Υπάρχει άραγε τρόπος να μιλήσει κανείς με χάρη για τα ανθρώπινα ούρα και τα κόπρανα; Οταν πρόκειται για την προστασία του περιβάλλοντος, αξίζει μια προσπάθεια. Γιατί και τα μεν και τα δε μπορούν να φέρουν την ανθρωπότητα πιο κοντά στην κυκλική γεωργία, τη βιώσιμη οικονομία και την αναγκαία αναπλήρωση των θρεπτικών ουσιών της γης. Αρκεί να αλλάξει η οπτική μας ματιά. Και μάλλον πρέπει να αλλάξει, δεδομένου ότι η ανθρωπότητα κατανάλωσε ήδη, από τις αρχές της 2022 μέχρι χθες, Ημέρα της Υπέρβασης, το σύνολο των πόρων που είναι ικανός να ανανεώσει ο πλανήτης μέσα σε έναν χρόνο.
Οσοι ασχολούνται με τα φυτά και την καλλιέργειά τους γνωρίζουν από καιρό πως τα ανθρώπινα ούρα – που περιέχουν φωσφόρο, άζωτο και κάλιο – τους κάνουν καλό. Σπανίως όμως χρησιμοποιούνται τα ούρα σε εμπορική κλίμακα. Κι όμως, έρευνα που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Agronomy for Sustainable Development δείχνει πόσο πολύτιμα είναι. Στις παρυφές της Σαχάρας στον Νίγηρα, οι αγρότες βγάζουν τα προς το ζην καλλιεργώντας κεχρί μαργαριταριού. Το έδαφος είναι φτωχό, αλλά δεν έχουν την πολυτέλεια να αγοράσουν λίπασμα.
Οι ερευνητές χώρισαν λοιπόν μία ομάδα 681 αγροτών στα δύο, καλώντας τους μισούς να συλλέγουν τα ούρα που παράγονται στο νοικοκυριό τους πριν από την εποχή της σποράς, και να ποτίζουν με αυτά τις καλλιέργειές τους. Για να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τη σιχασιά τους, αναβάπτισαν το υγρό σε «όγκα», μία τοπική λέξη που σημαίνει «αφεντικό». Αποδείχθηκε λοιπόν πως τα χωράφια που λιπαίνονταν με την «όγκα» είχαν 30% πλουσιότερη σοδειά από τα υπόλοιπα. Ηδη, περισσότεροι από 1.000 αγρότες της περιοχής τη χρησιμοποιούν.
Ακόμα πλουσιότερα σε θρεπτικά συστατικά – άζωτο, φωσφόρο, αχώνευτες πρωτεΐνες – είναι τα ανθρώπινα περιττώματα. Η αμερικανίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Λίνα Ζέλντοβιτς, η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καζάν της Ρωσίας, θυμάται πάντα τον παππού της να ανοίγει κάθε φθινόπωρο τον βόθρο του αγροκτήματος και να μεταφέρει με κουβάδες το εσωτερικό της στον οπωρώνα του, ανοίγοντας επί τούτου μικρές τρύπες στις ρίζες των ξεραμένων πια ντοματιών, των μηλιών και των κερασιών. Θυμάται επίσης πως πάντα έριχνε ένα μέρος του σε κάποιον από τους λάκκους κομποστοποίησης όπου πετούσαν στη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου όλα τα οργανικά απορρίμματα του αγροκτήματος: Καθένας τους έμενε κατόπιν σφραγισμένος για δύο χρόνια κι όταν άνοιγε, την άνοιξη, ήταν γεμάτος από ένα απαλό, πλούσιο και εύφορο χώμα που μύριζε φύση.
«Πρέπει να ταΐζεις τη γη όπως ταΐζεις και τους ανθρώπους» συνήθιζε να λέει ο παππούς της. Οπως γράφει η Ζέλντοβιτς στο διαδικτυακό περιοδικό Aeon, όταν το σοβιετικό καθεστώς τούς πήρε το αγρόκτημα και η οικογένεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ, σοκαρίστηκε μαθαίνοντας πως οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν πολύ διαφορετικά τη μεταβολική παραγωγή τους.
