Τον τελευταίο καιρό όλοι μας έχουμε διαπιστώσει μια ραγδαία αύξηση των τροχαίων δυστυχημάτων που έχουν κοστίσει τη ζωή σε πολλούς, αναλογικά, συνανθρώπους μας.
Αυτό που ίσως δεν θυμόσαστε είναι πως σε αρκετά από αυτά τα συμβάντα ένας τουλάχιστον από τους εμπλεκόμενους οδηγούς ήταν προχωρημένης ηλικίας. Κάτι που θέτει αυτόματα το ερώτημα: Μέχρι πότε θα πρέπει κανείς να οδηγεί;
Η απάντηση σίγουρα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη, π.χ. έως τα 80. Και αυτό -πέρα από ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού- γιατί κάποιοι άνθρωποι, π.χ. λόγω ασθένειας και φαρμακοληψίας δεν μπορούν και δεν πρέπει να οδηγούν από πολύ πιο νωρίς και κάποιοι άλλοι ακόμα και πολλά χρόνια μετά τα 80 έχουν εξαιρετική διαύγεια και είναι σε πολύ καλή, πάντα συγκριτικά, κατάσταση.
Πώς χειρίζονται το ζήτημα άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει στο να μην υπάρχει, τόσο μεμονωμένα όσο και στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νομοθεσία που να απαγορεύει την οδήγηση σε ανθρώπους που έχουν ξεπεράσε κάποια ηλικία και να επιβάλλει την κατάθεση του διπλώματός τους.
Αυτό που γίνεται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. Πορτογαλία και Ελβετία, είναι ότι υπάρχουν, πέρα από τις ιατρικές εξετάσεις και τεστ καταλληλότητας, αλλά σε αυτά θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Τα «σημάδια» πως η οδηγική ικανότητα έχει μειωθεί
Το βέβαιο είναι πως υπάρχουν σαφή σημάδια που καταδεικνύουν πως οι δυνατότητες ενός ανθρώπου να καθίσει πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου έχουν μειωθεί σημαντικά.
Μια ένδειξη είναι η μείωση των αντανακλαστικών, που οδηγούν τόσο στη μη έγκαιρη αντίληψη των ενδεχομένων κινδύνων όσο και στην καθυστερημένη αντίδραση. Λογικά επακόλουθα η αύξηση του άγχους και της πίεσης που νοιώθει κανείς, με συνέπεια ενδεχομένως τους λάθος χειρισμούς, π.χ. να πατηθεί το γκάζι αντί για το φρένο, που μπορούν να καταλήξουν σε κάποιο μικρό ή μεγάλο ατύχημα.
Μια άλλη ένδειξη είναι η περιορισμένη αντίληψη του περιβάλλοντος χώρου, που έχει σαν συνέπεια μικρό-συγκρούσεις κατά το παρκάρισμα -είναι χαρακτηριστικό πως τα αυτοκίνητα που οδηγούν πιο μεγάλοι σε ηλικία οδηγοί έχουν τριγύρω χτυπήματα και βαθουλώματα. Επίσης συχνές είναι και οι λανθασμένες εκτιμήσεις σε ότι αφορά τις αποστάσεις στο δρόμο ή της ταχύτητας.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί η αναμενόμενη μείωση σε ένα βαθμό της όρασης αλλά και της ακοής, ενώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πως η περιορισμένη κινητικότητα και ευλυγισία αποτελεί έναν επιπλέον παράγοντα δυσκολίας για τους ανθρώπους κάποιας ηλικίας. Που στην πράξη αποτυπώνεται π.χ. με τις αποσπασματικές κινήσεις των χεριών στο τιμόνι, αλλά και με το μη ικανοποιητικό έλεγχο από τους καθρέφτες.
Δύσκολη η απόφαση να «αφήσεις» το τιμόνι
Από τη στιγμή που ισχύουν όλα τα παραπάνω ο ηλικιωμένος θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται να σταματήσει να οδηγεί και κάπου εδώ έρχεται ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της απόφασης.
Δύσκολο γιατί έχει να κάνει καταρχήν με το πρακτικό ζήτημα της μετακίνησης που θα επηρεάσει την καθημερινότητά του και μπορεί να τον οδηγήσει ακόμα και σε μια κοινωνική απομόνωση και κατά δεύτερον με το ψυχολογικό.
Το να σταματήσει κανείς να οδηγεί είναι σαν να παραδέχεται πως έχει περάσει στο στάδιο του «απόμαχου» της ζωής κάτι που φυσικά θα αρνηθεί με όλους τους τρόπους που έχει στη διάθεσή του.
Ο ρόλος της πολιτείας αλλά και της οικογένειας
Κάπου εδώ οι οικείοι του, τα πιο κοντινά του πρόσωπα, θα πρέπει να αναλάβουν να τον πείσουν και να το στηρίξουν και ενδεχομένως να του εξασφαλίσουν δυνατότητες μετακίνησης που δεν θα τον αποκόψουν από τον κοινωνικό του περίγυρο.
Εδώ θα έπρεπε να υπάρχει και μια μέριμνα από την πλευρά της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Με μια πύκνωση των δρομολογίων των μέσων μαζικής μεταφοράς ή με τη δημιουργίας μιας υπηρεσίας βοήθειας και μετακίνησης ειδικά για τους πιο μεγάλους σε ηλικία συμπολίτες μας.
Ας μην ξεχνάμε πως με τη γήρανση του πληθυσμού το συγκεκριμένο ζήτημα θα αφορά όλο και περισσότερους συνανθρώπους μας.
Από την άλλη τι μπορεί να κάνει η πολιτεία προκειμένου να μην βγαίνουν στο δρόμο οι οδηγοί κάποιας ηλικίας που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και αποτελούν κίνδυνο τόσο για τους εαυτούς τους όσο και για τους υπόλοιπους που κινούνται στο δρόμο μαζί τους;
Κατά την άποψή μου ο μόνος τρόπος που μπορεί να εφαρμοστεί είναι το τεστ καταλληλότητας που προαναφέρθηκε. Ο έλεγχος να μην περιορίζεται σε εξέταση από γιατρούς αλλά να περιλαμβάνει και αξιολόγηση στην πράξη, στο δρόμο. Εννοείται με αξιοκρατικά κριτήρια…