Έξι νέες ταινίες κάνουν πρεμιέρα, ενώ μπαίνουμε στον Φεβρουάριο, ένα μήνα που παραδοσιακά παρουσιάζεται αυξημένη κίνηση στις σκοτεινές αίθουσες. Η επιστροφή του Αστερίξ αναμένεται να τραβήξει το ευρύ κοινό, ενώ υπάρχουν ακόμη δύο ταινίες, που υπογράφουν σκηνοθέτες με πιστούς θαυμαστές στη χώρα μας.

Πρόκειται για το ρομαντικό δράμα του οσκαρικού Σαμ Μέντες «Η Αυτοκρατορία του Φωτός», με την Ολίβια Κόλμαν και το θρίλερ του ανατρεπτικού Μ. Νάιτ Σιάμαλαν «Χτύπος στην Καλύβα».

Αστερίξ & Οβελίξ: Στο Δρόμο για την Κίνα (“Astérix & Obélix: L’ Empire du Milieu”)

Περιπέτεια, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Γκιγιόμ Κανέ, με τους Γκιγιόμ Κανέ, Ζιλ Λελούς, Μαριόν Κοτιγιάρ, Βενσάν Κασέλ, Τζόναθαν Κοέν, Λεανά Σεά, Μελανί Τιερί, Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς κα.

Ο Αστερίξ και ο Οβελίξ, οι δυο αγαπημένοι Γαλάτες ήρωες επιστρέφουν σε νέες περιπέτειες και για πρώτη φορά σε σενάριο, που δεν βασίζεται στο διάσημο κόμικς και στα κείμενα των Γκοσινί – Ουντερζό.

Μια γαλλική υπερπαραγωγή, καθαρού ψυχαγωγικού σινεμά για όλη την οικογένεια, που βλέπεται ευχάριστα, αν και η απουσία του εμβληματικού Γάλλου σταρ Ζεράρ Ντεπαρντιέ, στον ρόλο του Οβελίξ, μοιάζει δυσαναπλήρωτη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Ζιλ Λελούς.

Ο Γκιγιόμ Κανέ, στο ρόλο του Αστερίξ, αντικαθιστά τον Κριστιάν Κλαβιέ, ενώ υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Κάτι που μάλλον ρίχνει ελαφρώς το συνολικό αποτέλεσμα της ταινίας, έχει κατά διαστήματα μία άτσαλη προσέγγιση των κωμικών σκηνών, αλλά καταφέρνει να ισορροπήσει τις αδυναμίες της, με το πλήθος των δεύτερων αξιοπρόσεκτων ρόλων, τους οποίους κρατούν οι Βενσάν Κασέλ (στο ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα), Μάριον Κοτιγιάρ (Κλεοπάτρα), Τζόναθαν Κοέν, Λεάνα Σεά (εντυπωσιακά όμορφη) και βεβαίως του απόμαχου σταρ ποδοσφαιριστή Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, που αποδεικνύει ότι το έχει και με τον φακό και ότι θα μπορούσε να διαπρέψει εκτός από τα γήπεδα και στα κινηματογραφικά πλατό.

Το όχι και τόσο καλογραμμένο σενάριο θέλει την Αυτοκράτειρα της Κίνας να φυλακίζεται έπειτα από ένα πραξικόπημα και η μοναχοκόρη της, που το έσκασε, να ζητά βοήθεια από τους ηρωικούς πολεμιστές Αστερίξ και Οβελίξ. Μόνο που η ιστορία θα πάρει άλλη τροπή, όταν ο Ιούλος Καίσαρας βάζει στο μάτι την κινεζική αυτοκρατορία και κατευθύνεται με τις πανίσχυρες λεγεώνες του προς την ασιατική τεράστια χώρα.

