Το τσεκάπ για έμφραγμα ή/και εγκεφαλικό πρέπει να γίνεται ανάλογα με τον κίνδυνο που διατρέχουμε, υποστηρίζει διεθνής ομάδα επιστημόνων.

Λανθασμένες είναι οι ισχύουσες συστάσεις για το τσεκάπ για το έμφραγμα και το εγκεφαλικό, αναφέρει διεθνής ομάδα επιστημόνων. Γιατί; Διότι αφορούν αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους, είτε διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για έμφραγμα ή/και εγκεφαλικό είτε μέτριο ή χαμηλό.

Σύμφωνα με τις συστάσεις αυτές, ο συστηματικός προληπτικός έλεγχος για έμφραγμα και εγκεφαλικό:

  • Πρέπει να αρχίζει σε ηλικία 40 ετών
  • Πρέπει να γίνεται κάθε πέντε χρόνια

Στο πλαίσιό του πρέπει να ελέγχονται:

  • Αρτηριακή πίεση
  • Χοληστερόλη (ολική, HDL, LDL)
  • Σάκχαρο

Επιπλέον πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι συνήθειες καπνίσματος, η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακών παθήσεων.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και επομένως τις πιθανότητες για έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο.

Όσοι ασθενείς διαπιστωθεί ότι αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό πρέπει να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής ή/και να λάβουν φάρμακα για να μειώσουν τον κίνδυνό τους.

Ωστόσο επιστήμονες από το University College London και το Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι λένε πως η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Και αυτό, διότι τα άτομα χαμηλού κινδύνου ξανακάνουν τσεκάπ πολύ σύντομα, ενώ τα άτομα υψηλού κινδύνου αργούν πολύ να κάνουν το επόμενο τσεκάπ.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι πρέπει να ισχύσει μια εξατομικευμένη προσέγγιση. Με άλλα λόγια, προτείνουν να μεταβάλλεται η συχνότητα του περιοδικού προληπτικού ελέγχου (τσεκάπ) αναλόγως με τον κίνδυνο που διατρέχει κάθε ασθενής.

Μελέτη σε σχεδόν 7.000 εθελοντές

Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται σε μελέτη με σχεδόν 6.964 εθελοντές, ηλικίας 40-64 ετών. Οι ερευνητές αξιολόγησαν τον καρδιαγγειακό κίνδυνό τους και τους χώρισαν σε τέσσερις κατηγορίες:

  • Χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου
  • Χαμηλού προς μέσο καρδιαγγειακό κίνδυνο
  • Μέσου προς υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο
  • Υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου.

Στη συνέχεια, εξέτασαν πόσο καιρό παρέμεναν σε κάθε κατηγορία πριν εξελιχθούν στην επόμενη. Τα στοιχεία που συνέλεξαν έδειξαν ότι:

  • Οι ασθενείς «χαμηλού» κινδύνου χρειάσθηκαν κατά μέσον όρο 9 χρόνια για να εξελιχθούν σε «χαμηλού προς μέσο» κίνδυνο.
  • Το 70% των ασθενών «μέσου προς υψηλό» κίνδυνο χρειάσθηκαν μόλις 4 χρόνια για να γίνουν «υψηλού» κινδύνου και να χρειασθούν άμεση θεραπεία.

Κάθε 1 έως 7 χρόνια

Τα ευρήματα αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι άλλοι ασθενείς χρειάζονται πιο σύντομα από την 5ετία το επαναληπτικό τσεκάπ και άλλοι πιο αργά, γράφουν οι ερευνητές στην ιατρική επιθεώρηση Lancet Public Health.

Όπως υπολόγισαν, τα ευρήματά τους σημαίνουν:

  • Για τα άτομα χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου ότι χρειάζονται καρδιολογικό τσεκάπ κάθε 7 χρόνια
  • Για τα άτομα με χαμηλό προς μέσο κίνδυνο, ότι χρειάζονται τσεκάπ κάθε 4 χρόνια
  • Για τα άτομα με μέσο προς υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, ότι χρειάζονται τσεκάπ κάθε χρόνο. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα υψηλού κινδύνου.

Μάλιστα οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι με αυτή την ταξινόμηση δεν υπάρχει πρόσθετο οικονομικό κόστος για τα συστήματα Υγείας. Αντιθέτως, το κόστος θα μειωνόταν διότι θα μπορούσε να αποφευχθεί το ένα στα δέκα εμφράγματα και εγκεφαλικά!

«Το βασικό μήνυμα της μελέτης μας είναι ότι πρέπει να εφαρμοστεί εξατομικευμένος περιοδικός προληπτικός έλεγχος», δήλωσε ο επιβλέπων ερευνητής Dr Mika Kivimäki, καθηγητής  Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και Κοινωνικής Επιδημιολογίας στο UCL.

Και πρόσθεσε: «Πιστεύω ότι η σύσταση αυτή θα γίνει ευρέως αποδεκτή στο εγγύς μέλλον. Και όσο νωρίτερα γίνει αποδεκτή, τόσο το καλύτερο».



Πηγή