμα είναι ένα παιδί που θα αγαπηθεί από τους γονείς του όπως όλα τα άλλα. Για εμάς τους γυναικολόγους αναπαραγωγής, η επιτυχία έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί χαρίζει στους γονείς το παιδί που έχουν προσπαθήσει πολύ να αποκτήσουν», καταλήγει.