Σήμερα το μεσημέρι αναμένεται να ανακοινώσει η ΕΚΤ την πέμπτη κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων του ευρώ από το Καλοκαίρι του 2022, ανεβάζοντας το κόστος το χρήματος για εκατομμύρια δανειολήπτες.
Σύμφωνα με τους διεθνείς αναλυτές, η αύξηση θα είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης (0,5%) ανεβάζοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 3% και αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 2%.
Εξέλιξη που έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού για νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις που έχουν χρέη με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Και, μολονότι η αγορά έχει σε μεγάλο βαθμό προεξοφλήσει τη σημερινή αύξηση, οι αναλυτές αλλά και οι δανειολήπτες αναμένουν με μεγάλο ενδιαφέρον τι μήνυμα θα δώσει η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκαρντ αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις της.
Ουσιαστικά, αναμένουν να ξεκαθαρίσει αν θα συνεχίσει τη «σκληρή» νομισματική πολιτική ή αν αντίθετα θα «πατήσει φρένο» αναφορικά με τις επόμενες αυξήσεις.
Ο πληθωρισμός και η FED
Δύο καθοριστικοί παράγοντες που αναμένεται να επηρεάσουν τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι η πορεία του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη αλλά και η επιτοκιακή πολιτική που θα ακολουθήσει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED). Ως προς το πρώτο μέτωπο, τα τελευταία στοιχεία της Eurostat δείχνουν νέα αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη, από το 9,2% το Δεκέμβριο του 2022 στο 8,5% τον Ιανουάριο του 2023. Πρόκειται για μια εξέλιξη που δείχνει πως η πολιτική του «σκληρού ευρώ» έχει αποτέλεσμα, καθώς συμβάλει στη μείωση του τιμαρίθμου.
Εντούτοις, ακόμα και στα χαμηλότερα επίπεδα, ο πληθωρισμός απέχει παρασάγγας από το όριο του 2% που έχει θέσει ΕΚΤ.
Η ίδια πάντως η Κριστίν Λαγκάρντ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι προτίθεται να παραμείνει στη «σκληρή γραμμή» και να συνεχίσει τις αυξήσει και την Άνοιξη του 2023.
«Ο πληθωρισμός από κάθε άποψη, από όποια πλευρά κι αν τον δεις, είναι πολύ υψηλός» τόνισε πρόσφατα η κυρία Λαγκάρντ, μιλώντας σε πάνελ του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός επιβεβαιώνοντας ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη να λάβει «όλα τα μέτρα που πρέπει να λάβουμε» για να επαναφέρει «εγκαίρως» τον πληθωρισμό στο επίπεδο του 2%, που αποτελεί και στόχο της τράπεζας.
Την ίδια στιγμή, χθες η FED προχώρησε σε νέα αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου κατά 25 μονάδες βάσης (0,25%) για όγδοη συνεχόμενη φορά μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο φέρνοντας το επιτόκιο του δολαρίου στο εύρος 4,50-4,75%..
Αν και η αύξηση αυτή ήταν μικρότερη από τις προηγούμενες, η FED σχεδιάζει να συνεχίσει τις αυξήσεις, θεωρώντας ότι ο πληθωρισμός «έχει ελαφρώς επιβραδυνθεί, όμως παραμένει υψηλός». Σημειώνεται ότι το Δεκέμβριο ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ανερχόταν σε 6,5% σε ετήσια βάση.
Τι σημαίνει για τους δανειολήπτες
Σε κάθε περίπτωση, η προαναγγελθείσα αύξηση των επιτοκίων έχει ήδη συνέπειες σε εκατομμύρια δανειολήπτες, καθώς η διατραπεζική αγορά έχει ήδη προεξοφλήσει τα νέα επίπεδα. Ενδεικτικό είναι ότι το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor 3μήνου διαμορφώνεται στο 2,512%, έχοντας ουσιαστικά προεξοφλήσει την πρώτη αύξηση του νέου έτους.
Αντίστοιχα, αυτό του 6μήνου ανέρχεται σε 2,988%, προεξοφλώντας μια ακόμη αύξηση της τάξης των 50 μονάδων βάσης εντός του επόμενου εξαμήνου. Τέλος, το Euribor 12μήνου διαμορφώνεται σήμερα στο 3,413%, προβλέποντας ουσιαστικά ότι έπονται τουλάχιστον δύο ακόμα αυξήσεις -πέραν αυτής του Φεβρουαρίου- εντός του 2023.
Σε απόλυτες τιμές, για τους δανειολήπτες, αυτό σημαίνει ότι το κόστος για ένα στεγαστικό δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο μπορεί να ανέλθει ακόμη και στο αντίστοιχο των δύο επιπλέον δόσεων.
Για ένα μέσο στεγαστικό δάνειο, ήδη μέχρι σήμερα η επιβάρυνση σε σχέση με το καλοκαίρι του 2022, όταν ξεκίνησε το ντόμινο ανόδου είναι της τάξης των 100 με 150 ευρώ ανά μήνα, ανάλογα με το ύψος και τη διάρκεια. Ενώ, αν τελικά η ΕΚΤ προχωρήσει όντως στις νέες αυξήσεις, το επιπλέον κόστος μπορεί να ξεπεράσει και τα 200 ευρώ ανά μήνα ή συνολικά τα 2.400 ευρώ σε ετήσια βάση.
Αντίστοιχα, για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, το συνολικό κόστος δανεισμού ξεκινά πλέον από το 5%-5,5% και δεν αποκλείεται να ξεπεράσει το 6% μέσα στη χρονιά, αλλάζοντας τα δεδομένα τόσο ως προς την εξυπηρέτηση των δανείων όσο και σε σχέση με τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών τους πλάνων.
Μάλιστα, ακριβώς αυτή η αλλαγή έχει στρέψει μαζικά επιχειρήσεις στις χορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που επιβαρύνονται με σαφώς χαμηλότερο επιτόκια.