Μισό κιλό «παραγωγή» ημερησίως
Ενας μέσος ενήλικος παράγει περίπου μισό κιλό περιττωμάτων την ημέρα. Στον ανεπτυγμένο κόσμο, τη συνέχεια την αναλαμβάνουν οι τουαλέτες, οι υπόγειοι αγωγοί και οι σταθμοί επεξεργασίας λυμάτων. Αυτά τα θαύματα της σύγχρονης μηχανικής, ωστόσο, κάνουν σημαντική ζημιά στην οικολογία της Γης. Οι μονάδες βιολογικού καθαρισμού καθαρίζουν μεν τα λύματα από τους παθογόνους οργανισμούς, όχι όμως και από το άζωτο, τον φωσφόρο και το κάλιο: Αυτά τα ισχυρά λιπάσματα χύνονται κατά κανόνα στη συνέχεια σε κάποιον κοντινό υδάτινο όγκο, υπερσιτίζοντας συνεχώς τις λίμνες, τα ποτάμια και τις θάλασσες – με αποτέλεσμα τοξικά άλγη, νεκρά ψάρια κ.ο.κ. Παράλληλα, τα εδάφη που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια όσων τρώμε γίνονται όλο και φτωχότερα, οπότε οι αγρότες χρησιμοποιούν συνθετικά λιπάσματα, που αφενός δεν είναι εξίσου αποτελεσματικά, αφετέρου έχουν ιδιαίτερα ρυπογόνα παραγωγή.
Η τεχνολογία υπάρχει, το μόνο που μένει είναι να αλλάξουμε νοοτροπία
Λύσεις υπάρχουν. Η Loowatt, για παράδειγμα, μία startup με έδρα τη Βρετανία και τη Μαδαγασκάρη, συλλέγει στις φτωχότερες γειτονιές του Ανταναναρίβο, της πρωτεύουσας της Μαδαγασκάρης, τα λύματα σε βιοδιασπώμενες σακούλες κάτω από τις τουαλέτες: Οι σακούλες κατόπιν σφραγίζονται, τα λύματα θερμαίνονται ώστε να εξοντωθούν οι παθογόνοι οργανισμοί, και στη συνέχεια φορτώνονται σε βιοχωνευτές που τα μετατρέπουν σε κομπόστ.
Η καναδική εταιρεία Lystek, από την πλευρά της, χρησιμοποιεί τεράστια μπλέντερ που μετατρέπουν τη λυματολάσπη σε ένα… σμούθι, το οποίο κατόπιν μεταφέρεται με φορτηγά και εγχέεται μέσα στη γη στα καλλιεργήσιμα χωράφια. Η DC Water, πάλι, φορτώνει τη μεταβολική παραγωγή των 2,2 εκατομμυρίων κατοίκων της Ουάσιγκτον σε τεράστιες χύτρες ταχύτητας, όπου την αφήνει να βράζει σε θερμοκρασίες 149C και έξι φορές την ατμοσφαιρική πίεση. Αφού σκοτωθεί έτσι οτιδήποτε ζωντανό, το προϊόν μπαίνει σε τεράστιους βιοχωνευτές, αποξηραίνεται και συσκευάζεται σε σακούλες που πωλούνται σε τοπικά καταστήματα, με το όνομα Bloom – Ανθηση.
Το λίπασμα αυτό, διαβεβαιώνει η Ζέλντοβιτς, είναι ίδιο σε όψη, υφή και οσμή με εκείνο που έφτιαχνε ο παππούς της. Η τεχνολογία ήδη υπάρχει, καταλήγει, το μόνο που μένει είναι να αλλάξουμε νοοτροπίες και να συνειδητοποιήσουμε ότι μιλάμε για το παλαιότερο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της ανθρωπότητας.