Ο πολύπειρος φόργουορντ φιλοξενήθηκε σε εκπομπή του ΕΟΚ WebRadio και αναφέρθηκε στο πέρασμά του από τη Σερβία και στο τι ρόλο έπαιξε αυτό για την καριέρα του στη συνέχεια. 

Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Βλαδίμηρος Γιάνκοβιτς:

Για το πώς βρέθηκε στη Μέγκα είπε: «Ο μάνατζέρ μου τότε ήταν ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς και μού είχε πει τότε ότι θα ήταν καλή ιδέα να περάσω μία χρονιά από εκεί. Το θεώρησα ότι ήταν σωστό και ότι θα με βοηθήσει. Έτσι λοιπόν πάρθηκε η απόφαση να πάω εκεί μετά το Πανευρωπαϊκό U18 που κατακτήσαμε με την Εθνική. Αποφάσισα ότι θα ήταν καλό να πάω να παίζω σε ανδρικό επίπεδο απ’ το να μην έχω τόσο χρόνο συμμετοχής στον Πανιώνιο».

Για το αν ήταν εύκολη η μετάβασή του αυτή τόνισε: «Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να φύγεις εκτός χώρας, ουσιαστικά μόνος έφυγα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να μπω στη νοοτροπία του πεινασμένου, του ότι πρέπει να αποδώσω και να βελτιωθώ. Ένα απ’ τα κέρδη μου απ’ αυτήν τη χρονιά ήταν ότι με έμαθε πώς πρέπει να σκέφτομαι σαν επαγγελματίας, πώς πρέπει να λειτουργώ, πώς πρέπει να βελτιώνομαι και πόσο “πεινασμένος” πρέπει να είμαι. Μου έδωσε πολλά “όπλα” περισσότερο πνευματικά, παρά σωματικά και μπασκετικά».

Για τη δουλειά που γίνεται στη Μέγκα ανέφερε: «Από τότε είχε ξεκινήσει ο Μίσκο και είχε μια διάθεση να φτιάξει ένα «εργοστάσιο» παραγωγής παικτών. Σε αντίθεση με τα περισσότερα κλαμπ εδώ στην Ελλάδα, αυτό που κάνει ο Μίσκο είναι ότι έχει ένα πρόγραμμα συγκεκριμένο, το οποίο εστιάζει πάρα πολύ στο να βοηθάει τους παίκτες ατομικά, σωματικά και πνευματικά και να τους προετοιμάζει για το επόμενο βήμα. Να γίνουν ουσιαστικά παίδες, μετά έφηβοι και μετά άνδρες. Πιάνει τα παιδιά από πάρα πολύ μικρή ηλικία, ουσιαστικά από 12-13 χρονών και μπορεί ακόμα πιο νωρίς και τα δουλεύει σε όλα, γιατί έχει ένα πολύ μεγάλο team ανθρώπων που ασχολείται με κάθε τομέα ξεχωριστά. Υπάρχει κάτι σαν ακαδημία και δουλεύονται πρωταρχικά στην ατομική βελτίωση, τρεις φορές τη βδομάδα είναι αφιερωμένες πάνω σε αυτό, συν τις ομαδικές και άλλες δύο-τρεις φορές τη βδομάδα στο σώμα και τα βάρη. Όλο αυτό που έχει φτιάξει δεν είναι τυχαίο, γιατί από πίσω υπάρχει πάρα πολλή και πολύ συγκεκριμένη δουλειά στον κάθε παίκτη. Είναι ένα σύνολο πραγμάτων που κάνει τη διαφορά εκεί πέρα».

Για τη δουλειά που κάνουν οι Σέρβοι στο αναπτυξιακό κομμάτι υπογράμμισε: «Οι Σέρβοι είναι λίγο διαφορετικοί απ’ τους Έλληνες σ’ αυτό το κομμάτι. Αν πιστέψουν πολύ σε κάποιον ή θέλουν να φτιάξουν έναν παίκτη, τον ξυπνούν ακόμη και στις 6 το πρωί να πάει σε ατομική προπόνηση. Είναι όλα προγραμματισμένα εξ ολοκλήρου. Θα ζοριστεί πάρα πολύ ο παίκτης, θα ασχοληθούν πάρα πολύ μαζί του, αλλά είναι τελείως διαφορετικό. Εμείς σαν Έλληνες ίσως το θεωρήσουμε καψόνι, αλλά η λογική και η νοοτροπία που έχουν είναι διαφορετική. Βρίσκουν ώρες απ’ την καθημερινότητα, έτσι ώστε ν’ ασχοληθούν μ’ ένα κομμάτι παραπάνω και συνολικά φτάνουν σ’ ένα σημείο που τον έχουν εξελίξει τόσο τον παίκτη λόγω όλου αυτού. Δεν είναι καψόνι γι’ αυτούς, γιατί ουσιαστικά πολλές οικογένειες πεινούν, δεν είναι οικονομικά ευκατάστατες και μπορεί η μόνη τους διέξοδος να είναι αν το παιδί παίξει μπάσκετ και βρει λεφτά για να συντηρήσει την οικογένεια».

