Οι τόνοι σκουπιδιών δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο για την πόλη της Νέας Ορλεάνης -τουλάχιστον όχι την περίοδο του φημισμένου ετήσιου καρναβαλιού Mardi Gras, που ξεκινά κοντά  στις αρχές του έτους και διαρκεί περίπου δυο μήνες.

Ούτε και η πολιτεία της Λουιζιάνας είναι άπειρη στην αντιμετώπιση των όλο και πιο συχνών και πιο έντονων, λόγω της κλιματικής αλλαγής, ακραίων καιρικών φαινομένων.

Φέτος το φθινόπωρο, ωστόσο, ο συνδυασμός του καταστροφικού τυφώνα Άιντα, που σάρωσε την περιοχή ακριβώς 16 χρόνια μετά τον πολύνεκρο τυφώνα Κατρίνα και μία σωρεία προβλημάτων που σοβούσαν εδώ και καιρό στις τοπικές υπηρεσίες καθαρισμού -με χαμηλές αμοιβές και αντίξοες συνθήκες εργασίας- δημιούργησαν στην περιοχή μια «τέλεια καταιγίδα».

Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά μετά το φονικό χτύπημα της Άιντα, πολλές συνοικίες στη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας του αμερικανικού νότου παραμένουν «πνιγμένες» σε βουνά ερειπίων -ο δήμος μόλις ολοκλήρωσε την τρίτη και τελευταία για φέτος φάση αποκομιδής.

Το δε πρόβλημα με τα σκουπίδια παραμένει.

Ελλείψει προσωπικού και με τα εναπομείναντα συνεργεία να εστιάζουν στην απομάκρυνση όσων άφησε πίσω του ο τυφώνας, το πρόγραμμα ανακύκλωσης έχει σταματήσει και η συλλογή των απορριμμάτων γίνεται στην καλύτερη των περιπτώσεων μόνο μία φορά την εβδομάδα.

Σε πολλές περιοχές της Νέας Ορλεάνης, κυρίως χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, έκαναν την εμφάνισή τους αρουραίοι, κατσαρίδες και κουνούπια: απόρροια της μη συλλογής και σωστής διαχείρισης των απορριμμάτων και ταυτόχρονα ορατός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, μεσούσης και της πανδημίας της COVID-19.

Απηυδισμένοι, οι κάτοικοι οργάνωσαν προσφάτως μια «παρέλαση σκουπιδιών», διαμαρτυρόμενοι για την έλλειψη οργάνωσης των αρχών.

Πολλοί από τους κατοίκους της πολιτείας, εν τω μεταξύ, που έμειναν άστεγοι από τη θεομηνία, ακόμη περιμένουν την παροχή προσωρινής στέγης από την ομοσπονδιακή υπηρεσία αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων FEMA.

Καθώς η κλιματική αλλαγή κάνει τα καιρικά φαινόμενα όλο και πιο ακραία και συχνά, αυτά τα κενά στην πολιτική αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών προκαλούν φόβο και προβληματισμό για την επόμενη ημέρα.

Νέο σκηνικό

Τις τελευταίες ημέρες, φονικοί τυφώνες και ανεμοστρόβιλοι σάρωσαν τις παράκτιες κοινότητες στις ανατολικές αμερικανικές ακτές, φέροντας πλημμύρες μέχρι την ενδοχώρα.

Πυρκαγιές στα δυτικά των ΗΠΑ έκαιγαν το καλοκαίρι για μήνες, ενώ καύσωνες πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας έπληξαν μέχρι και περιοχές που δεν είχαν έως τώρα «αγγίξει».

Έπειτα από μία δύσκολη χρονιά, οι προβλέψεις γίνονται όλο και πιο δυσοίωνες.

Ειδικοί προειδοποιούν ότι οι μεγάλες φυσικές καταστροφές τείνουν να γίνουν η νέα κανονικότητα.

Σύμφωνα με ανάλυση από το Climate Central, οι αμερικανικές πολιτείες πλέον υφίστανται κατά μέσο όρο μια φυσική καταστροφή κόστους ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων κάθε 20 ημέρες.

Για κατοίκους, τοπικές και ομοσπονδιακές αρχές αυτό πλέον αποτελεί μία τεραστίων διαστάσεων πρόκληση.

Πολλώ δε μάλλον όταν οι επιχειρήσεις καθαρισμού και αποκατάστασης των ζημιών μπορεί να διαρκέσουν εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια.

Επιπλέον, ο ετήσιος λογαριασμός γίνονται όλο και πιο μεγάλος, λόγω της αυξανόμενης συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων.

Τα στοιχεία της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA) των ΗΠΑ είναι αποκαλυπτικά.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν, κατά μέσο όρο, τρεις μεγάλες φυσικές καταστροφές ετησίως. Το 2020, καταγράφηκαν 22.

Μόλις στους πρώτους εννέα μήνες του τρέχοντος έτους, εν τω μεταξύ, είχαν καταγραφεί 18 ακραία καιρικά φαινόμενα επί αμερικανικού εδάφους, με το ύψος των ζημιών να ξεπερνά το συνολικό κόστος από τις φυσικές καταστροφές για όλο το 2020.

Καθώς η φετινή χρονιά πλησιάζει στο τέλος της, τα νούμερα αυτά ολοένα κι ανεβαίνουν, με τους ειδικούς να προβλέπουν νέα αρνητικά ρεκόρ.

Μοιραία, οι απαιτήσεις σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό για την αποκατάσταση των ζημιών αυξάνονται σταθερά, ενώ τα χρονικά περιθώρια ολοένα και στενεύουν.

Κι αυτό, για ένα σύστημα ήδη καταπονημένο.

Νέες προκλήσεις

«Οι ηγέτες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ανά τις ΗΠΑ αγωνίζονται συνεχώς να υπολογίσουν ή να αποτιμήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από ένα όλο και πιο καταστροφικό κλίμα (ή τις θετικές επιπτώσεις από μια μεγαλύτερη προληπτική δράση για το κλίμα). Τακτική, που αποτυπώνει μια σημαντική ανεπάρκεια της αγοράς», επισημαίνει σε σχετική ανάλυσή του Ινστιτούτου Brookings.

Βάσει ποσοτικής έρευνας και 30 και πλέον συνεντεύξεων με πολιτικούς και στελέχη της βιομηχανίας, το αμερικανικό ινστιτούτο τονίζει την ανάγκη αλλαγής τακτικής, στην παρούσα συγκυρία.

Πέραν από την πολιτική ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής, αυτό που απαιτείται -αναφέρουν οι συντάκτες της ανάλυσης- είναι ένα νέο πλαίσιο χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.

Ζητούμενο, τονίζουν, είναι η ανάπτυξη ενός πιο ανθεκτικού δομημένου περιβάλλοντος, η προληπτική συντήρηση και ανάπτυξη στις ήδη υφιστάμενες δομές και νέες προσεγγίσεις στον σχεδιασμό των δημόσιων υποδομών.

in.gr




Πηγή