Το φιλμ του Κανέ μπορεί να μην έχει το ανάλογο χιούμορ των πετυχημένων προηγούμενων ταινιών και να δείχνει σαν μια συνταγή που έχουμε δοκιμάσει αρκετές φορές, αλλά το κέφι και η καλλιτεχνική διεύθυνση κρατείται σε υψηλό επίπεδο. Μία ταινία που θα γεμίσει ευχάριστα δυο ξένοιαστες ώρες και θα ευχαριστήσει περισσότερο τα παιδιά, στο κοινό που προσβλέπουν οι παραγωγοί και γι’ αυτό προβάλλεται και μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ:  Βρισκόμαστε στο έτος 50 π. Χ. Η αυτοκράτειρα της Κίνας μόλις φυλακίστηκε μετά από πραξικόπημα που υποκινήθηκε από έναν προδότη πρίγκιπα. Η μοναχοκόρη της αυτοκράτειρας, πριγκίπισσα Φου-Γι, καταφέρνει να διαφύγει στη Γαλατία για να ζητήσει βοήθεια από τους ξακουστούς πολεμιστές, Αστερίξ και Οβελίξ. Οι δύο αχώριστοι ήρωες δέχονται ευχαρίστως να βοηθήσουν την πριγκίπισσα να σώσει τη μητέρα της και να ελευθερώσει τη χώρα της. Έτσι αρχίζουν ένα μεγάλο ταξίδι προς την Κίνα. Όμως, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο Καίσαρας και ο ισχυρός στρατός του, διψασμένοι για μια νέα κατάκτηση, αποφασίζουν να κατευθυνθούν κι αυτοί προς την Κίνα…

Η Αυτοκρατορία του Φωτός (“Empire of Light”)

Ρομαντικό δράμα, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, με τους Ολίβια Κόλμαν, Μάικλ Γουόρντ, Τομ Μπρουκ, Τόμπι Τζόουνς, Κρίσταλ Κλαρκ, Κόλιν Φερθ κα.

Παρασυρμένος από μια θάλασσα συναισθημάτων, ιδεών και προσωπικών βιωμάτων ο Σαμ Μέντες τελικά πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Αν και τα στάνταρ του δεν είναι ευκαταφρόνητα, η τελευταία του ταινία αποτελεί μία μικρή απογοήτευση και μάλιστα όταν έχει διαφημιστεί ως «το δικό του ερωτικό γράμμα προς το σινεμά».

Ο Μέντες, που μας έχει χαρίσει κατά καιρούς σπουδαία ή τουλάχιστον ιδιαιτέρως καλογυρισμένα φιλμ, όπως τα «1917», «Skyfall», «American Beauty», «Ο Δρόμος της Απώλειας», σε τούτο δω νοσταλγικό δράμα χάνει το μέτρο και το αποτέλεσμα μοιάζει με νερόβραστη αγγλική σούπα.

Μια ταινία που διαφημίστηκε ότι θα μας θυμίσει «τη μαγεία του σινεμά», ένα ελκυστικό θέμα που λατρεύει και επιβραβεύει η Αμερικάνικη Ακαδημία κι έχοντας την Ολίβια Κόλμαν για πρωταγωνίστρια, είναι φανερό ότι θα μπορούσε στα χέρια του Μέντες να είναι, αν μη τι άλλο, η συνταγή της επιτυχίας. Όμως, τίποτα δεν λειτούργησε σωστά, εκτός από ορισμένα αποσπασματικά όμορφα πλάνα και ενδιαφέρουσες σεκάνς, που μας θυμίζουν ότι έχουμε να κάνουμε με ταινία του Σαμ Μέντες, αλλά ταυτόχρονα μας απογοητεύει ακόμη περισσότερο το αποτέλεσμα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο.

Σε σενάριο δικό του, ο Μέντες θέλει να μιλήσει για πολλά και τελικά χάνει και τα λίγα. Εκεί που περιμένεις μια ωδή για το σινεμά, ένα ξαδερφάκι του «Σινεμά ο Παράδεισος», μία νοσταλγική ιστορία να ζωντανεύει και να γοητεύει, μπαίνουν οι δυσαρμονικές προσωπικές σχέσεις των ηρώων και στη συνέχεια η προβληματική ψυχική υγεία της πρωταγωνίστριας. Αλλά δεν σταματά σε αυτά μόνο, γιατί θα πρέπει να θίξει και τη βρετανική παρακμιακή ασχήμια τής εποχής του ’80 και το ρατσιστικό μίσος που θρέφονται από τη θατσερική εποχή, η οποία, ωστόσο, περνά τόσο διακριτικά που νομίζεις ότι με το ζόρι γίνεται η αναφορά.