Για την εξέλιξη των ταλέντων στη Σερβία δήλωσε: «Γενικά η κατάσταση εκεί είναι πιο hardcore. Ανέκαθεν ήταν, από τότε που έπαιζε και ο πατέρας μου και που έχω ακούσιε ιστορίες, μέχρι και τώρα που ακούω άλλες ιστορίες. Ουσιαστικά τα ταλέντα βγαίνουν απ’ την πολύ σκληρή δουλειά. Δεν είναι ότι δεν έχουμε ταλέντα στην Ελλάδα, αλλά ο όγκος δουλειάς που ρίχνουν τα ταλέντα που έχουμε σε σχέση με αυτήν που ρίχνουν τα αντίστοιχα της Σερβίας είναι η μέρα με τη νύχτα».

Για το ρόλο που έχει ο γονιός στην αναπτυξιακή διαδικασία εκεί σημείωσε: «Είναι λίγο πιο straight σ’ αυτό, δεν έχει σχεδόν κανένα λόγο ο γονιός, απλά εμπιστεύεται τη διαδικασία. Μπαίνουν στη διαδικασία να εμπιστευθούν αυτούς που έχουν επιλέξει γι’ αυτό το κομμάτι. Στο καθαρά μπασκετικό κομμάτι επεμβαίνουν μόνο οι προπονητές, οι υπεύθυνοι της ακαδημίας και γενικά όλοι όσοι έχουν σχέση με αυτό».

Για μια ιστορία που θυμάται από ‘κει: «Έχω μια πολύ κακή ιστορία. Είχαμε χάσει 32 πόντους εκτός έδρας και την επόμενη μέρα είχαμε 6 η ώρα το πρωί ραντεβού στο γήπεδο. Κάναμε 32 καμικάζι επειδή χάσαμε με τόσους πόντους και μετά παίζαμε ένας-ένας σε όλο το γήπεδο. Αυτή η προπόνηση κράτησε 02:30 ώρες».

Για τον Νίκολα Γιόκιτς: «Για ‘μένα είναι top 5 ψηλός όλων των εποχών στο ΝΒΑ. Ο τρόπος που λειτουργεί η ομάδα, που είναι βασισμένη πάνω του, τον βολεύει. Δεν είναι ότι σχολιάζουμε ότι είναι ο top 5 όλων των εποχών, αλλά το ότι ένας χοντρούλης, ψηλός, αργός, αδύναμος έφτασε στο σημείο να διεκδικεί πρωτάθλημα όντας η «μηχανή» της ομάδας. Η όλη διαδρομή του είναι που θα παραμείνει αξιοσημείωτη. Οι Σέρβοι και οι Νάγκετς έκαναν προγραμματισμό, τον εμπιστεύθηκαν, είδαν ένα όραμα και δικαιώθηκαν. Μπορεί να μην του φαίνεται, αλλά είναι ένα παιδί που δουλεύει πάρα πολύ».

Για το πέρασμά του απ’ τη Βαλένθια (2016-17): «Δε μου άρεσε αυτός ο βοηθητικός ρόλος που είχα, όπου έπρεπε σιγά-σιγά να μπω στο κλίμα, σιγά-σιγά να εγκλιματιστώ και να συνεχίσω να παίζω. Έπρεπε σαν rookie στην Ισπανία να παίζω αρχικά 10-15’ και μετά να έφτανα βασικός. Αυτό δε μού άρεσε, γιατί δεν είχαμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο. Ίσως έπρεπε να κάτσω να προσαρμοστώ και να το παλέψω, το αν είναι σωστή ή λάθος ανήκει στο παρελθόν. Είναι κάποια πράγματα που εκείνη τη στιγμή είναι δύσκολο να τα σκεφτείς με ώριμο μυαλό, χωρίς βεβιασμένες κινήσεις και να πράξεις το σωστό που κρίνεις εκείνη τη στιγμή».

Για το πέρασμά του απ’ την Ανδόρα (2017-18): «Βγήκαμε 6οι, κερδίσαμε στα play-offs τη Μπαρτσελόνα και ήταν γενικά μια χρονιά που δεν πήγαμε τόσο καλά όσο πιστεύαμε στο EuroCup. Πέρασα εξαιρετικά, η Ανδόρα είναι ένας οργανισμός καταπληκτικός, όπου όλα είναι επαγγελματικά. Έχω πολύ καλές αναμνήσεις και έχω και επαφές από τότε, με τις οποίες μιλάω μέχρι και σήμερα. Ήταν να ξαναπάω και στο παρελθόν. Είναι ένα μέρος που έχω φίλους».//Γ.



ertsports.gr