Ο όσιος Ευφρόσυνος, που έλαβε το όνομα Ελεάζαρ στην βάπτισή του, καταγόταν από ένα χωριό κοντά στο Πσκωφ.

Ο όσιος Ευφρόσυνος, παιδιόθεν, επέβαλε στον εαυτό του αυστηρό τρόπο ζωής, αρνούμενος να τρώγει οτιδήποτε είχε ζάχαρη και αποφεύγοντας τα παιδικά παιχνίδια για να επιδίδεται στην μελέτη ή να εκκλησιάζεται. Απέκτησε έτσι γνώση των αγίων Γραφών και ήταν σε θέση να τις εξηγεί και να οικοδομεί τους συμμαθητές του με τις ψυχωφελείς διδαχές του.

Για να αποφύγει, από αγάπη για τον Θεό, τον γάμο που του ετοίμαζαν οι γονείς του, εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι και έγινε μοναχός στην Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Σβιατνογκόρσκυ), στα περίχωρα του Πσκωφ. Προσκαρτερώντας όλους τους ασκητικούς μόχθους, υπηρετούσε ταπεινά τους αδελφούς στο μαγειρείο, στο μαγκιπείο και σε όλα τα άλλα διακονήματα που του ανέθεταν. Τον έθλιβε, όμως, η φήμη των αρετών του που είχε διαδοθεί παντού και ζήτησε την άδεια του ηγουμένου του να αναχωρήσει στην ησυχία (1425).

Αναζητώντας τόπο προσφυή για τον ερημητικό βίο, οδηγήθηκε από την θεία Πρόνοια στον ποταμό Τόλβα. Έφτιαξε εκεί καλύβη και επιδόθηκε σε ανδρείους αγώνες εναντίον του αόρατου Εχθρού, με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχή.

Πέρασε αρκετός χρόνος και η μητέρα του ήλθε να αναζητήσει που βρισκόταν, φθάνοντας δε μπροστά στο ασκητήριό του παρακάλεσε τον γιο της να φανερωθεί για να μην πεθάνει από την θλίψη. Ο όσιος της απάντησε μέσα από μία σχισμή της καλύβας: «Μην θλίβεσαι, μητέρα. Φύγε και μην τυραννιέσαι στα γεράματά σου. Γιατί αν θέλεις να με δεις εδώ κάτω, δεν θα με βλέπεις πια στην άλλη ζωή. Αποσύρσου σε μοναστήρι και με τους μόχθους σου θα μπορέσεις να σώσεις την ψυχή σου». Ακολουθώντας τις συμβουλές του γιου της, η μητέρα εισήλθε σε μονή και έζησε θεοσεβώς μέχρι το τέλος της ζωής της.

Λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή του, ήλθε κοντά στον όσιο Ευφρόσυνο ένας άλλος μοναχός, ονόματι Σεραπίων [8 Σεπτ.], για να μοιραστεί τους ασκητικούς αγώνες του και εν συνεχεία συγκεντρώθηκαν κι άλλοι εραστές της ησυχίας υπό την καθοδήγησή του, συγκροτώντας μια κοινότητα ημι-ερημητική. Ο όσιος τους δέχθηκε υπό τον όρο να υποταχθούν στον κανόνα αυστηρής ζωής που είχε θεσπίσει, εμπνεόμενος από το Τυπικόν του αγίου Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ [9 Σεπτ.].

Το 1477, μετά από όραμα των Τριών Ιεραρχών [30 Ιαν.], ο άγιος έκτισε ναό προς τιμήν τους, παρέδωσε την διεύθυνση της αδελφότητος στον μαθητή του Ιγνάτιο και αποσύρθηκε στην ερημία, στις όχθες της λίμνης Πσκωφ. Εκοιμήθη εν ειρήνη σε ηλικία ενενήντα πέντε ετών, στις 15 Μαΐου 1481, για να εισέλθει στον μεγάλο χορό των αγγέλων και αγίων.

Επάνω στον τάφο του κατατέθηκε μία εικόνα του αγίου, φιλοτεχνημένη από τον Ιγνάτιο, καθώς και η πνευματική Διαθήκη, γραμμένη από το χέρι του, την αυθεντικότητα της οποίας πιστοποίησε με την σφραγίδα του ο επίσκοπος Νόβγκοροντ. Η μονή έλαβε αργότερα το όνομα του Σωτήρος και Αγίου Ελεάζαρ.

Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ένατος, Μάιος, σελ. 186. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.



agrinio24.gr