Η ιταλική αρχή ανταγωνισμού επέβαλε στην Amazon πρόστιμο-ρεκόρ 1,13 δισεκατομμυρίων ευρώ κατηγορώντας την αμερικανική εταιρεία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Η Amazon απάντησε ότι «διαφωνεί κάθετα» με την απόφαση και πρόκειται να ασκήσει έφεση.
Το τελευταίο διάστημα οι γίγαντες του Διαδικτύου μπαίνουν στο μικροσκόπιο ρυθμιστικών αρχών σε όλο τον κόσμο λόγω μιας σειράς από σκάνδαλα που αφορούν τα προσωπικά δεδομένα, την παραπληροφόρηση και την καταστολή του ανταγωνισμού.
Έρευνες κατά της Amazon εκκρεμούν και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει βάλει στο στόχαστρο και την Google, την Facebook, την Apple και τη Microsoft.
Στην Ιταλία, η αρχή ανταγωνισμού κατηγορεί την Amazon ότι καταχράστηκε την κυριαρχία της στην αγορά ηλεκτρονικού εμπορίου για να αναγκάσει τα καταστήματα που λειτουργούν στην πλατφόρμα της να χρησιμοποιούν το δικό της λογισμικό εφοδιαστικής αλυσίδας, με την ονομασία Fulfilment by Amazon (FBA).
Σύμφωνα με την αρχή, η Amazon συνέδεσε τη χρήση του FBA με την πρόσβαση των καταστημάτων σε αποκλειστικά προνόμια όπως η ετικέτα Prime, η οποία απευθύνεται σε 7 εκατομμύρια πιστούς πελάτες και αυξάνει την προβολή και τα έσοδα των καταστημάτων στο Amazon.it.
«Η Amazon εμποδίζει τους τρίτους πωλητές να συνδέουν την ετικέτα Prime με προσφορές τις οποίες δεν διαχειρίζεται το FBA» ανέφερε η ρυθμιστική αρχή στην ανακοίνωσή της.
Από την πλευρά της, η Amazon ανακοίνωσε ότι το FBA «είναι απολύτως προαιρετική υπηρεσία», η οποία δεν χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των εμπόρων.
«Όταν οι πωλητές επιλέγουν το FBA το κάνουν επειδή είναι αποτελεσματικό, βολικό και ανταγωνιστικό όσον αφορά την τιμή» ανακοίνωσε η εταιρεία.
Η ιταλική αρχή συνεργάστηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια με τις δύο έρευνες που εκκρεμούν στις Βρυξέλλες για τις πρακτικές της Amazon.
Η πρώτη άνοιξε το 2019 προκειμένου να εκτιμήσει αν η χρήση ευαίσθητων δεδομένων από ανεξάρτητους πωλητές παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού της EE.
H δεύτερη ξεκίνησε το 2020 και αφορά ενδεχόμενη προνομιακή μεταχείριση των προσφορών της Amazon και των πωλητών που χρησιμοποιούν το λογισμικό και τις υπηρεσίες παράδοσης της ίδιας της εταιρείας.