Κάποτε προσκυνητές του Αγίου Όρους, επισκέφθηκαν τον Γέροντα Παΐσιο στην Παναγούδα, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής του, όπου εγκαταστάθηκε εγκαταστάθηκε μετά το 1979 ως εξαρτηματικός μοναχός της κυρίαρχης Μονής Κουτλουμουσίου.
Οι προσκυνητές, ρώτησαν τον Γέροντα Παΐσιο για μάγια. Διαβάστε την απάντησή του Αγίου της εποχής μας, έτσι όπως καταγράφεται στο βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τόμος Γ».
-Γέροντα πότε πιάνουν τα μάγια;
-Για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει να δώσει κανείς δικαιώματα στον διάβολο. Να δώσει δηλαδή σοβαρή αφορμή και να μην τακτοποιηθεί με την μετάνοια και την εξομολόγηση.
Σε έναν που εξομολογείται, και με το φτυάρι να του ρίχνουν τα μάγια, δεν πιάνουν. Γιατί, όταν εξομολογείται και έχει καθαρή καρδιά, δεν μπορούν οι μάγοι να συνεργασθούν με τον διάβολο, για να τον βλάψουν.
Μια φορά ήρθε ένας μεσήλικας στον Καλύβι με έναν αέρα…Από μακριά, μόλις τον είδα, κατάλαβα ότι έχει δαιμονική επήρεια. « Ήρθα να με βοηθήσεις, μου είπε. Προσευχήσου για μένα, γιατί έναν χρόνο τώρα έχω φοβερούς πονοκέφαλους και οι γιατροί δεν βρίσκουν τίποτε».
«Έχεις δαιμόνιο, του λέω, γιατί έδωσες δικαιώματα στον διάβολο». «Δεν έκανα τίποτε», μου λέει. «Δεν έκανες τίποτε; Του λέω. Δεν απάτησες μια κοπέλα; Ε, αυτή πήγε και σου έκανε μάγια. Πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη από την κοπέλα, μετά να εξομολογηθείς, να σου διαβάσουν και εξορκισμούς, για να βρεις την υγεία σου.
Αν εσύ δεν καταλάβεις το σφάλμα σου και δεν μετανοήσεις, όλοι οι πνευματικοί του κόσμου να μαζευτούν και να ευχηθούν, το δαιμόνιο δεν φεύγει». Όταν έρχονται τέτοιοι άνθρωποι, με τέτοιον αέρα, τους μιλάω ανοιχτά. Θέλουν τράνταγμα, για να συνέλθουν.
Ένας άλλος μου είπε ότι η γυναίκα του έχει δαιμόνιο. Κάνει συνεχώς φασαρίες στο σπίτι. Σηκώνεται το βράδυ, τους ξυπνάει, τα κάνει όλα άνω-κάτω. «Εσύ εξομολογείσαι;» του λέω. «Όχι», μου λέει. «Πρέπει να έχετε δώσει δικαιώματα στον διάβολο, του λέω.
Δεν έγινε αυτό στα καλά καθούμενα». Τελικά βρήκαμε ότι είχε πάει σ’ έναν Χότζα και του έδωσε κάτι να ραντίσει στο σπίτι για γούρι, για να πάει καλά η δουλειά του, και ούτε καν έδινε σ’ αυτό σημασία. Αλώνιζε μετά ο διάβολος στο σπίτι του.
Πώς λύνονται τα μάγια
-Αν πιάσουν, Γέροντα, τα μάγια, πως λύνονται;
-Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα να βρεθεί η αιτία, για την οποία έπιασαν τα μάγια, να καταλάβει ο άνθρωπος το σφάλμα του, να μετανοήσει και να εξομολογηθεί. Πόσοι έρχονται εκεί στο Καλύβι που ταλαιπωρούνται, επειδή τους έχουν κάνει μάγια, και μου λένε: «Κάνε προσευχή, για να απαλλαγώ από αυτό το βάσανο»!
Μου ζητάνε βοήθεια, χωρίς να ψάξουν να βρουν από πού ξεκίνησε το κακό, για να το διορθώσουν. Να βρουν δηλαδή σε τι έφταιξαν και έπιασαν τα μάγια, να μετανοήσουν, να εξομολογηθούν, για να σταματήσει η ταλαιπωρία τους.
-Γέροντα, όταν ο άνθρωπος που του έχουν κάνει μάγια φθάσει σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορεί να βοηθήσει ο ίδιος τον εαυτό του, να εξομολογηθεί κ.λπ., μπορούν οι άλλοι να τον βοηθήσουν;
-Μπορούν να καλέσουν τον ιερέα στο σπίτι να κάνει ευχέλαιο ή έναν αγιασμό. Να του δώσουν να πιει αγιασμό, για να υποχωρήσει λίγο το κακό και να μπει λίγο Χριστός μέσα του. Έτσι έκανε μια μητέρα για το παιδί της και βοηθήθηκε. Μου είχε πει ότι ο γιος της υπόφερε πολύ, γιατί του είχαν κάνει μάγια.
«ΝΑ πάει να εξομολογηθεί» της είπα. «Πώς να πάει, πάτερ, να εξομολογηθεί, στην κατάσταση που είναι;», μου είπε. «Τότε πες στον πνευματικό σου», της λέω «να έρθει στο σπίτι, να κάνει αγιασμό και να δώσεις στον γιό σου να πιει από τον αγιασμό. Θα τον πιει όμως;».
«Θα τον πιει» μου λέει. «Ε, ξεκίνησε με τον αγιασμό, της λέω, και μετά προσπάθησε να μιλήσει το παιδί με τον παπά. Αν εξομολογηθεί, θα τον πετάξει τον διάβολο πέρα». Και πράγματι, με άκουσε και βοηθήθηκε το παιδί. Μετά από λίγο μπόρεσε να εξομολογηθεί και έγινε καλά.
Μια άλλη γυναίκα, η φουκαριάρα, τι έκανε; Ο άνδρας της είχε μπλέξει με μάγους και δεν ήθελε ούτε σταυρό να φορέσει. Για να τον βοηθήσει λίγο, έραψε στον γιακά από το σακάκι του ένα σταυρουδάκι.
Μια φορά που χρειάστηκε να περάσει από ένα γεφύρι στην άλλη όχθη ενός ποταμού, μόλις πάτησε στον γεφύρι, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Τάσο, Τάσο, βγάλε το σακάκι, να περάσουμε μαζί το γεφύρι». Ευτυχώς έκανε κρύο και είπε: «Πώς να το βγάλω κρυώνω!» «Βγάλ’ το, βγάλ’ το, να περάσουμε», άκουσε την ίδια φωνή να του λέει. Βρε τον διάβολο!
Ήθελε να τον ρίξει κάτω στο ποτάμι, αλλά δεν μπορούσε, γιατί είχε πάνω του στο σταυρουδάκι. Τελικά τον έριξε εκεί σε μια άκρη. Εν τω μεταξύ, τον έψαχναν οι δικοί του όλη την νύχτα και τον βρήκαν τον καημένο πεσμένο επάνω στο γεφύρι. Αν δεν έκανε κρύο, θα έβγαζε το σακάκι και θα τον πετούσε ο διάβολος μέσα στο ποτάμι. Τον φύλαξε ο σταυρός που είχε στο πέτο του.
Πίστευε η φουκαριάρα η γυναίκα του. Αν δεν είχε πίστη, θα το έκανε αυτό;
από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ τόμος Γ» (ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ – ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)