Το πολύπλοκο σενάριο θέλει τη Χίλαρι, μία ψυχρή μεσήλικη γυναίκα, χωρίς προσωπική ζωή, να είναι υπεύθυνη για τα κομμένα εισιτήρια σε έναν πολυκινηματογράφο σε διάλυση, που οι δυο αίθουσές του έχουν ερημώσει, έχουν γίνει το απάγκιο για περιστέρια, η γλίτσα έχει αρχίσει να τις καταπίνει, όπως ότι έχει σχέση με τον πολιτισμό και την ψυχαγωγία στην υπερσυντηρητική Βρετανία των αρχών της δεκαετίας του ΄80. Η Χίλαρι, που ορισμένα βράδια αναλαμβάνει να ικανοποιεί και τις σεξουαλικές ανάγκες του παντρεμένου αφεντικού της, δεν έχει προσωπική ζωή, δεν έχει να μιλήσει με κανένα.Παρότι ο ερχομός ενός νέου υπαλλήλου, νεαρού μαύρου Βρετανού – θα ανάψει μία μικρή φλόγα στην άψυχη καθημερινότητά της, τα ψυχολογικά της προβλήματα θα τον κρατήσουν μακριά, μέχρι να αποκαλυφθούν τα καλά κρυμμένα μυστικά της ζωής της.

Ο Μέντες είναι φανερό ότι χάνει το κέντρο βάρους της ιστορίας του, οι προσωπικές αναμνήσεις του θολώνουν, τα προβλήματα της εποχής εκείνης δεν δένουν, παρά την προσπάθειά του, με τα σημερινά, τα θέματα σεξουαλικής και φυλετικής αποδοχής τίθενται γενικά και αόριστα, η μαγεία του σινεμά ξεπέφτει σε μουσειακή απεικόνιση, ενώ το ρατσιστικό ξέσπασμα φαίνεται να έρχεται από το πουθενά, δίχως αίτιο, σαν τον αναγκαίο μπαμπούλα που θέλει κάθε ταινία, για να ανεβάσει λίγο την αδρεναλίνη.

Το σενάριο και η σκηνοθετική ματιά του Μέντες είναι τουλάχιστον αποστασιοποιημένη από το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, η θατσερική Αγγλία σχεδόν απουσιάζει, οι χαρακτήρες είναι μονοδιάστατοι, δίχως βάθος, οι περιφερειακοί χαρακτήρες μοιάζουν μίας χρήσης, ενώ η μαγεία του σινεμά, η διασκέδαση των απλών ανθρώπων, η θεραπεία των βασάνων τους, πάει περίπατο, καθώς δεν έχει καμία σημασία αν μιλάει για μια ιστορία γύρω από το σινεμά ή κάποιο μικρό σούπερ μάρκετ ή οτιδήποτε άλλο.

Η Ολίβια Κόλμαν, έχοντας την εμπειρία, θα προστατέψει τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας δοκιμασμένες μανιέρες της, αφήνοντας κι αυτή μία απόσταση από τον χαρακτήρα που υποδύεται, ενώ ο νεαρός Μάικλ Γουόρντ, αν και διαθέτει ταλέντο, μάλλον δεν έχει την εμπειρία να καλύψει τα νότα του. Το υπόλοιπο καστ και ιδίως τα βαριά ονόματα των Κόλιν Φερθ και Τόμπι Τζόουνς είναι σαν απλώς να πέρασαν για μια καλησπέρα…

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Η καθημερινότητα μιας ομάδας υπαλλήλων ενός κινηματογράφου μιας αγγλικής παραθαλάσσιας πόλης το 1980, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και η Χίλαρι, μια μανιοκαταθλιπτική σαραντάχρονη που θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον νεοπροσληφθέντα Στίβεν.

Χτύπος στην Καλύβα (“Knock at the Cabin”)

Θρίλερ, αμερικάνικης και κινέζικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, με τους Ντέιβ Μπαουτίστα, Μπεν Όλντριτζ, Τζόναθαν Γκροφ, Αμπι Κουίν κα.

Ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, ξεκίνησε εντυπωσιακά, αλλά εδώ και κάποιο διάστημα δείχνει να εξαντλεί το προσωπικό του στίγμα και να επαναλαμβάνει δίχως έμπνευση τον εαυτό του ή να μπαίνει σε δοκιμασμένες φόρμες. Πάντως, εδώ, αν μη τι άλλο, καταφέρνει να προσφέρει αρκετές ανατριχίλες, ακολουθώντας με σεβασμό τους «νόμους» του ψυχολογικού θρίλερ.

