Το χρονικό
Ήταν το 1952 και ο εξάχρονος Πολ Αλεξάντερ έπαιζε με τους φίλους του. Παραπονέθηκε ότι δεν ένιωθε καλά.
«Άρχισα να νιώθω άσχημα και γύρισα σπίτι και είπα ‘μαμά, δε νιώθω καλά’. Η μαμά μου γύρισε και με κοίταξε και είπε ‘σε παρακαλώ Θεέ μου, όχι τον γιο μου».
Ο μικρός Πολ είχε προσβληθεί από τη μάστιγα της εποχής, την πολιομυελίτιδα, και έμεινε παράλυτος από την αριστερή πλευρά.
Οι πνεύμονές του είχαν γεμίσει βλέννες και η εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε δεν τον βοήθησε.
Σε μία εβδομάδα, δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Οι γιατροί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να τον βάλουν στον «Σιδερένιο Πνεύμονα».
Ο Πολ πέρασε 72 χρόνια στη μεταλλική κάψουλα, όμως ο χτυπημένος από πολιομυελίτιδα Αμερικανός ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος.
«Υπήρχαν πολλά παιδάκια και συνέχεια έλεγα στον εαυτό μου ‘θεέ μου, γιατί; Γιατί πέθαναν αυτά τα παιδιά; Κι εγώ όχι;’».
Δεν έχασε ποτέ την αισιοδοξία του και διακρίθηκε για το κοφτερό μυαλό του.
Ο Πολ Αλεξάντερ δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος.
«Είμαι ακριβώς όπως ο καθένας. Ξυπνάω, βουρτσίζω τα δόντια μου, ξυρίζομαι, συνεχίζω με τη μέρα μου».
Με δέλεαρ ένα σκυλάκι και με όπλο τη σιδερένια θέληση, ο μικρός Πολ κατάφερε να αναπνέει με κλειστό τον «Σιδερένιο Πνεύμονα» στην αρχή για τρία λεπτά και μετά για αρκετές ώρες καθημερινά.
Πήρε τρία πτυχία από τρία διαφορετικά πανεπιστήμια. Εκτός από ενεργός δικηγόρος, ήταν και συγγραφέας, αφού έγραψε τα απομνημονεύματά του.
Όλοι τον θυμούνται για την ανεξάντλητη αισιοδοξία του και το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη.