Το Citroen C3, το έχουμε παρουσιάσει πολλές φορές από αυτήν εδώ την ενότητα και το θεωρούμε ένα από τα πλέον οικογενειακά σουπερμίνι της αγοράς. Όμως, πάντα είχαμε –κατά την γνώμη μας- ένα θέμα με την αποτελεσματικότητα της «χιλιοτραγουδισμένης» ανάρτησής του, που ναι μεν ήταν άνετη, αλλά ξεπερνούσε τα όρια της …αντοχής μας, ενώ ήταν (στα δυο από τα τρία C3, που είχαμε οδηγήσει) πηγή ενοχλητικών έως ανησυχητικών θορύβων.

Αυτή την φορά και με την ευκαιρία της τοποθέτησης του νέου κινητήρα ντίζελ 1,5 λίτρων, βρεθήκαμε και πάλι στο κάθισμα του οδηγού ενός C3 1.5 BlueHDi 100hp, με σκοπό να δοκιμάσουμε την απόδοση και αποτελεσματικότητα του κινητήρα, αλλά τελικά επανεκτιμήσαμε συνολικά το μοντέλο, που για πρώτη φορά μας κέρδισε σχεδόν ολοκληρωτικά, καθώς παρά τα πολλά (σκληρά) δημοσιογραφικά χιλιόμετρα που είχε στο οδόμετρό του, ήταν σαν να βγήκε μόλις από το εργοστάσιο, κυρίως στην λειτουργία της ανάρτησης.

Ας δούμε όμως τα γεγονότα με την σειρά, αρχής γενομένης του ότι, η Citroën τοποθέτησε στο best seller της (και εκπρόσωπό της στο WRC) ένα νέο πιο οικονομικό, ντίζελ κινητήρα 1,5 λίτρων που αντικαθιστά τον 1.6 BlueHDi, για τον οποίο είχαμε αναφερθεί πριν μερικούς μήνες.

Ο κινητήρας αυτός αποδίδει 100 ίππους/3750 σαλ, ροπή 25,5 χγρμ/1750 σαλ (!) και βρίσκεται εντός των προδιαγραφών ρύπων Euro 6.2, καθώς εκπέμπει 97 γρ/χλμ CO2 και εντάσσεται στην μικρότερη κλίμακα τελών κυκλοφορίας (87,3€).

Το 4κύλινδρο σύνολο συνδυάζεται σχεδόν ιδανικά με ένα 6άρι χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων, που αξιοποιεί στο έπακρο την απόδοση του κινητήρα, δίνοντας στον οδηγό υποδειγματική ευκολία χρήσης και μεγάλη οικονομία καυσίμου. Παρά το ότι έχει την ίδια ιπποδύναμη με τον 1.6 BlueHDi που αντικαθιστά, είναι με διαφορά πιο ελαστικός, ανεβάζει εύκολα από τις σχεδόν 1000 στροφές και επιτρέπει να κάνεις προσπεράσεις χωρίς να κατεβάζεις ταχύτητες ή να «σανιδώνεις» το γκάζι.

Σβέλτο στην εντός πόλης κίνηση και άνετο στους αυτοκινητόδρομους (0-100 σε 10΄΄ και τελική ταχύτητα 188 χλμ/ώρα) όπου εύκολα ταξιδεύει με ταχύτητα περί τα 150 χλμ/ώρα, κάνει αισθητή την έλλειψη δύναμης μόνο όταν με 5η ή 6η στο κιβώτιο, πέφτουν πολύ οι στροφές του κινητήρα.

Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό και με την άψογη λειτουργία του συστήματος start/stop, δικαιολογούν απόλυτα την ιδιαίτερα χαμηλή τιμή μέσης κατανάλωσης που διαπιστώσαμε στα σχεδόν 1000 χιλιόμετρα μικτών διαδρομών που διανύσαμε, με μόνο 5,4 λτ/100 χλμ.

