H Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε δέσμη μέτρων για τη βελτίωση της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας του τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ. Η δέσμη αυτή αυτή περιλαμβάνει τέσσερα στοιχεία: Μία ανακοίνωση για την ενεργειακή μετάβαση στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ, ένα σχέδιο δράσης για την προστασία και την αποκατάσταση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων για μια βιώσιμη και ανθεκτική αλιεία, μία ανακοίνωση σχετικά με την κοινή αλιευτική πολιτική σήμερα και αύριο και έκθεση σχετικά με την κοινή οργάνωση των αγορών για τα προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας.
Οι κύριοι στόχοι των μέτρων είναι η προώθηση της χρήσης καθαρότερων πηγών ενέργειας και η μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, καθώς και η μείωση του αντίκτυπου του τομέα στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Οι προτεινόμενες δράσεις θα υλοποιηθούν σταδιακά ώστε να διευκολυνθεί η προσαρμογή του τομέα. Ένα «σύμφωνο για την αλιεία και τους ωκεανούς» θα στηρίξει επίσης την πλήρη εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής (ΚΑΠ) σε συντονισμό με τα κράτη μέλη και τους ενδιαφερόμενους στον κλάδο της αλιείας, μεταξύ των οποίων οι αλιείς, οι οργανώσεις παραγωγών, τα περιφερειακά γνωμοδοτικά συμβούλια και οι επιστήμονες. Οι προτάσεις επιδιώκουν επίσης να καταστήσουν τον τομέα ελκυστικό χώρο εργασίας για τις νεότερες γενιές.
Καθαρές μηδενικές εκπομπές στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας έως το 2050
Η τρέχουσα εξάρτηση του τομέα από τα ορυκτά καύσιμα δεν είναι μόνο περιβαλλοντικά μη βιώσιμη, αλλά τον καθιστά και ευάλωτο στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας. Όταν οι τιμές των καυσίμων αυξήθηκαν το 2021 και το 2022, πολλά σκάφη παρέμειναν δεμένα στα λιμάνια και ο τομέας χρειάστηκε χρηματοδοτική στήριξη, καθώς μεγάλο μέρος του αλιευτικού στόλου της ΕΕ δεν ήταν σε θέση να καλύψει το λειτουργικό κόστος. Η υδατοκαλλιέργεια ήταν επίσης εκτεθειμένη στις υψηλότερες τιμές τόσο των καυσίμων όσο και των ιχθυοτροφών. Ο τομέας έλαβε χρηματοδοτική στήριξη από την ΕΕ.
Η Επιτροπή προτείνει τη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, για έναν κλιματικά ουδέτερο τομέα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, σύμφωνα με έναν από τους φιλόδοξους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην ΕΕ έως το 2050. Προτείνει επίσης μέτρα για τη στήριξη του τομέα με σκοπό την επιτάχυνση της ενεργειακής του μετάβασης, μέσω της μεγαλύτερης εξοικονόμησης καυσίμων και της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών.
Μία από τις βασικές δράσεις είναι η εταιρική σχέση ενεργειακής μετάβασης για την αλιεία και την υδατοκαλλιέργεια της ΕΕ. Η δράση αυτή θα φέρει σε επαφή όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ άλλων στους τομείς της αλιείας, της υδατοκαλλιέργειας, της ναυπηγικής βιομηχανίας, των λιμένων, της ενέργειας, των ΜΚΟ, των εθνικών και περιφερειακών αρχών, με σκοπό τη συλλογική αντιμετώπιση των προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης του τομέα.
Η Επιτροπή, όπως επισημαίνει, θα καταβάλει επίσης προσπάθειες για την κάλυψη των κενών όσον αφορά τη μεταφορά τεχνολογίας από την έρευνα και την καινοτομία στην εφαρμογή, για την προώθηση της ανάπτυξης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού, και για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις ευκαιρίες χρηματοδότησης και την ευαισθητοποίηση.
Προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων για μια βιώσιμη αλιεία
Η κλιματική αλλαγή, η απώλεια βιοποικιλότητας και η ρύπανση των ωκεανών απειλούν τη βιωσιμότητα των πόρων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Η Επιτροπή παρουσιάζει σχέδιο δράσης για τη θάλασσα με σκοπό την ενίσχυση της συμβολής της ΚΑΠ στους περιβαλλοντικούς στόχους της ΕΕ και τη μείωση των δυσμενών επιπτώσεων των αλιευτικών δραστηριοτήτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα, ιδίως λόγω της διατάραξης του θαλάσσιου βυθού, των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων ευαίσθητων ειδών και των επιδράσεων στα θαλάσσια τροφικά πλέγματα. Ένα υγιές θαλάσσιο περιβάλλον με υγιή ιχθυαποθέματα και πλούσια βιοποικιλότητα είναι ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί ένα μέλλον ευημερίας για τις αλιευτικές κοινότητες της ΕΕ μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Το σχέδιο δράσης συμβάλλει στην υλοποίηση της στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 και της δέσμευσής της να προστατεύσει νομικά και αποτελεσματικά το 30 % των θαλασσών μας, με το ένα τρίτο να προστατεύεται αυστηρά. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα διατήρησης της αλιείας, με σκοπό την αποτελεσματική προστασία και διαχείριση των προστατευόμενων θαλάσσιων περιοχών (ΠΘΠ), με σαφές χρονοδιάγραμμα. Οι προσπάθειες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την προστασία των περιοχών ωοτοκίας και αναπαραγωγής, τη μείωση των ποσοστών θνησιμότητας των ιχθύων και την αποκατάσταση των βασικών περιοχών για ευαίσθητα είδη και ενδιαιτήματα.
