Με την Τουρκία ουσιαστικά σε προεκλογική περίοδο και τον Ερντογάν να θέλει να παίξει το χαρτί του εθνικισμού για να πιέσει την αντιπολίτευση (εφόσον ειδικά οι Κεμαλικοί δεν επιθυμούν να φανούν λιγότερο «πατριώτες) δεν είναι παράλογο να περιμένει κανείς ανέβασμα του φραστικού τόνου σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά.
Ιδίως όταν η Τουρκία αυτή την περίοδο περισσότερο προσπαθεί να επανορθώσει σχέσεις με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τις χώρες του Κόλπου και να βρει σημείο ισορροπίας σε σχέση με την Ουκρανική κρίση, πράγμα σημαίνει ότι έχει ανάγκη η τουρκική κυβέρνηση να βρει πεδία στα οποία να επιβεβαιώσει ότι είναι μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί ότι ακόμη και έτσι ορισμένες δηλώσεις δεν μπορούν δεν πρέπει να θεωρηθούν ως απλές «φραστικές κινήσεις», αλλά πολύ περισσότερο να ερμηνευτούν ως σημαντικές μετατοπίσεις ως προς την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Γιατί αποτελούν τομή οι δηλώσεις Τσαβούσογλου;
Η αντιπαράθεση για το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Δωδεκανήσου δεν είναι τωρινή.
Είναι πάγια θέση της τουρκικής διπλωματίας να καταγγέλλει την Ελλάδα ότι παραβιάζει το διεθνές δίκαιο εφόσον δεν τηρεί τους όρους αποστρατικοποίησης που περιλαμβάνουν τόσο η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923 (ως προς τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη), τη Συνθήκη Ειρήνης του 1923 (για τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο και την Ικαρία) και τη Σύμβαση Ειρήνης του 1947 μεταξύ των Συμμάχων και της Ιταλίας (για τα Δωδεκάνησα).
Η θέση αυτή επανέρχεται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες και με ποικίλες αφορμές.
Η διαφορά των τωρινών δηλώσεων Τσαβούσογλου είναι ότι δεν κατηγορεί απλώς την Ελλάδα για παραβίαση των όρων των συνθηκών και για παρανομία με όρους διεθνούς δικαίου. Πλέον εγείρει θέμα κυριαρχίας στη βάσης της υποτιθέμενες ελληνικής παρανομίας.
«Στον ΟΗΕ στείλαμε δυο επιστολές, επειδή η Ελλάδα παραβιάζει το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Τα νησιά αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τις Συνθήκες της Λωζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947 με τον όρο της αποστρατιωτικοποίησης τους. Όμως η Ελλάδα άρχισε να παραβιάζει αυτό το καθεστώς από τη δεκαετία του 1960», ανέφερε σε συνέντευξή του ο Τούρκος ΥΠΕΞ, για να συμπληρώσει: «Στην επιστολή, που γράψαμε, αναφέραμε πως η Ελλάδα παραβιάζει του όρους των Συνθηκών. Αυτά τα νησιά δόθηκαν υπό όρους και σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν αλλάξει στάση τότε είναι συζητήσιμη η κυριαρχία των νησιών αυτών. Διότι παραβιάζεται τους όρους. Στείλαμε τις επιστολές μας. Θα παρακολουθούμε το ζήτημα αυτό. Αν χρειαστεί θα κάνουμε τις τελευταίες μας προειδοποιήσεις και μετά ξεκινάει αυτή η συζήτηση».
Δηλαδή, η Τουρκία εμμέσως πλην σαφώς θεωρεί ότι εάν η Ελλάδα δεν αποστρατικοποίηση τα νησιά τότε τίθεται υπό αίρεση η ελληνική κυριαρχία και η Τουρκία θα ανοίξει διεθνή συζήτηση για το καθεστώς κυριαρχίας των νησιών αυτών και όχι απλώς για την ελληνική «παραβατικότητα».
Αυτή ακριβώς η ευθεία σύνδεση ανάμεσα στην αποστρατικοποίηση και την κυριαρχία είναι που εξηγεί γιατί αποτελούν τομή οι δηλώσεις Τσαβούσογλου.
Τι ακριβώς ισχύει με το καθεστώς των νησιών;
Όντως για ορισμένα νησιά υπήρχαν προβλέψεις μερικής ή πλήρους αποστρατικοποίησης, διατυπωμένες στο παρελθόν και σε άλλο πλαίσιο.
Ως προς τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, η σχετική πρόβλεψη αποστρατικοποίησης έπαψε να υπάρχει όταν η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936, που παραμένει ακόμη σε ισχύ και ορίζει το καθεστώς των Στενών. Μάλιστα, ήδη από το 1936 και την κύρωση της Σύμβασης του Μοντρέ από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, η τότε τουρκική κυβέρνησης είχε ρητά δηλώσει ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα αποστρατικοποίησης.
