Η Ελλάδα παραμένει η λιγότερο βιομηχανοποιημένη χώρα της Ε.Ε. με τη χαμηλότερη κατά κεφαλήν παραγωγικότητα, κυρίως λόγω της υστέρησης σε σύγχρονες βιομηχανικές υποδομές και του αναχρονιστικού προσανατολισμού της εκπαίδευσης, με τη μαζική παραγωγή θεωρητικών «προσοντούχων» πτυχιούχων και την έντονη έλλειψη επαρκώς καταρτισμένου τεχνικού δυναμικού.

Η ελληνική πολιτεία, παρά τις προτροπές των εταίρων μας για ιδιωτικοποιήσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, κωφεύει επιδεικνύοντας σταθερή απροθυμία να προσαρμόσει το βήμα της με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Συνέπεια αυτού η διαιώνιση ενός νοσηρού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο αδυνατεί να συνεισφέρει στη κατεύθυνση μιας βιώσιμης ανάπτυξης, με κυρίως χαμένη τη μεταποιητική βιομηχανία, όπου επιχειρήσεις κάθε μεγέθους δεν μπορούν να ωφεληθούν από πλεονεκτήματα και κίνητρα που θεσμικά απολαμβάνουν οι αντίστοιχές τους στα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Η Ελλάδα παραμένει η λιγότερο βιομηχανοποιημένη χώρα της Ε.Ε. με τη χαμηλότερη κατά κεφαλήν παραγωγικότητα, κυρίως λόγω της υστέρησης σε σύγχρονες βιομηχανικές υποδομές και του αναχρονιστικού προσανατολισμού της εκπαίδευσης, με τη μαζική παραγωγή θεωρητικών «προσοντούχων» πτυχιούχων και την έντονη έλλειψη επαρκώς καταρτισμένου τεχνικού δυναμικού.

Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική βιομηχανία με λιγότερο από 10% μερίδιο στο ΑΕΠ (μέσος όρος στην Ε.Ε. +/-15%) κατορθώνει μια αξιοσημείωτη συμβολή στη δημιουργία εθνικού εισοδήματος μέσω απασχόλησης και εξαγωγών και με άμεση επίδραση στην τριτογενή παραγωγή (υπηρεσίες, εμπόριο) που κατ’ επέκταση ωφελείται σε προστιθέμενη αξία και απασχόληση.

Θα μπορούσε να αλλάξει η σημερινή πραγματικότητα; Υπό προϋποθέσεις, ναι…

Αυτονόητη, πρώτη προϋπόθεση η αλλαγή της σημερινής κυβέρνησης. Οι «διοικούντες», αν και λάτρεις του κρατισμού, αποδεικνύονται ανίκανοι ακόμη και αυτόν να υπηρετήσουν, αφήνοντας στην πράξη και αυτό το Δημόσιο να ρημάξει. Πόσο θράσος χρειάζεται για να δηλώνει ένας πρωθυπουργός «το ατού μου είναι η οικονομία», παραβλέποντας την κατάρρευση των υποδομών σε δημόσια έργα, δημόσια μέσα μεταφοράς, δημόσια νοσοκομεία σε εθνική και τοπική κλίμακα. Παραβλέποντας ότι οι ΔΕΚΟ χρεοκοπούν (ΔΕΗ, ΕΒΖ, ΕΛΒΟ, ΕΛΤΑ, ΛΑΡΚΟ) ενώ το υπερτιμημένο υπερταμείο, που δήθεν θα τις έλεγχε, είναι άφαντο και ουδείς γνωρίζει τι επιχειρεί ή αν όντως λειτουργεί. Παραβλέποντας, τέλος, ότι οι τράπεζες βρίσκονται σε κατάσταση επώδυνης χρηματοδοτικής ασφυξίας, ότι οι δείκτες ανταγωνιστικότητας επιδεινώνονται, ότι η ανάπτυξη παραμένει όνειρο και ότι η πρόσβαση στις αγορές είναι και ακριβή και περιορισμένη.

Δεύτερη, αναγκαία, προϋπόθεση, η ύπαρξη μιας συμπαγούς κυβέρνησης που να έχει βούληση να εφαρμόσει πρακτικές άλλων χωρών και να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική με στοχοθεσία και προτεραιότητες, που θα  αξιολογούνται και θα επικαιροποιούνται συνεχώς. Ο κ. Μητσοτάκης ως επικεφαλής της επόμενης διακυβέρνησης, αλλά περισσότερο ως γνώστης των κανόνων της αγοράς, μπορεί να είναι η ασφαλιστική δικλίδα για να γίνουν πράξη τα παραπάνω.