Το σχέδιο αποσκοπεί επίσης στη μείωση των επιπτώσεων της αλιείας στον θαλάσσιο βυθό. Η επείγουσα προστασία και αποκατάσταση των οικοτόπων του θαλάσσιου βυθού στις προστατευόμενες θαλάσσιες ζώνες είναι ζωτικής σημασίας, δεδομένης της σημασίας τους ως κομβικών σημείων της θαλάσσιας βιοποικιλότητας της ΕΕ και της σημασίας του γαλάζιου άνθρακα στους θαλάσσιους οικοτόπους για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να προτείνουν κοινές συστάσεις και να λάβουν εθνικά μέτρα για τη σταδιακή κατάργηση της αλιείας βυθού με κινητά εργαλεία σε όλες τις προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές, το αργότερο έως το 2030, και να μην την επιτρέψουν σε καμία νέα προστατευόμενη θαλάσσια περιοχή. Τα πρώτα μέτρα θα πρέπει να έχουν ήδη ληφθεί έως τον Μάρτιο του 2024 για τους τόπους Natura 2000 στο πλαίσιο της οδηγίας για τους οικοτόπους που προστατεύουν τον θαλάσσιο βυθό και τα θαλάσσια είδη.
Το σχέδιο προτείνει επίσης δράσεις για την αύξηση της επιλεκτικότητας των αλιευτικών εργαλείων και πρακτικών και για τη μείωση των παρεμπιπτόντων αλιευμάτων απειλούμενων ειδών, καθορίζοντας ένα χρονοδιάγραμμα που θα βοηθήσει τα κράτη μέλη να δώσουν προτεραιότητα στα είδη που χρήζουν μεγαλύτερης προστασίας.
Δεδομένου ότι οι ωκεανοί και οι θάλασσες καλύπτουν το 71 % της επιφάνειας της Γης και πάνω από το 65 % της επικράτειας της ΕΕ, το σχέδιο δράσης θα αποτελέσει επίσης μέρος της συμβολής της ΕΕ στην εφαρμογή της πρόσφατης συμφωνίας Κουνμίνγκ-Μόντρεαλ για τη βιοποικιλότητα.
«Σύμφωνο για την αλιεία και τους ωκεανούς» για τη συμβολή στην εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής
Η κοινή αλιευτική πολιτική εξακολουθεί να αποτελεί το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που δέχονται η αλιεία και οι θάλασσες της ΕΕ, παρέχοντας την αναγκαία σταθερότητα στον τομέα της αλιείας και επιτρέποντας στην ΕΕ να δώσει το παράδειγμα στην προώθηση της βιώσιμης αλιείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι τρεις βασικές αρχές στις οποίες βασίζεται η πολιτική εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα: περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα, αποτελεσματική περιφερειακή συνεργασία, και λήψη επιστημονικά τεκμηριωμένων αποφάσεων. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές προκλήσεις για την πλήρη εφαρμογή της ΚΑΠ και απαιτείται ταχύτερος και μεγαλύτερος διαρθρωτικός μετασχηματισμός για τη μείωση των περιβαλλοντικών και κλιματικών επιπτώσεων της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας. Αυτό είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση ενός υγιούς θαλάσσιου περιβάλλοντος και τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας, καθώς και για να βοηθηθεί ο τομέας να καταστεί ανθεκτικότερος, να αυξηθεί η ενεργειακή απόδοση και να συμβάλει γρήγορα στην κλιματική ουδετερότητα. Αυτό θα συμβάλει στην εξοικονόμηση του κόστους των καυσίμων και στην ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας.
Προκειμένου να διαμορφωθεί ένα ενιαίο όραμα για το μέλλον του τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας και να επιβεβαιωθεί εκ νέου η κοινή δέσμευση για πλήρη εφαρμογή της ΚΑΠ με σκοπό την έναρξη συζητήσεων μεταξύ των διαχειριστών αλιείας και των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τη μελλοντική βιωσιμότητα της πολιτικής, τόσο όσον αφορά την κοινωνική όσο και την περιβαλλοντική ανθεκτικότητα, η Επιτροπή προτείνει ένα «Σύμφωνο για την αλιεία και τους ωκεανούς», στο οποίο θα συμμετέχουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το «σύμφωνο για την αλιεία και τους ωκεανούς» ανοίγει μια νέα φάση συζητήσεων και συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και όλων των ενδιαφερόμενων μερών στον τομέα της αλιείας. Θα συμβάλει στη δημιουργία κοινής αντίληψης των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν και στην προσαρμογή της πολιτικής, όπου απαιτείται.