Ως προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 όντως έθετε ζήτημα μερικής αποστρατικοποίησης (π.χ. απαγόρευε την εγκατάσταση ναυτικής βάσης), ενώ αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων προβλέπει και η Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων του 1947.
Ειδικά οι προβλέψεις του 1947 ανήκαν σε ένα φάσμα ανάλογων προβλέψεων που υπήρχαν στις μεταπολεμικές συνθήκες και καταργήθηκαν στην πράξη από όλες τις πλευρές στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, όταν οι χώρες εντάχθηκαν στους αντίπαλους συνασπισμούς και εξοπλίστηκαν.
Από εκεί και πέρα η Ελλάδα παγίως επικαλείται την τουρκική επιθετικότητα μετά το 1974, και υποστηρίζει ότι ως κυρίαρχο κράτος έχει το περιθώριο εντός των συνόρων της να πάρει όλα τα μέτρα για να προασπίσει την εδαφική ακεραιότητά της.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η λογική των αποστρατικοποιημένων περιοχών ανήκει σε μια λογική για το διεθνές δίκαιο που ουσιαστικά αναγνωρίζει περιοχές «μειωμένης κυριαρχίας». Εάν μια χώρα είναι κυρίαρχη, θα πρέπει να μπορεί και να ασκήσει τα δικαιώματα που προκύπτουν από την πλήρη και αδιαίρετη κυριαρχία που ασκεί εντός του εδάφους της και το δικαίωμα ένοπλης άμυνας είναι θεμελιώδης πλευρά της κυριαρχίας.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε περιοχές όπου υπάρχουν αναγνωρισμένα σύνορα και δεν υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση ή διαρκής κρίση. Οι αποστρατικοποιημένες ζώνες που υπάρχουν (π.χ. ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα) αφορούν περιοχές όπου υπήρξαν προηγούμενες πολεμικές συγκρούσεις και όπου διατηρείται ένταση, η περιοχές όπως η Ανταρκτική (με βάση τη σχετική συνθήκη του 1959).
Είναι άλλης τάξης ζήτημα, εάν χώρες επιλέγουν να συνομολογήσουν, ως μέσο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ειρηνικής συνύπαρξης, αμοιβαίο περιορισμό της συνοριακής στρατιωτικής παρουσίας και άλλο προφανώς μια εκ των προτέρων άρνηση του δικαιώματος να ασκηθεί πλήρης κυριαρχία σε συγκεκριμένες περιοχές.
Ιδίως όταν απέναντι είναι μια χώρα που παρανόμως εισέβαλε στην Κύπρο το 1974 και που ακόμη και σήμερα διατηρεί στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων (χωρίς τυπική εξουσιοδότηση από τη διεθνή κοινότητα) και στο Ιράκ και προφανώς στη «ζώνη ασφαλείας» εντός εδάφους Συρίας.
Γιατί εγείρει θέμα κυριαρχίας η Τουρκία;
Η τουρκική διπλωματία προφανώς και γνωρίζει ότι με αυτές τις δηλώσεις ξαναγράψει τις συνθήκες. Γιατί είναι ένα πράγμα να υποστηρίζει ότι η Ελλάδα δεν τηρεί το γράμμα κάποιων συνθηκών και άλλο πράγμα να υποστηρίζει ότι η κυριαρχία των συγκεκριμένων νησιών αποδόθηκε στην Ελλάδα «υπό όρους». Το δεύτερο προφανώς και δεν προκύπτει από τις συνθήκες και επίσης προφανώς αντιβαίνει το γεγονός ότι όλες αυτές οι συνθήκες που απέδωσαν κυριαρχία και χάραξαν σύνορα έως και αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην πραγματικότητα είναι μη αντιστρέψιμες και άρα δεν τίθεται ζήτημα περιοχές να φύγουν από την επικράτεια ενός κράτους και να συμπεριληφθούν την επικράτεια άλλου.
Όμως, είναι σαφές ότι στα μάτια της τουρκικής κυβέρνησης η περίοδος που διανύουμε είναι περίοδος στην οποία μπορούν δυνητικά να ξαναγραφτεί ένα πλαίσιο κανόνων στις διεθνείς σχέσεις, όπως έχει δείξει και σε σχέση με τα ζητήματα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση το να «γκριζάρει» όλο σχεδόν το φάσμα των διμερών ζητημάτων, ανοίγοντας διαρκώς νέα θέματα, φαντάζει να είναι μια διαπραγματευτική τακτική που αποσκοπεί στο πάει σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα όπου σχεδόν τίποτα δεν θα θεωρείται δεδομένο, εκτιμώντας ότι με αυτό τον τρόπο η Τουρκία στο τέλος θα αποσπάσει περισσότερες παραχωρήσεις.