Η ιγμορίτιδα και η αλλεργική ρινίτιδα μοιράζονται ορισμένα κοινά συμπτώματα, που δυσχεραίνουν τη διάγνωση και τη θεραπεία.
Παραπλανητικά είναι μερικές τα ρινικά συμπτώματα που εκδηλώνουμε την άνοιξη. Έτσι, μπορεί να νομίζουμε ότι έχουμε μια λοίμωξη όπως η ιγμορίτιδα, αλλά στην πραγματικότητα να πρόκειται για αλλεργική ρινίτιδα. Ή μπορεί να ισχύει και το αντίστροφο.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σπάνιο. Οφείλεται στο ότι τα αρχικά συμπτώματα της ιγμορίτιδας είναι παρόμοια με εκείνα της ρινικής αλλεργίας. Και μερικές φορές μπερδεύουν ακόμα και τους γιατρούς.
Όπως εξηγεί ο κ. Γεώργιος Μοιρέας, πλαστικός χειρουργός προσώπου-ωτορινολαρυγγολόγος, η ιγμορίτιδα ανήκει στις παραρρινοκολπίτιδες. Οι παθήσεις αυτές είναι φλεγμονές στους ρινικούς κόλπους, δηλαδή στα ιγμόρεια, τους ηθμοειδείς κόλπους, τους μετωπιαίους ή τους σφηνοειδείς.
Οι ρινικοί κόλποι είναι κοιλότητες του κρανίου. Βρίσκονται πίσω από το μέτωπο, τα μάγουλα, ανάμεσα στα μάτια και πίσω από αυτά. Συνδέονται με τη μύτη μέσω μικρών σωληνίσκων, διαμέτρου λίγο μεγαλύτερης από την κεφαλή της καρφίτσας.
Το εσωτερικό των ρινικών κόλπων καλύπτεται από βλεννογόνο και φυσιολογικά περιέχουν αέρα. Παίζουν το ρόλο αντηχείου στην ικανότητά μας να εκφράζουμε φωνητικά ορισμένους ήχους.
Οι αποφραγμένοι ρινικοί κόλποι δημιουργούν ένα περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη των βακτηρίων.
Οξεία ή χρόνια
Η ιγμορίτιδα και γενικώς η παραρρινοκολπίτιδα μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια:
- Η οξεία είναι λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού. Προκαλεί πυρετό, κεφαλαλγία, αίσθημα βάρους στο κεφάλι και έντονα πυώδη εκκρίματα από τη μύτη.
- Η χρόνια μπορεί να οφείλεται σε αλλεργίες ή/και σε ανατομικά προβλήματα της μύτης. Εκτός από καταρροή, προκαλεί χρόνια κεφαλαλγία και δυσχέρεια της αναπνοής από τη μύτη (ρινική αναπνοή).
Άλλοι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας είναι:
- Το κάπνισμα
- Οι ρινικοί πολύποδες
- Οι διογκωμένες ρινικές κόγχες
- Το στραβό ρινικό διάφραγμα
«Οι παράγοντες αυτοί συντελούν στη συλλογή υγρού στους παραρρίνιους κόλπους», εξηγεί ο ειδικός.
Η οξεία ιγμορίτιδα και παραρρινοκολπίτιδα διαρκεί συνήθως μερικές ημέρες ή λίγες εβδομάδες. Η χρονία διαρκεί αρκετά περισσότερο (από εβδομάδες έως μήνες ή και χρόνια, αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά).
Τα συμπτώματα της παραρρινοκολπίτιδας ποικίλουν ανάλογα με τη σοβαρότητα της φλεγμονής και με τους εμπλεκόμενους κόλπους.
Τα εκκρίματα από τη μύτη, π.χ., μπορεί να είναι έντονα, πράσινα ή κίτρινα. Ο ασθενής μπορεί επίσης να έχει πονόλαιμο και βήχα ή/και να πονάει στο πρόσωπο ή στα δόντια. Μπορεί επίσης να έχει απώλεια όσφρησης και γεύσης και δύσοσμη αναπνοή ή πικρή γεύση στο στόμα. Μερικές φορές συνυπάρχουν όλα τα συμπτώματα, άλλες εκδηλώνονται ορισμένα από αυτά.
Η αλλεργική ρινίτιδα
Η αλλεργική ρινίτιδα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Προκαλείται από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η γύρη στον αέρα, οι τρίχες των κατοικίδιων ζώων και η οικιακή σκόνη.
Μεταξύ των συμπτωμάτων της συμπεριλαμβάνεται η ρινική καταρροή.
Συνήθως η ανακούφιση του ασθενούς από τα συμπτώματα γίνεται με αντισταμινικά και κορτιζονούχα ρινικά σπρέι. Ωστόσο για την ουσιαστική βελτίωσή τους απαιτείται είτε η απομάκρυνση του αλλεργιογόνου από το περιβάλλον είτε η απευαισθητοποίηση με ανοσοθεραπεία. Η ανοσοθεραπεία συνίσταται σε εμβολιασμό έναντι του αλλεργικού παράγοντα.
