Τα ερευνητικά δεδομένα, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, δείχνουν ότι οι άνθρωποι με διπολική διαταραχή έχουν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν από Πάρκινσον.

Ο δρ. Μου Χονγκ Τσεν από το Γενικό Νοσοκομείο Βετεράνων της Ταϊπέι στην Ταϊβάν υπογράμμισε τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της έρευνας, τονίζοντας ότι αυτή συνιστά την πρώτη που ασχολήθηκε με τη συσχέτιση διπολικής διαταραχής και Πάρκινσον, εν αντιθέσει με τις μέχρι σήμερα μελέτες που επικεντρώνονταν στη σχέση της τελευταίας με την κατάθλιψη.

Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα από 56.340 άτομα που είχαν διαγνωσθεί με διπολική διαταραχή την περίοδο μεταξύ 2001 και 2009 και από 225.360 ανθρώπους με ίδια δημογραφικά στοιχεία που ήταν ελεύθεροι της συγκεκριμένης νόσου, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως ομάδα ελέγχου. Στη συνέχεια παρακολούθησαν την ιατρική εξέλιξη και των δύο ομάδων έως το 2011.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι από τα άτομα με διπολική διαταραχή το 0,7% ανέπτυξε νόσο Πάρκινσον, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα υγιή άτομα ήταν μόλις 0,1%. Επιπλέον, φάνηκε ότι από το σύνολο των ατόμων που νόσησαν από Πάρκινσον, όσοι είχαν ήδη διπολική διαταραχή εμφάνισαν Πάρκινσον πολύ νωρίτερα -κατά μέσο όρο στα 64 έτη τους- συγκριτικά με εκείνους που δεν είχαν, που νόσησαν σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, στα 73 έτη τους.

Οι άνθρωποι που εισάγονταν συχνότερα σε νοσοκομείο για θεραπεία διπολικής διαταραχής, ήταν πιθανότερο να εμφανίσουν Πάρκινσον. Συγκεκριμένα, από τα άτομα που έπασχαν από τη συγκεκριμένη ψυχική νόσο, το 94% νοσηλευόταν λιγότερο από μία φορά τον χρόνο, το 3% μία έως δύο φορές τον χρόνο και το υπόλοιπο 3% πάνω από δύο φορές τον χρόνο. Όσοι νοσηλεύονταν μία έως δύο φορές τον χρόνο για διπολική διαταραχή, είχαν τετραπλάσια πιθανότητα να προσβληθούν από Πάρκινσον, συγκριτικά με όσους νοσηλεύονταν μία φορά τον χρόνο ή και λιγότερο. Τα άτομα με πάνω από δύο νοσηλείες τον χρόνο για διπολική διαταραχή εμφάνισαν εξαπλάσια πιθανότητα εκδήλωσης Πάρκινσον.

Ο δρ. Τσεν επισήμανε την επιτακτική ανάγκη για περαιτέρω μελέτες που θα διερευνούν το κοινό εγκεφαλικό υπόβαθρο των δύο ασθενειών και δήλωσε πως «αν βρεθεί η υποβόσκουσα αιτία αυτής της σχέσης, θα είμαστε πιο κοντά στην εύρεση νέων θεραπευτικών παρεμβάσεων και για τις δύο ασθένειες».

Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ



Πηγή