Διασκευάζοντας το μυθιστόρημα του Πολ Τρέμπλεϊ «The Cabin at the End of the World», ο Σιάμαλαν («Έκτη Αίσθηση», «Διχασμένος», «Glass») θα φτιάξει ένα στέρεο θρίλερ, προκαλώντας τον φόβο όχι μόνο μέσα από τη συνεχώς τεταμένη ατμόσφαιρα, την εκκρεμότητα του κακού που έρχεται ή τις τρομαχτικές εκπλήξεις, αλλά κυρίως θα παίξει ικανοποιητικά με τον ψυχολογικό τρόμο, μπαίνοντας στο πνεύμα του βιβλίου, για τον ζοφερό κόσμο που ζούμε και τις όχι και τόσο αισιόδοξες προοπτικές του.

Το θέμα του, αν και μοιάζει αρχικά σχηματικό: μια τριμελής οικογένεια που κάνει τις διακοπές της, απομονωμένη σε ένα δάσος και ένα γραφικό ξύλινο σπιτάκι, θα δεχθεί την επίθεση τεσσάρων οπλισμένων και αρκετά παράξενων ανθρώπων. Από κει και πέρα όλα θα ανατραπούν και θα μπει το μεταφυσικό, που μας έχει συνηθίσει ο Σιάμαλαν, καθώς η τετραμελής «παρέα» θα απαιτήσει από την οικογένεια να επιλέξει τη θυσία ενός μέλους της για να αποτρέψει τη συντέλεια του κόσμου.

Ο Σιάμαλαν τα πάει αρκετά καλύτερα απ’ ό,τι στις πρόσφατες ταινίες του, ειδικά μέχρι ένα σημείο, δεν ξεπέφτει ποτέ στη μανιέρα ή στο εξεζητημένο, τις αχρείαστες υπερβολές, που μας έχει συνηθίσει. Η ταινία έχει και ρυθμό και υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά και την αγωνία να φτάνει αρκετές φορές στο στόμα. Αν είχε δουλέψει λίγο περισσότερο και τους χαρακτήρες και ήταν περισσότερο φειδωλός σε ορισμένα τρικ για να αυξήσει το σασπένς, σε βάρος του δραματικού φορτίου, θα είχε επιστρέψει για τα καλά και στην ακμή της δημιουργικής του περιόδου.

Οι ερμηνείες, δεν ξεφεύγουν από το τετριμμένο, παρότι είναι ικανοποιητικές και εξυπηρετούν το μεταφυσικό μυστήριο, ενώ ο συμπαθής γίγαντας Ντέιβιντ Μπαουτίστα, μάλλον βρίσκεται έξω από τα νερά του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ: Κατά τη διάρκεια των διακοπών τους σε μια απομακρυσμένη καλύβα, ένα νεαρό κορίτσι και οι δυο γονείς του καταλήγουν όμηροι τεσσάρων οπλισμένων αγνώστων με άγνωστα κίνητρα, οι οποίοι απαιτούν από την οικογένεια να προβεί σε μια αδιανόητη επιλογή προκειμένου να αποτρέψει το τέλος του κόσμου.

Μέρες Ξηρασίας (“Kurak Günler”)

Δραματική ταινία, τουρκικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Εμίν Αλπέρ, με τους Σελαχατίν Πασαλί, Εκίν Κοτς, Ερόλ Μπαμπάογλου κα.

Ο Εμίν Αλπέρ έχει αποδείξει με τις ταινίες του «Πίσω από τους Λόφους», «Τρεις Αδελφές» και το εξαιρετικό «Frenzy» ότι είναι ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής, ένας σκηνοθέτης που τιμά την ποιητική, λυρική παράδοση του τούρκικου σινεμά, ξέρει να βάζει στη σειρά τις όμορφες εικόνες του, να διηγείται ιστορίες. Εδώ, όμως, θα αφήσει πίσω του τον κινηματογράφο με τον οποίο έγινε αναγνωρίσιμος σε όλο τον κόσμο και θα μπει με φόρα και με μία πρωτόγνωρη ένταση, που ορισμένες φορές φαίνεται ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί απόλυτα, στο νεο-νουάρ, να δώσει το δικό του «Τσάινα Τάουν» και μάλιστα να φτάσει στα άκρα τις επικρίσεις του για τη διαφθορά της χώρας του, την πατριαρχική δομή της και τα στερεότυπα, τα οποία πληγώνουν τα πιο ευαίσθητα κομμάτια του πληθυσμού της τεράστιας χώρας.

