Η εξέταση ανιχνεύει στο αίμα το DNA του καρκινικού όγκου. Μπορεί επίσης να εντοπίζει ορισμένες γενετικές μεταλλάξεις που αποτελούν δείκτη της πιθανότητας υποτροπής του καρκίνου. Τα νέα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο συνέδριο ASCO2020.

Μία νέα εξέταση αίματος μπορεί να «προβλέπει» με ακρίβεια πόσο θα ανταποκριθούν στην θεραπεία οι άνδρες με προχωρημένο καρκίνο του προστάτη, σύμφωνα με μία νέα μελέτη. Η εξέταση, που είναι μία υγρή βιοψία, μπορεί επίσης να δείξει ποιοι ασθενείς είναι πιθανότερο να υποτροπιάσουν.

Η εξέταση δοκιμάστηκε σε λίγες εκατοντάδες ασθενείς. Αν τα ευρήματά της επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες μελέτες, θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί ευρέως για την ακριβέστερη φροντίδα των ασθενών, λένε οι ερευνητές.

Τα νέα ευρήματα παρουσιάσθηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO). Είναι το σημαντικότερο συνέδριο Ογκολογίας στον κόσμο, αλλά εφέτος διεξάγεται διαδικτυακά, εξαιτίας του νέου κορωνοϊού.

Τη μελέτη πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Ινστιτούτο Έρευνας του Καρκίνου (ICR) στο Λονδίνο και τον οργανισμό Royal Marsden NHS Foundation Trust. Οι ερευνητές αναζήτησαν ίχνη από το DNA των καρκινικών όγκων (ctDNA) σε δείγματα αίματος που έλαβαν από ασθενείς.

Όταν ένας άνθρωπος αναπτύσσει καρκίνο, μπορεί να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματός του θραύσματα από το γενετικό υλικό του όγκου. Η αξιολόγησή τους μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για τον καρκίνο.

Οι Βρετανοί επιστήμονες εξέτασαν περισσότερα από 1.000 δείγματα αίματος που είχαν λάβει από 216 ασθενείς. Οι ασθενείς λάμβαναν μέρος σε κλινική μελέτη στην οποία γινόταν αξιολόγηση ορισμένων φαρμάκων για τον καρκίνο του προστάτη.

Η ανταπόκριση στη θεραπεία

Οι ερευνητές διαπίστωσαν κατ’ αρχάς ότι η έκβαση ήταν χειρότερη για τους ασθενείς με τα υψηλότερα επίπεδα ctDNA κατά την έναρξη της μελέτης. Στους ασθενείς αυτούς η νόσος επιδεινώθηκε 2,5 μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι σε όσους δεν είχαν ctDNA στο αίμα τους όταν άρχισαν τη θεραπεία.

Καθώς η μελέτη εξελισσόταν, οι επιστήμονες εξακολούθησαν να εξετάζουν δείγματα αίματος από τους ασθενείς. Στόχος τους ήταν να εξακριβώσουν εάν η υγρή βιοψία μπορούσε να τους βοηθήσει να προβλέψουν την ανταπόκριση στη θεραπεία.

Όπως διαπίστωσαν, οι άνδρες με τη μεγαλύτερη μείωση στα επίπεδα του ctDNA στο αίμα τους, είχαν την καλύτερη ανταπόκριση στη θεραπεία. Ειδικότερα:

  • Όσοι ανταποκρίθηκαν πλήρως στη θεραπεία, είχαν μείωση του ctDNA κατά 23%
  • Όσοι ανταποκρίθηκαν εν μέρει στη θεραπεία, είχαν μείωση του ctDNΑ κατά 16%
  • Όσοι παρέμειναν στάσιμοι παρά τη θεραπεία, είχαν μείωση του ctDNA κατά 4%
  • Όσοι επιδεινώθηκαν παρά τη θεραπεία, είχαν μείωση του ctDNA κατά 1%

Μεταλλάξεις που δείχνουν τις υποτροπές

Η υγρή βιοψία έδειξε ακόμα ότι υπήρχαν συγκεκριμένες γενετικές μεταλλαγές που συσχετίζονταν με την ανταπόκριση στη θεραπεία. Οι αλλαγές αυτές αποτελούσαν ένδειξη ότι οι ασθενείς κινδύνευαν από πρόωρη υποτροπή του καρκίνου τους.

Οι μεταλλαγές αυτές εντοπίστηκαν σε γονίδια που είναι καλά γνωστό ότι συσχετίζονται με τον καρκίνο του προστάτη. Πρόκειται για τα γονίδια p53, PTEN και  PI3K/AKT.

«Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι μια απλή υγρή βιοψία μπορεί να καταγράψει την εξέλιξη του καρκίνου του προστάτη και την ανταπόκρισή του στη θεραπεία», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Dr Johann de Bono, καθηγητής Ερευνητικής Ιατρικής Καρκίνου στο ICR. «Η υγρή βιοψία είναι ελάχιστα επεμβατική, αποδοτική και εύκολη στην εκτέλεσή της. Μπορεί επίσης να γίνεται συχνά. Η παρακολούθηση του καρκίνου του προστάτη με μια εξέταση αίματος μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την φροντίδα των ασθενών».

Οι επιστήμονες προγραμματίζουν τώρα να εντάξουν την υγρή βιοψία και σε άλλες κλινικές μελέτες για τον καρκίνο του προστάτη, για να επαληθεύσουν τα ευρήματά τους.

Τα ευρήματα των κλινικών μελετών που παρουσιάζονται σε ιατρικά συνέδρια θεωρούνται προκαταρκτικά, έως ότου δημοσιευθούν σε κάποια αξιόπιστη ιατρική επιθεώρηση.



agrinio24.gr