Καταγόταν από την αρχοντική κρητική, βυζαντινής καταγωγής, οικογένεια Χαιρέτη, της οποίας μέλη είχαν εγκατασταθεί στην Πάτρα. Γι’ αυτό φέρεται ότι επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το έργο του θείου του Εμμανουήλ Χαιρέτη.

Τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Πατρών το 1887 κι έπειτα παρακολούθησε μαθήματα Ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, όμως, εγκατέλειψε τις σπουδές του και πήγε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή.

Άρχισε από το 1894 να δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Πιερ Λοτί, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθώς και δικά του «πεζά ποιήματα». Από το 1899 αρθρογραφούσε στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Άστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, Ο Νουμάς κ.ά., χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα όπως Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος.

Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, εξέφρασε με πάθος τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και κατήγγειλε τα κατ’ αυτόν αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας – προπαντός την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό» όπως τον ονόμασε ο ίδιος.

Το 1906 εξέδωσε ως αυτόνομο βιβλίο το «Νέον Πνεύμα», και το 1907 την εκτενέστερη «Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν» – τα ιδεολογικά του μανιφέστα.

Οι «περικλογιαννοπούλειες» ιδέες, όπως αποκλήθηκαν, προκάλεσαν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρήθηκε απλώς ρομαντικός και «ωραίος τρελός», από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνώρισαν την πρωτοτυπία του και εμπνεύστηκαν από αυτόν (ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Άριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσίευσαν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές, ο Ίων Δραγούμης έγινε αδελφικός του φίλος, και αγωνίστηκε μετά τον θάνατο του Γιαννόπουλου να κάνει το όραμα του φίλου του πολιτική πράξη).

Ο Άγγελος Σικελιανός θα ακολουθήσει δική του, πρωτότυπη ελληνοκεντρική πορεία, θα υμνήσει όμως και αυτός τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.

Αν και ο Γιαννόπουλος έγινε πολύ γνωστός και είχε αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών (τόσο για το πρωτότυπο, ελληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεύμα του, αλλά επίσης και για τον «μποέμικο» και άκρως φιλελεύθερο για τα συντηρητικά ήθη της εποχής τρόπο ζωής του – κατά τις μαρτυρίες μάλιστα υπήρξε και ωραιότατος άνδρας), εν τούτοις δεν είχε την ευρύτερη αποδοχή που ποθούσε ως συγγραφέας, πόσο μάλλον να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.

Στις 8 Απριλίου 1910, ο Περικλής Γιαννόπουλος, όπως είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πολύ καιρό πριν, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στη θάλασσα του Σκαραμαγκά.

Εκεί αυτοκτόνησε με μία σφαίρα στο κεφάλι.

Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια εργασία περί της αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας), σημειώνοντας ότι αφού η «Ελληνική Φύσις» τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον.

Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά.

Πριν ταφεί, δύο άγνωστες κυρίες στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια (πιθανότατα η Σοφία Λασκαρίδου).

Ο Πατρινός συγγραφέας και δοκιμιογράφος, κάποτε είχε πει στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος :

“Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος ? Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας».

Γι΄αυτό και ο δεσμός του με τη Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν ευρέως γνωστός. Ο τύπος της εποχής περιέγραφε ότι του άρεσε να περπατά μόνος του και να ρεμβάζει. Σε έναν από αυτούς τους περιπάτους γνώρισε τυχαία την Σοφία Λασκαρίδου. Λίγες ημέρες αργότερα της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». Όταν ο Γιαννόπουλος τη ζήτησε σε γάμο, ο πατέρας της αρνήθηκε. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη.

Η Σοφία Λασκαρίδου συνέχισε να είναι αφοσιωμένη στην τέχνη της. Το μόνο που ήθελε ήταν να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνη όμως τα κατάφερε με προσωπική της παρέμβαση στο βασιλιά Γεώργιο Α’. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της και μαζί με το πτυχίο της εξασφάλισε μια υποτροφία στο εξωτερικό.

Περιγραφή της αυτοκτoνίας

Εφημερίς «Εστία», 12 Απριλίου 1910.

«Καθ΄ όλας τας συγκεντρωθείσας πληροφορίας τα γεγονότα έλαβον χώραν ως εξής εις τού Σκαραμαγκά: Ο Γιαννόπουλος έφθασεν εφ΄ αμάξης υπό ραγδαίαν βορχήν. Παρά τι μικρόν φυλακείον εκεί εκάθισεν, έφαγεν, έπιε μπύραν και εζήτησε από τον αμαξάν να αποζεύξη ένα άλογο.

Εκείνος εδίστασε κατ΄ αρχάς, αλλά ενέδωκε τέλος, όταν ο Γιαννόπουλος αφήκε σημείωσιν βεβαιούσαν ότι δεν έλαβεν χώραν έγκλημα. Η σημείωσις αυτή ευρέθη με τον χαρτοφύλακά του, το αδιάβροχον, το καπέλλο του και το καλαθάκι τού φαγητού εις το φυλακείον.

Μετά τούτο ίππευσε, στεφανωμένος με αγριολούλουδα, και, αφού ανήρτησεν επάνω του ένα κομψόν σάκκον πλήρη βαρών και επλύθη με αρώματα, ώρμησε προς τα μαινόμενα κύματα και την ανοιξιάτικην μπόραν και απερίγραπτον τραγικήν ορμήν. Όταν έφθασε, καβάλλα εις το άλογο που εκολυμβούσεν, εις τα βαθειά, τότε επυροβόλησε κατά της κεφαλής του και αχάθη, ενώ το άλογο, αγριεμένο και ρουθουνίζον, απανήλθεν εις την ακτήν.

Το μεσημέρι ακριβώς ο αμαξάς, επιστρέψας εκ Σκαραμαγκά, ενεχείρισεν εις την κ. Κρίτσα μιαν ανθοδέσμην πασχαλιάς εκ μέρους του νεκρού πλέον εξάδελφου της.»

Ο θάνατος, ο τρόπος μάλιστα του θανάτου του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής περισσότερο σπό ότι τα έργα του όσο ζούσε. Για πολλές ημέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες για τον τρόπο του θανάτου του, ενώ ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα.

Ο Ίων Δραγούμης υπέθεσε πως ο Γιαννόπουλος, ως λάτρης του ωραίου, δεν ήθελε να γεράσει. Ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης θεωρεί πως ο Γιαννόπουλος οδηγήθηκε στην αυτοκτονία εξαιτίας όλων μαζί των παρακάτω παραγόντων: Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια, ούτε μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική κοινωνία, απογοητεύθηκε από τη μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής και, τέλος, ως ρομαντικός, του ασκούσε έλξη ο θάνατος.

agrinio24.eu