Μια νέα έρευνα διαπιστώνει ότι η επιτυχία ενός καλλιτέχνη εξαρτάται από το ποιους γνωρίζει και όχι από το πόσο δημιουργική ή πρωτότυπη είναι η τέχνη του.
Η μελέτη που εκπονήθηκε από τη Σχολή Οικονομίας και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ και δημοσιεύθηκε από το artsy.net χαρτογραφεί τα κοινωνικά δίκτυα των Πάμπλο Πικάσο, Πάουλ Κλέε, και Βασίλι Καντίνσκι.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, τα κοινωνικά δίκτυα ήταν ο λόγος που πέτυχαν επαγγελματικά.
«Σε αντίθεση με τη συμβατική βιβλιογραφία, δεν υπήρξε στατιστική υποστήριξη για τη σχέση μεταξύ της δημιουργικότητας του καλλιτέχνη και της φήμης που τελικά πέτυχε» αναφέρει η έρευνα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Τα άτομα που διέθεταν ένα διαφορετικό σύνολο προσωπικών φίλων και επαγγελματικών επαφών από διαφορετικούς κλάδους (ένας καλλιτέχνης με θέση σε ένα «κοσμοπολίτικο» δίκτυο) είχαν στατιστικά περισσότερες πιθανότητες να γίνουν διάσημοι» σημειώνεται στην έρευνα.
Για τη μελέτη αξιοποιήθηκαν δεδομένα από την έκθεση του 2012 του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMa) «Inventing Abstraction: 1910-1925».
Για να προσδιορίσουν τι έκανε ένα έργο πρωτότυπο, οι ερευνητές πήραν αλγόριθμους μηχανικής μάθησης για να αξιολογήσουν πόσο μοναδικό ήταν ένα κομμάτι σε σύγκριση με ένα φάσμα έργων τέχνης του 19ου αιώνα. Για την έρευνα επίσης, μια ομάδα τεσσάρων ιστορικών τέχνης βαθμολόγησε έργα με βάση την πρωτοτυπία και την καινοτομία.
Στην έκθεση του 2012 που φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για τη γέννηση της αφηρημένης τέχνης, οι επιμελητές υπογράμμισαν τον τρόπο με τον οποίο οι καλλιτέχνες μπορεί να έχουν επηρεάσει ο ένας τον άλλον. Στην έκθεση «Inventing Abstraction: 1910-1925» παρουσιάστηκε ένα μεγάλο διάγραμμα που απεικόνιζε το δίκτυο 80 καλλιτεχνών για να δείξει ποιοι γνωρίζονταν μεταξύ τους (μια διαδραστική εκδοχή του ποιος είναι σε σύνδεση), με τους πιο συνδεδεμένους, τους Πάμπλο Πικάσο και Βασίλι Καντίνσκι να τοποθετούνται προς το κέντρο.
Ενώ εργαζόταν με τους συναδέλφους της για την έκθεση, η επιμελήτρια Λία Ντίκερμαν επηρεάστηκε εν μέρει από ένα μάθημα που είχε κάνει με τον καθηγητή της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Κολούμπια Πολ Ίνγκραμ, με θέμα πώς μπορούν οι επιμελητές να αξιοποιήσουν τα επαγγελματικά τους δίκτυα για να εξασφαλίσουν επιτυχία. Ο Πολ Ίνγκραμ συνέβαλε στην ανάπτυξη μιας πρώτης προσέγγισης του δικτύου των πρωτοπόρων της αφηρημένης τέχνης, και αργότερα, χρησιμοποίησε τα ίδια δεδομένα για να ξεκινήσει μια νέα έρευνα.
Ο Ίνγκραμ και η συνάδελφός του Μιτάλι Μπένρτζι, από τη Σχολή Ανώτατων Εμπορικών Σπουδών HEC Paris, χρησιμοποίησαν τα ευρήματα του MoMA για να εξετάσουν τον ρόλο που διαδραμάτισαν η δημιουργικότητα και τα κοινωνικά δίκτυα για αυτούς τους καλλιτέχνες σε σχέση με το επίπεδο φήμης που πέτυχαν.
Σε δημοσίευση του 2018, κατέγραψαν τα ευρήματά τους – όπως ότι για τους επιτυχημένους καλλιτέχνες, είναι πιο σημαντικό να κάνουν φίλους από το να δημιουργούν πρωτότυπα έργα τέχνης.
Οι Ίνγκραμ και Μπανερτζί άρχισαν τη μελέτη τους ποσοτικοποιώντας τη φήμη, τη δημιουργικότητα και τα κοινωνικά δίκτυα των καλλιτεχνών στο «Inventing Abstraction». Για να προσδιορίσουν τη φήμη κάθε καλλιτέχνη, αναζήτησαν στη βάση δεδομένων της Google ιστορικά κείμενα στα γαλλικά και στα αγγλικά (οι καλλιτέχνες έζησαν κυρίως στη Γαλλία και τις ΗΠΑ) και κατέγραψαν τον αριθμό των αναφορών που κάθε καλλιτέχνης είχε μεταξύ 1910 και 1925. Αναζήτησαν τη φήμη από το πόσο γνωστοί ήταν οι καλλιτέχνες πέρα από τους δικούς τους κοινωνικούς κύκλους, όπως εξήγησε ο Ίνγκραμ. «Ουσιαστικά λέμε [ότι] το πόσο συχνά εμφανίζεται κάποιος σε γραπτή μορφή δείχνει πόσο διάσημος είναι».