Στην πράξη ο κινητήρας συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα (χαμηλά και ψηλά) από αυτόν που αντικαθιστά, με μόνο αντίτιμο τον κάπως πιο δυνατό θόρυβο που μεταφέρεται στην καμπίνα των επιβατών και «αμαυρώνει» τον χαρακτηρισμό της απόλυτης άνεσης. Όμως η λειτουργία του και το σχεδόν απίστευτο από χαμηλά τράβηγμα, αποζημιώνει με το παραπάνω τον οδηγό (που δουλεύει λιγότερο με το κιβώτιο ταχυτήτων) και τους επιβάτες που υφίστανται λιγότερες εγκάρσιες επιταχύνσεις/επιβραδύνσεις.

Οι ίδιοι, αισθάνονται τις μεγαλύτερες κλίσεις σε στροφές, που επιτρέπει η χαλαρή ανάρτηση στο 1160 κιλών βάρους αμάξωμα, αλλά σε κάθε περίπτωση αισθάνονται τόσο άνετα και ασφαλείς που εύκολα μπορούν να παραβλέψουν λίγα ντεσιμπέλ παραπάνω.

Εδώ λοιπόν, είναι που θέλουμε να σταθούμε λίγο, καθώς εμείς πήγαμε για αξιολόγηση του νέου κινητήρα και τελικά αλλάξαμε θεώρηση για ένα αυτοκίνητο που όσες φορές οδηγήσαμε στο παρελθόν, μας είχε αφήσει (στον τομέα λειτουργίας της ανάρτησης) με την εντύπωση του «ναι μεν, αλλά».

Οδηγώντας λοιπόν το C3 1.5 BlueHDi 100 hp, ανακαλύψαμε την υποδειγματική συμπεριφορά της ανάρτησης, που δουλεύει όπως ακριβώς πρέπει να δουλεύει σε ένα αυτοκίνητο που πρωταγωνιστεί στα ράλι.

Ξέρω, ακούγεται απίστευτο, αλλά είναι ακριβώς έτσι. Τα ράλι απαιτούν αναρτήσεις όχι ιδιαίτερα σφιχτές και με μεγάλες διαδρομές, προκειμένου –ει δυνατόν- και οι τέσσερις τροχοί να πατούν πάντα στον δρόμο.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο C3 της δοκιμής μας και επηρεάζει θετικά τόσο τον τομέα της οδικής συμπεριφοράς, όσο και αυτόν της άνεσης. Επιπλέον, παρά τα πολλά χιλιόμετρα που είχε στην «πλάτη» του και τα απότομα περάσματα πάνω από τις «φόλες» των δρόμων, ούτε ένα «τσικ» δεν ακούστηκε από τον χώρο της ανάρτησης, την ώρα που η τροχιά του C3 έμενε αναλλοίωτη ανεξάρτητα του αν η ανωμαλία του δρόμου ήταν εγκάρσια ή διαμήκης. Αν θα θέλαμε κάτι περισσότερο σε επίπεδο οδηγικής αίσθησης, αυτό θα ήταν ένα λίγο πιο βαρύ τιμόνι στις χαμηλές ταχύτητες, αλλά –όπως έχουμε πει και στο παρελθόν- σε ένα αυτοκίνητο και μάλιστα τόσο προσιτό οικονομικά, δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε υπερθετικό βαθμό.

Πάντως, η συμπεριφορά αυτή, σε συνδυασμό με τα προτερήματα του κινητήρα που αναφέραμε, κάνει το C3 το καλύτερο –ίσως- σουπερμίνι για ανοιχτούς δρόμους (με άλλα λόγια ταξίδια), κάτι που σε συνδυασμό με την ευρυχωρία του, του δίνει τον τίτλο του πλέον οικογενειακού μικρού της αγοράς.