«Εάν η βλέννα της αλλεργικής ρινίτιδας δεν απομακρύνεται επαρκώς, μπορεί να οδηγήσει σε παραρρινοκολπίτιδα», προειδοποιεί ο κ. Μοιρέας. «Για την ευχερέστερη διάκριση των δύο καταστάσεων θα πρέπει να λαμβάνεται εκτενές ιατρικό ιστορικό για την έκθεση ή όχι σε αλλεργιογόνα, τη διάρκεια των συμπτωμάτων και την εμφάνιση των ρινικών εκκρίσεων».
Επειδή, όμως, πολλά από τα συμπτώματα είναι παρόμοια, η διάκριση αυτή δεν είναι πάντοτε εύκολη. Γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ ο ασθενής να αρκείται στην αυτοδιάγνωση, αλλά να απευθύνεται σε ωτορινολαρυγγολόγο ιατρό.
Εκείνος θα λάβει το ιατρικό ιστορικό, θα διενεργήσει κλινική εξέταση και, εάν κριθεί απαραίτητο, θα ζητήσει εξετάσεις. Στις εξετάσεις συμπεριλαμβάνονται τεστ αλλεργίας και ακτινογραφία παραρρινίων κόλπων.
Η θεραπεία της ιγμορίτιδας
Ο καθαρισμός της μύτης με φυσιολογικό ορό και η χρήση κάποιου ρινικού σπρέι μπορεί να απομακρύνει τη βλέννα στα άτομα με ιγμορίτιδα ή άλλη παραρρινοκολπίτιδα.
Εάν αυτά δεν είναι αποτελεσματικά και τα συμπτώματα επιμένουν, ο γιατρός ίσως προτείνει κάποιο αντιβιοτικό. Ωστόσο στο σχεδόν 50% των περιπτώσεων, οι λοιμώξεις των παραρρινίων κόλπων υποχωρούν χωρίς αντιβιοτικά.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που απαιτούν πιο δραστικά μέτρα. Σε ασθενείς με επίμονη ιγμορίτιδα ή άλλη παραρρινοκολπίτιδα παρά την επαρκή ιατρική θεραπεία, συνιστάται χειρουργική επέμβαση στους κόλπους.
Στόχοι της λειτουργικής ενδοσκοπικής χειρουργικής (FESS), όπως ονομάζεται η επέμβαση, είναι:
- Η αποκατάσταση επαρκούς αερισμού και παροχέτευσης των παραρρινίων κόλπων
- Η απομάκρυνση των ρινικών πολυπόδων, εάν υπάρχουν
- Η διόρθωση της ανατομικής και λειτουργικής διαταραχής της μύτης.
«Με αυτές τις παρεμβάσεις βελτιώνεται η ποιότητα ζωής και ύπνου του ασθενούς, αφού η χειρουργική επέμβαση απαλλάσσει από τα συμπτώματα», τονίζει ο κ. Μοιρέας.
Στην χρόνια παραρρινοκολπίτιδα
Στην περίπτωση της χρόνιας παραρρινοκολπίτιδας, η επεμβατική θεραπεία εξαρτάται από την αιτία της.
Όταν η αιτία της είναι ανατομικές ανωμαλίες, ο χειρουργός επεμβαίνει με ειδικές κάμερες και ενδοσκόπια. Με αυτά επισκοπούνται οι στενές ανατομικές περιοχές των παραρρινίων κόλπων. Επιπλέον, με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων αφαιρεί τους ανεπιθύμητους ιστούς ή τους πολύποδες και παροχετεύει τους παραρρίνιους κόλπους ή προχωρά σε διόρθωση του ρινικού διαφράγματος. Έτσι, παρέχει πλήρη θεραπεία στον ασθενή.
Αν, όμως, οι ρινικές κόγχες είναι υπερμεγέθεις και μπλοκάρουν τις ρινικές διόδους, ο χειρουργός μειώνει το μέγεθός τους για να βελτιώσει την αναπνοή.
«Όλες αυτές οι επεμβάσεις γίνονται υπό γενική αναισθησία και συνήθως δεν απαιτείται διανυκτέρευση στο νοσοκομείο», εξηγεί ο ειδικός. «Μετεγχειρητικά, δεν υπάρχει οίδημα ούτε μώλωπες στο πρόσωπο. Αυτό ισχύει ακόμα και αν αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα και αισθητική ρινοπλαστική».
Επειδή, εξ άλλου, οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της μύτης, δεν υπάρχουν ουλές. Επομένως, «ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στην καθημερινότητά του απαλλαγμένος από τα συμπτώματα της παραρρινοκολπίτιδας και με βελτιωμένη εμφάνιση», καταλήγει ο κ. Μοιρέας.