Η κατανάλωση ενός πλούσιου σε ενέργεια πρωινού μπορεί να ενισχύσει την υγεία της καρδιάς. Έλληνες ερευνητές ανακάλυψαν ότι 400 θερμίδες το πρωί συνδέονται με χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης πλάκας στις αρτηρίες, πράγμα που αποτελεί τεράστιο αίτιο καρδιακής νόσου. Η ομάδα δεν μίλησε για συγκεκριμένες τροφές αλλά διευκρίνισε ότι το τυρί, τα γαλακτοκομικά, τα δημητριακά και το ψωμί είναι οι βασικές τροφές που αναφέρθηκαν από τους συμμετέχοντες ως αυτά που έφαγαν με τις περισσότερες θερμίδες.

Οι ερευνητές από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών εξέτασαν 2.000 ανθρώπους, με μέσο όρο ηλικίας τα 63, από την περιοχή της Κορίνθου. Χωρίστηκαν σε 3 ομάδες με βάση το πόσες θερμίδες λάμβαναν από το πρωινό: υψηλής ενέργειας (περισσότερο από 20%), χαμηλής ενέργειας (5-20%) ή δεν έτρωγαν καθόλου. Οι γενικές οδηγίες λένε ότι η μέση γυναίκα χρειάζεται 2.000 θερμίδες την ημέρα και ο μέσος άντρας 2.5000. Συνολικά, 240 άνθρωποι ανέφεραν ότι έτρωγαν πρωινό υψηλής ενέργειας, σχεδόν 900 κατανάλωναν πρωινό χαμηλής ενέργειας, ενώ 680 το παρέλειπαν.

Όσοι έτρωγαν πρωινό χαμηλής ενέργειας, επέλεγαν τυπικά καφέ ή άπαχο γάλα με ψωμί με βούτυρο, μέλι, ελιές ή φρούτα. Οι ερευνητές όμως ανακάλυψαν ότι οι συμμετέχοντες που έτρωγαν πρωινό υψηλής ενέργειας είχαν αξιοσημείωτα πιο υγιείς αρτηρίες από τους υπόλοιπους. Ο επικεφαλής της έρευνας, Δρ. Σωτήριος Τσαλαμανδρής, είπε: ‘ένα πρωινό υψηλής ενέργειας πρέπει να είναι μέρος ενός υγιούς τρόπου ζωής. Το πρωινό αποτελεί το 20% των συνολικών ημερησίων θερμίδων μας και αυτό το κάνει πιο σημαντικό από το ποια διατροφή επιλέγουμε να ακολουθήσουμε.

Στο μεταξύ, η έρευνα βρήκε ότι όσοι παρακολουθούσαν τηλεόραση περισσότερο από 21 ώρες την εβδομάδα, είχαν μεγαλύτερο ρίσκο για διαβήτη κατά 50% και πίεση κατά 68%. ‘Τα αποτελέσματά μας στέλνουν ένα ηχηρό μήνυμα για το ότι έφτασε η ώρα να κλείσουμε την τηλεόραση και να σηκωθούμε από τον καναπέ. Ακόμα και οι δραστηριότητες χαμηλής δαπάνης ενέργειας, όπως οι δουλειές του σπιτιού ή οι συναντήσεις με φίλους, μπορούν να χαρίσουν τεράστια οφέλη στην υγεία μας’, τονίζει ο Δρ. Τσαλαμανδρής.



Πηγή