Κατά τα λοιπά η συντηρητική αλλά ευχάριστη σχεδίαση της καμπίνας, με τα καθίσματα που μοιάζουν με πολυθρόνες, αλλά τελικά στηρίζουν καλύτερα το σώμα από πολλά «τύπου μπάκετ», διατηρούν ξεκούραστους οδηγό και επιβάτες (που πίσω μπορεί να είναι και 3 με μικρούς συμβιβασμούς). Επίσης ο χώρος αποσκευών (με ψηλό κατώφλι) των 300 λίτρων είναι από τους μεγαλύτερους της κατηγορίας, αλλά όσον αφορά τα μικροαντικείμενα, εύκολα θα ήταν δυνατή η δημιουργία περισσότερων θέσεων.

Μειονέκτημα, το μεγάλο πάνω μέρος του ταμπλό, που υπό προϋποθέσεις φωτισμού ημέρας, αντανακλά πάνω στο παρμπρίζ μειώνοντας την ορατότητα.

Στα συν που εντοπίσαμε, οι βελτιώσεις που έχουν γίνει στην οθόνη αφής για τον έλεγχο πολλών λειτουργιών, στην οποία ενσωματώνονται και το σύστημα πλοήγησης, τα πολυμέσα και το phone-mirroring.

Εδώ βελτιώθηκε η χρήση (πιθανόν με αναβάθμιση του λογισμικού) και έτσι τώρα το σύστημα αντιδρά πολύ πιο γρήγορα στο άγγιγμα των δαχτύλων, ενώ έχει συντομευτεί το πέρασμα σε audio Bluetooth από το κινητό και η αλλαγ΄λη σταθμού στο ραδιόφωνο.

Συνολικά λοιπόν, με το C3 1.5 BlueHDi των 100 ίππων, έχουμε να κάνουμε με ένα πλήρες αυτοκίνητο πόλης που υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι και το μοναδικό αυτοκίνητο μιας μικρής οικογένειας, καθώς είναι σε θέση να τα καταφέρει το ίδιο καλά στην καθημερινότητα της πόλης, αλλά και σε ένα ταξίδι για λόγους εργασίας ή αναψυχής.

Σε όλα τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί και η πολύ δελεαστική τιμή κτήσης που ξεκινά από τα 15.960 ευρώ, με 5ετή εγγύηση για τα μηχανικά μέρη, 3ετή για το χρώμα και 12ετή για την σκουριά.

Υπέρ

Κινητήρας

Επιδόσεις

Κατανάλωση

Ανάρτηση

Οδική συμπεριφορά

Χώροι

Άνεση

Κατά

Ταμπλό που αντανακλά στο παρμπρίζ

Κλίσεις αμαξώματος στις στροφές

Τεχνικά χαρακτηριστικά

Κατηγορία: 5θυρο, 5θέσιο, σουπερμίνι

Κινητήρας: 1.499 κ.εκ., i4, 16v, 2 ΕΕΚ, άμεσος ψεκασμός common rail, τούρμπο μεταβλητής γεωμετρίας

Ισχύς: 100 ίπποι/3.750 σαλ

Ροπή: 25 χγρμ/1.750 σαλ

Μετάδοση: Στους εμπρός τροχούς

Κιβώτιο: Χειροκίνητο 6 σχέσεων

Ανάρτηση: Μακ Φέρσον εμπρός / Ημιάκαμπτος άξονας πίσω

Επιτάχυνση 0-100 χλμ/ώρα: 10΄΄

Τελική ταχύτητα: 188 χλμ/ώρα

Μεικτή κατανάλωση (δοκιμής): 5,4 λτ/100 χλμ

Διαστάσεις 3.996 x 1.749 x 1.474 χλστ

Βάρος:  1.160 κιλά

Διαστάσεις (Μ/Π/Υ): 3996/1.821/2.009 χλστ

Μεταξόνιο: 1.474 χλστ

Χώρος αποσκευών: 300 – 922 λτ

Ρεζερβουάρ: 42 λίτρα

Νίκος Τσάδαρης



Πηγή