Μια ανασκόπηση των δημοσιευμένων ερευνών από όλο τον κόσμο σχετικά με την εν λόγω, όχι τόσο γνωστή, διαταραχή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Appetite» (Όρεξη) και αναδεικνύει τη σχέση της με άλλες διατροφικές και ψυχικές διαταραχές

Η νευρική ορθορεξία (Orthorexia nervosa) είναι κάτι περισσότερο από την προσκόλληση σε υγιεινές διατροφικές επιλογές. Πρόκειται για μια εμμονή με την καλή ποιότητα των τροφών, σε βαθμό που μπορεί να έχει σοβαρές συναισθηματικές και σωματικές επιπτώσεις.

Μια ανασκόπηση των δημοσιευμένων ερευνών από όλο τον κόσμο σχετικά με την εν λόγω, όχι τόσο γνωστή, διαταραχή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Appetite» (Όρεξη) και αναδεικνύει τη σχέση της με άλλες διατροφικές και ψυχικές διαταραχές.

Η επικεφαλής ερευνήτρια Τζένιφερ Μιλς, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Υόρκης του Τορόντο, τόνισε πως η νευρική ορθορεξία παρατηρείται, όταν η προσπάθεια για υγιεινή διατροφή φτάνει την υπερβολή και χάνεται ο έλεγχος. Είναι ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, όπως συχνά πιστεύεται, αλλά και τους άνδρες.

Αν και η συγκεκριμένη διαταραχή δεν περιλαμβάνεται στα εγχειρίδια των ψυχικών διαταραχών, όπως οι άλλες διαταραχές της διατροφής (π.χ. νευρική ανορεξία, βουλιμία κλπ), υπάρχουν ορισμένα σημεία που τη διαχωρίζουν από την απλή τήρηση ενός υγιεινού προγράμματος διατροφής.

Συγκεκριμένα, μπορεί τα άτομα με ορθορεξία να αποφεύγουν τις ίδιες τροφές με εκείνους που απλά «προσέχουν» τη διατροφή τους (π.χ. συντηρητικά, αλάτι, ζάχαρη, λίπη, ζωικά προϊόντα, γενετικά τροποποιημένα κ.α.), ωστόσο οι πρώτοι ξοδεύουν υπερβολικά πολύ χρόνο και ενέργεια για την επιλογή των «καλύτερων» τροφών. Μερικοί, μάλιστα, μπορεί να περιορίσουν το διαιτολόγιο τους σε ένα πολύ μικρό αριθμό τροφών. Δεν ενδιαφέρονται τόσο να ελαχιστοποιήσουν τις προσλαμβανόμενες θερμίδες, όσο να επιλέξουν τα προϊόντα με την καλύτερη ποιότητα.

Η διευθύντρια των προγραμμάτων της μη κερδοσκοπικής Εθνικής Ένωσης Διατροφικών Διαταραχών των ΗΠΑ, Λόρεν Σμόλαρ, παρατήρησε πως τα άτομα που πάσχουν από ορθορεξία, κάνουν πάρα πολύ χρόνο για να αποφασίσουν τα προϊόντα που θέλουν να αγοράσουν και εν τέλει μπορεί να οδηγηθούν σε επικίνδυνες διατροφικές συνήθειες και σε απώλεια βάρους.

Οι επιπτώσεις της διαταραχής είναι ποικίλες. Οι «πάσχοντες» μπορεί να φτάσουν στο σημείο να μην μπορούν να φάνε τίποτα μη σπιτικό, αλλά και να απομονώνονται, καθώς δεν μπορούν να φάνε ούτε έξω σε εστιατόρια, ούτε σε σπίτια άλλων, επειδή αμφισβητούν την ποιότητα της τροφής και τον τρόπο μαγειρέματος.

Πολλαπλοί είναι οι παράγοντες που σχετίζονται ή διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής. Η αμεσότητα και η ποσότητα της ενημέρωσης λόγω και της εξάπλωσης των κοινωνικών δικτύων μπορεί να πυροδοτεί και να συντηρεί αυτούς τους φόβους. Οι χορτοφάγοι ή «βίγκαν», καθώς και τα άτομα με κακή αυτο-εικόνα σώματος κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν αυτή τη διαταραχή. Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί επίσης να παρουσιαστούν ως σύμπτωμα ιδεοψυχαναγκαστικής ή άλλης αγχώδους διαταραχής.

«Όσο επεκτείνεται η ευαισθητοποίηση του κόσμου πάνω στο θέμα, τόσο πιο συχνά οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τα συμπτώματα και μπορούν να αναζητήσουν βοήθεια», δήλωσε η Σμόλαρ.

Οι ερευνητές τονίζουν πως υπάρχουν πολλοί τρόποι να βοηθηθούν όσοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση. Η συζήτηση με έναν γιατρό μπορεί να είναι βοηθητική, ενώ η συνάντηση με έναν ψυχολόγο που ειδικεύεται σε διαταραχές άγχους, διατροφικές διαταραχές ή την εικόνα του σώματος, μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη.

Πηγή