Για να εξετάσουν τα κοινωνικά δίκτυα των καλλιτεχνών, βασίστηκαν στην έρευνα του MoMA, η οποία έχει ως βάση πηγές όπως οι βιογραφίες και οι επιστολές των καλλιτεχνών που προσδιορίζουν τις σχέσεις τους. Οι δύο ερευνητές ανέλυσαν τους κοινωνικούς κύκλους των καλλιτεχνών, οι οποίοι περιελάμβαναν στοιχεία για την εθνικότητα, το φύλο, την ηλικία και τον τόπο κάθε καλλιτέχνη, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιούσαν και τις Σχολές, στις οποίες φοίτησαν. Δεν ανέτρεξαν στις εκθέσεις που έκαναν οι καλλιτέχνες σε στοιχεία που συνδέονται με την αγορά των έργων τέχνης τους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας ο μεγαλύτερος δείκτης πρόβλεψης της φήμης ενός καλλιτέχνη ήταν η ύπαρξη δικτύου επαφών από διάφορες χώρες. Ο Ίνγκραμ πιστεύει ότι αυτό δείχνει ότι ο καλλιτέχνης ήταν κοσμοπολίτης και είχε την ικανότητα να φτάνει σε διαφορετικές αγορές ή να αναπτύσσει ιδέες εμπνευσμένες από ξένους πολιτισμούς. O «άξονας του δικτύου» πρόσθεσε, ήταν ο Καντίνσκι.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι διάσημοι καλλιτέχνες ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, πιθανότατα επειδή ήταν ήδη γνωστοί όταν η αφηρημένη τέχνη αναδυόταν, εξήγησε ο Ίνγκραμ.
Όσον αφορά τη δημιουργικότητα, διαπίστωσαν ότι ούτε οι υπολογιστικές εκτιμήσεις ούτε οι απόψεις των ιστορικών τέχνης ήταν ισχυροί δείκτες της φήμης ενός καλλιτέχνη. Με άλλα λόγια, εάν ένας καλλιτέχνης είχε υψηλές επιδόσεις δημιουργικότητας, δεν ήταν κατ ‘ανάγκη διάσημος.
Για να προβάλλουν τα ευρήματα οι ερευνητές επισήμαναν το παράδειγμα δύο γυναικών καλλιτεχνών της Βανέσα Μπελ και της Σουζάν Ντυσάν. Ενώ καμία από τις δύο δεν ήταν τόσο γνωστό όνομα, είχα το ίδιο υπόβαθρο, πολύ γνωστά αδέλφια (Βιρτζίνια Γουλφ και Μαρσέλ Ντυσάν αντίστοιχα) και είχαν παρόμοιες επιδόσεις δημιουργικότητας – αλλά η Μπελ ήταν πιο διάσημη.
«Και οι δύο ήταν μέλη ισχυρών ομάδων καλλιτεχνών – η Σουζάν Ντυσάν ήταν μέρος του κύκλου του ντανταϊσμού, ενώ η Βανέσα Μπελ ήταν μέρος του κύκλου του Μπλούσμπερι», γράφουν οι συγγραφείς της μελέτης. «Ωστόσο, ο κοινωνικός κύκλος της Ντισάν περιοριζόταν στους καλλιτέχνες του κινήματος του ντανταϊσμού. Στην πραγματικότητα, ακόμη και μέσα σε αυτόν τον κύκλο, οι πιο στενοί φίλοι της ήταν ο αδελφός της Μαρσέλ, ο σύζυγός της Jean Crotti και ο καλλιτέχνης Francis Picabia, οικογενειακός φίλος.
Αντίθετα, το κοινωνικό δίκτυο της Βανέσα Μπελ περιλάμβανε τον κύκλο Μπλούσμπερι, ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών του Λονδίνου, συλλόγους και υποστηρικτές που βρίσκονταν εκτός Αγγλίας, όπως η Gertrude Stein, καθώς και θεατρικούς παραγωγούς και καλλιτέχνες του Les Ballet Russes του Sergei Diaghilev». Τελικά, ο πιο διαφοροποιημένος κύκλος της Μπελ συνδέεται με τη μεγαλύτερη φήμη της.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ποικιλομορφία των δικτύων τροφοδοτεί τη δημιουργικότητα κάτι που είναι σημαντικό στοιχείο και για τους καλλιτέχνες εξήγησε ο Ίνγκραμ.
Έχοντας ένα τέτοιο δίκτυο, πρόσθεσε, σήμαινε ότι «θα μπορούσε κάποιος να έχει θέση σε μια αγορά και ίσως να είναι πιο ενδιαφέρων και άξιος προσοχής, απ’ ό,τι αν ήταν συνδεδεμένος με ένα διαφορετικό σύνολο ανθρώπων». Και παρ’ όλο που η μελέτη εστιάστηκε σε ένα συγκεκριμένο αιώνα-στο παρελθόν, ο ερευνητής θεωρεί ότι τα ευρήματα ισχύουν και για τους καλλιτέχνες σήμερα.