Δεκατρείς από τους 111 ανθρώπους, δηλαδή το 12%, από όσους έχασαν φέτος τη ζωή τους από τη φονική γρίπη Η1Ν1, δεν ήταν ούτε ηλικιωμένοι, ούτε βρέφη και δεν εμφάνιζαν κανένα πρόβλημα υγείας.
Το iatropedia απηύθυνε το ερώτημα στον καθηγητή Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθανάσιο Τσακρή: «Το θέμα έχει πολλές παραμέτρους», απαντά ο καθηγητής. «Κάποιος μπορεί να χάσει τη ζωή του από γρίπη για πολλούς λόγους, αλλά πρωτίστως εάν δεν έχει εμβολιαστεί. Ακόμη, όμως, δεν έχουν πειστεί ούτε καν οι ευπαθείς ομάδες για την ανάγκη του εμβολιασμού. Πώς να περάσει το μήνυμα στους υπόλοιπους και δη στους υγιείς;», συμπληρώνει.
Ιικό φορτίο και γενετικές ιδιαιτερότητες
«Μερικοί από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που μπορεί να ευθύνονται για το θάνατο ενός νέου και υγιούς ατόμου από τον ιό της γρίπης, είναι η λοιμογονικότητα του συγκεκριμένου στελέχους της γρίπης αλλά και το μέγεθος του ιικού φορτίου που έχει δεχθεί ο ασθενή», υποστηρίζει ο κ. Τσακρής.
Επιβαρυντικός παράγοντας για ορισμένους ανθρώπους είναι και οι γενετικές τους ιδιαιτερότητες, όπως τονίζει ο καθηγητής Μικροβιολογίας: «Έχει διαπιστωθεί ότι άτομα συγγενικά ενδέχεται να εμφανίσουν σοβαρές επιπλοκές από κάποιον τύπο γρίπης, χωρίς μάλιστα να ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου. Αυτό δείχνει ότι και από τα γονίδιά μας μπορεί να εξαρτάται το πώς ανταποκρινόμαστε στις επιπλοκές της γρίπης», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ανοσολογική ανταπόκριση και ψυχολογικός παράγοντας
Ποιος μπορεί λοιπόν να είναι ο καταλύτης που θα μετατρέψει μια απλή γρίπη σε θανάσιμη απειλή; «Το ανοσολογικό στάτους του ατόμου που θα προσβληθεί», εξηγεί ο κ. Τσακρής. «Δηλαδή η άμυνα του οργανισμού του τη δεδομένη στιγμή – εάν για κάποιους λόγους ο οργανισμός του είναι αδύναμος και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αντισταθεί αποτελεσματικά απέναντι σε βλαπτικούς παράγοντες. Η παχυσαρκία, το κάπνισμα και η κακή διατροφή ευθύνονται, μεταξύ άλλων, για τη μειωμένη λειτουργία του ανοσοποιητικού μας συστήματος και μας κάνουν πιο ευάλωτους απέναντι στον ιό της γρίπης. Αλλά και ο ψυχολογικός παράγοντας συμβάλλει, καθώς το στρες προκαλεί έκκριση της κορτιζόνης, ουσίας η οποία μπορεί να καταστείλει το ανοσοποιητικό σύστημα», αναφέρει ο κ. Τσακρής.
Ο ιός Η1Ν1 που επικρατεί φέτος χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τον καθηγητή, από εμφάνιση σοβαρών επιπλοκών ακόμη και σε μικρότερες ηλικίες (50-60 ετών) σε αντίθεση με τον Η3Ν2, που πλήττει κυρίως άτομα άνω των 70 ετών.
Όπως όλα δείχνουν, πάντως, σύμφωνα και με το ΚΕΕΛΠΝΟ, η γρίπη αυτή την περίοδο βρίσκεται σε αποδρομή, η δραστηριότητά της, δηλαδή, παρουσιάζει πτωτική τάση. Αλλά και πάλι, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να εφησυχάσουμε, καθώς το ενδημικό κύμα αναμένεται να διαρκέσει έως τις αρχές Απριλίου – εκτός αν προκύψουν ασυνήθιστες για την εποχή καιρικές μεταβολές, όπως τονίζει ο κ. Αθανάσιος Τσακρής: «Μια ενδεχόμενη επιδείνωση του καιρού, με χαμηλές θερμοκρασίες, μπορεί να επιβραδύνει την πτωτική πορεία της γρίπης».
Όσο για το τι οδήγησε φέτος στο να έχουμε τόσο αυξημένη νοσηρότητα και πολλά σοβαρά περιστατικά; «Οι χαμηλές θερμοκρασίες του Ιανουαρίου και τα χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης. Αλλά και οι μεταλλάξεις του ιού: εξαιτίας αυτών, ακόμα και άτομα που είχαν παλαιότερα νοσήσει από το πανδημικό στέλεχος Η1Ν1, δεν είχαν αντισώματα για επαρκή προστασία από τα στελέχη που κυριάρχησαν φέτος.»