Οι αυστηρότερες προδιαγραφές εκπομπής ρύπων που θα ισχύσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2025 οδηγεί τις αυτοκινητοβιομηχανίες στην αναπροσαρμογή της τιμολογιακής τους πολιτικής.
Προκειμένου λοιπόν οι κατασκευαστές να αποφύγουν τα υψηλότατα πρόστιμα που συνεπάγεται η υπέρβαση των θεσμοθετημένων ορίων πρέπει οι πωλήσεις των ηλεκτρικών τους μοντέλων να φτάνει τουλάχιστον το 20%.
Η συνέπεια αυτή της ανάγκης είναι η αύξηση των τιμών των μοντέλων με συμβατικούς κινητήρες και η μείωση αυτών των ηλεκτρικών με διάφορες προσφορές προκειμένου να γίνουν πιο ελκυστικά και να αυξηθεί η ζήτησή τους.
Για παράδειγμα η VW μείωσε την τιμή του ID.3 στη Γερμανία κάτω από τις 30.000 ευρώ, που είναι άμεσα συγκρίσιμη, ενδεχόμενα και πιο χαμηλή από αντίστοιχα μοντέλα με κινητήρα βενζίνης.
Από την άλλη μπορεί η στρατηγική των προσφορών να καθιστά τα BEVs (Battery Electric Vehicles) πιο ελκυστικά για τους καταναλωτές, αλλά μειώνει σημαντικά τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών και μάλιστα σε μια περίοδο δύσκολη.
Εκτιμάται πως το συνολικό κόστος για τις εταιρείες θα φτάσει το 2024 τα 7,6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η εναλλακτική που έχουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες προκειμένου να αποφύγουν τα υψηλά πρόστιμα είναι η μέθοδος του «CO2 pooling». Δηλαδή μια εταιρεία που υπερβαίνει το όριο εκπομπών συνεργάζεται με μια άλλη που έχει περιθώριο, φυσικά με το αζημίωτο, προκειμένου ο συνολικός τους μέσος όρος να εμπίπτει στις προδιαγραφές.
Οι εταιρείες που μπορούν να εκμεταλλευθούν τις χαμηλές ή και μηδενικές εκπομπές ρύπων της γκάμας τους είναι βέβαια αυτές που έχουν αποκλειστικά ηλεκτρικά μοντέλα ή τα περισσότερα της γκάμας τους είναι ηλεκτρικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Tesla, η BYD αλλά και σε μικρότερο βαθμό η Volvo.
Παρά τις στρατηγικές αυτές, οι κατασκευαστές συνεχίζουν να ασκούν πιέσεις για την αναθεώρηση των κανονισμών, προειδοποιώντας για πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή και την οικονομία.