Ο Αλπέρ θα προσεγγίσει με ρεαλισμό τον ήρωά του, ενός νεαρού εισαγγελέα που θα βρεθεί σε μια κωμόπολη της Τουρκίας, όπου θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα πολιτικό σκάνδαλο και τη διαχείριση της ύδρευσης που απειλεί το μέρος, έναν βιασμό και τις επιπτώσεις για τη σχέση που θα συνάψει με έναν ντόπιο δημοσιογράφο.

Η ταινία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και πολιτικό θρίλερ, αν δεν υπήρχαν ορισμένες υπερβολές, οι οποίες φτάνουν στα όρια της χειραγώγησης του θεατή, καθώς απαντά στα φαινόμενα της υπερσυντηρητικής τουρκικής επαρχίας με στερεότυπα, κάνοντας φανερό ορισμένες φορές ότι η απόσταση που τον χωρίζει με αυτήν είναι χαώδης και δεν έχει καμία διάθεση να καταλάβει ή να κάνει αυτός ένα βήμα προς αυτήν.

Η εμμονή του για τα κακώς κείμενα της χώρας του, τον παρασύρει σε δραματικές εξάρσεις, πολλές αχρείαστες αναδρομές και επαναλήψεις, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί την ξεχωριστή ματιά του, την ένταση ενός αγωνιώδους θρίλερ, αλλά και τη δύναμη των ποιητικών πλάνων του, με αρωγό την θαυμαστή φωτογραφία του Χρήστου Καραμάνη.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ:  Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Τουρκίας ο νεοφερμένος εισαγγελέας Εμρέ καλείται να αντιμετωπίσει τα πολιτικά σκάνδαλα της τοπικής εξουσίας, το πρόβλημα της διαχείρισης της ύδρευσης και έναν βιασμό, στον οποίο είναι αυτόπτης μάρτυρας.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Καθαρτήριο

Δραματικό σπονδυλωτό φιλμ του Βασίλη Μαζωμένου, που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πέρσι, με τον Θοδωρή Κατσαφάδο και την Μαρία Ζορμπά. Επτά ιστορίες για την ακραία αγάπη, ένα φιλμ με ψυχή, καλές προθέσεις και ενδιαφέρουσα ματιά της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και άνιση, καθώς ορισμένες ιστορίες μοιάζουν ανολοκλήρωτες, ενώ είναι εμφανή και τα σημάδια των προβλημάτων του νέου ελληνικού σινεμά.

Παίζουν ακόμη οι Γιάννης Κοκιασμένος, Κώστας Μπάρας, Νεφέλη Κουρή, Αγγελική Καρυστινού, Θανάσης Χαλκιάς, Μαρία Καρακίτσιου κα.

Ένας μοναχός ηγείται μιας πομπής. Ένα κορίτσι διασώζεται από την πορνεία. Δύο κολεγιόπαιδα γίνονται δράστες βίαιων περιστατικών. Ένας ηλικιωμένος πέφτει θύμα μιας αστυνομικού. Ένα ζευγάρι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη σχέση του. Μια γυναίκα εκφράζει τον θυμό της σε έναν δημόσιο υπάλληλο. Ένας άνδρας απάγει τον καλύτερο του φίλο.

Δύο Φίλοι και Ένας Ασβούλης (“Knutsen & Ludvigsen The Great Beast”)

Παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων, νορβηγικής παραγωγής του 2020 και σε σκηνοθεσία των Ρούνε Σπάανς και Γκάνχιλντ Ένγκερ. Σίκουελ ενός νορβηγικού animation του 2015 για τις τρελές περιπέτειες δυο φίλων και ενός ασβού, που χάνουν την ήρεμη ζωή τους που έκαναν στο τούνελ του τρένου, όταν μία αυστηρή υπάλληλος του σιδηροδρόμου τους διώχνει και ο μόνος που μπορεί να τους βοηθήσει είναι ο θρυλικός πειρατής καπετάν Τουτσόν. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά με τις φωνές των Άγγελου Λιάγκα, Αποστόλη Ψυχράμη, Φώτη Πετρίδη, Βασίλη Μήλιου κα.

Χάρης Αναγνωστάκης, ΑΠΕ-ΜΠΕ
 



sofokleousin.gr