Ως τρίτη προϋπόθεση θεωρούμε ένα πακέτο μέτρων που θα τεθεί σε ισχύ με επείγουσα νομοθετική διαδικασία και θα περιλαμβάνει:

• Την έναρξη κωδικοποίησης της διάσπαρτης και αλληλοσυγκρουόμενης νομοθεσίας και τη μαζική κατάργηση απηρχαιωμένων ρυθμιστικών εγκυκλίων, που δεν ρυθμίζουν αλλά απορρυθμίζουν τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, παρασύρουν σε υπόγειες συναλλαγές, εξουθενώνουν υπαλλήλους και ιδιώτες στη μετάφραση και αναιρούν κάθε πρωτοβουλία εκκίνησης της όποιας παραγωγικής προσπάθειας.

• Επενδυτικά κίνητρα, όπως επιτάχυνση αποσβέσεων, επιδότηση καινοτομίας και εξωστρέφειας. Ενας ξένος επενδυτής περιμένει αύξηση της απόδοσης του κεφαλαίου του και γι’ αυτό απαιτεί σταθερό νομικό πλαίσιο, φορολογική διαφάνεια, μίνιμουμ γραφειοκρατίας. Ο εγχώριος επενδυτής χρειάζεται τα παραπάνω και, επιπλέον, πρόσβαση σε δανεισμό και κίνητρα για προσέλκυση επενδυτικών συνεταίρων.

O σημερινός αναπτυξιακός νόμος είναι πλέον μια ξεπερασμένη και συντηρητική προσέγγιση, που αν αξιολογηθεί με καθαρά κριτήρια ανταποδοτικότητας πολύ δύσκολα θα υπερισχύσει η συνέχισή του, τουλάχιστον όπως δουλεύει σήμερα. Εξ άλλου οι ανταγωνίστριες χώρες μάς δείχνουν ότι δεν χρειάζεται η ανακάλυψη του τροχού, αλλά μέτρα όπως:

• Αυστηρή εφαρμογή της ταχείας (fast track) αδειοδοτικής διαδικασίας, καθολικά, με κατάργηση των αφελών προληπτικών ελέγχων και κατασταλτικές, βαρύτατες ποινές, όταν αποδεικνύεται εκ προθέσεως παρανομία.

• Ανταγωνιστικοί φορολογικοί συντελεστές (και όχι μόνο οι ονομαστικοί), μείωση του εξωφρενικά υψηλού μη μισθολογικού κόστους και κατάργηση των προκαταβολών επί μελλοντικών φόρων.

• Δραστική παρέμβαση για επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών που χρονίζουν και βυθίζουν σε τέλμα την επιχειρηματική λειτουργία.

• Εξασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας σε μια ανοιχτή και επαρκώς διασυνδεδεμένη αγορά.

Στην Ε.Ε. αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ο διάλογος για τη νέα κοινή βιομηχανική πολιτική. Τα κράτη-μέλη εξαντλούν όλα τα νόμιμα περιθώρια για να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους. Στη χώρα μας, όμως, επικρατούν ακόμη οπισθοδρομικά σύνδρομα δεκαετιών, που εμποδίζουν έναν εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ κυβερνήσεων και βιομηχανίας που θα την καθιστούσαν, σε ένα κατάλληλα διαμορφωμένο επιχειρηματικό περιβάλλον, ατμομηχανή της οικονομικής μας ανασυγκρότηση.

Ας θυμηθούμε ότι πρόσφατα μέσω ενός 10ετούς ομολόγου «σηκώσαμε» από τις αγορές 2,5 δισ. ευρώ. Περίπου, σταγόνα στον ωκεανό! Η χώρα επείγεται για ταχεία αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού στο πολύ άμεσο μέλλον, διότι άλλως η δυναμική του χρέους θα ξεφύγει ανεξέλεγκτα, η δε αναχρηματοδότησή του με αλλεπάλληλες ακριβές ομολογιακές εκδόσεις θα μας φέρει στην πόρτα, όσο και να το ξορκίζουμε, ένα νέο μνημόνιο.

Αυτά όλα μπορούν να αποφευχθούν, εάν η βιομηχανία τύχει της προσοχής που είπαμε και ανεβάσει το ποσοστό της στο ΑΕΠ κατά 3-4 μονάδες, επιτυγχάνοντας πολλαπλασιαστική επίδραση και σε εμπόριο, υπηρεσίες, εξαγωγές με επακόλουθο τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης και τη δημιουργία σταθερού εθνικού πλούτου.

Διότι πλούτος σταθερός δημιουργείται από ιδιωτική επένδυση, όχι από κρατικές ενισχύσεις και επιδοματική πολιτική. Αυτό είναι το κίνητρο για να μείνουν στη χώρα οι νέοι και να πεισθούν να επιστρέψουν όσοι έφυγαν.

* Ο κ. Ηλίας Πεντάζος είναι οικονομολόγος, τ. γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών, τ. πρόεδρος του ΟΔΔΗΧ.



Πηγή